Επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου σε περίπτωση καθυστέρησης του τρένου ακόμα και για λόγους ανωτέρας βίας
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1371/2007
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007,
σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών
γραμμών προβλέπει ότι ένας επιβάτης, του οποίου το δρομολόγιο έχει καθυστέρηση
μίας ώρας και άνω, μπορεί να ζητήσει τη μερική επιστροφή του κομίστρου από τη
σιδηροδρομική επιχείρηση.
Η εν λόγω αποζημίωση ανέρχεται τουλάχιστον στο 25 % του κομίστρου για καθυστερήσεις 60 έως 119 λεπτών και τουλάχιστον στο 50 % του κομίστρου για καθυστερήσεις δύο ωρών και άνω. Ο κανονισμός δεν περιέχει καμία εξαίρεση όσον αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως σε περιπτώσεις που η καθυστέρηση προκαλείται λόγω ανωτέρας βίας, όπως είναι οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι βλάβες της σιδηροδρομικής υποδομής ή οι απεργιακές κινητοποιήσεις. Το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof (Διοικητικό Δικαστήριο) ζήτησε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διευκρινίσει αν μια σιδηροδρομική επιχείρηση μπορεί, παρά ταύτα, να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση όταν μια καθυστέρηση δρομολογίου, μια απώλεια ανταποκρίσεως ή μια ακύρωση δρομολογίου προκαλείται λόγω ανωτέρας βίας. Το Verwaltungsgerichtshof οφείλει να αποφανθεί επί προσφυγής με την οποία η αυστριακή σιδηροδρομική επιχείρηση ÖBB-Personenverkehr AG, βάλλει κατά της αποφάσεως της αυστριακής επιτροπής ελέγχου στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών που υποχρεώνει την ÖBB να προβεί σε διαγραφή μιας διατάξεως η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συναλλαγών, τους οποίους εφαρμόζει η εν λόγω επιχείρηση, και η οποία αποκλείει την καταβολή αποζημιώσεως σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Με τις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Niilo Jääskinen εκτιμά ότι μια σιδηροδρομική επιχείρηση δεν μπορεί να απαλλαγεί από την προβλεπόμενη από τον κανονισμό υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου στις περιπτώσεις που η καθυστέρηση προκαλείται λόγω ανωτέρας βίας. Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση το γεγονός ότι ο κανονισμός έχει ως σκοπό τη διεύρυνση της προστασίας των καταναλωτών αποκλείει το να συναχθεί οποιοσδήποτε περιορισμός μιας τέτοιας επιστροφής του αντιτίμου του εισιτηρίου από τη γενική έννοια της ανωτέρας βίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιθυμούσε να περιορίσει την ως άνω υποχρέωση στην περίπτωση που συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, τούτο θα είχε μνημονευθεί σαφώς στο κείμενο του κανονισμού. Περαιτέρω, ο γενικός εισαγγελέας απορρίπτει την κατ’ αναλογία εφαρμογή των σχετικών με την ανωτέρα βία κανόνων που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς για τα δικαιώματα των επιβατών στο πλαίσιο των τομέων των μεταφορών με άλλα μεταφορικά μέσα (αεροπλάνο, πλοίο και λεωφορείο). Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο των σιδηροδρομικών ταξιδιών, οι συνηθέστερες αιτίες ανωτέρας βίας, δηλαδή οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι βλάβες της σιδηροδρομικής υποδομής και οι απεργιακές κινητοποιήσεις, έχουν μια προβλέψιμη στατιστική συχνότητα εμφανίσεως και μπορούν να ληφθούν υπόψη όταν υπολογίζονται οι τιμές των εισιτηρίων. (πηγή: curia.europa.eu)
Η εν λόγω αποζημίωση ανέρχεται τουλάχιστον στο 25 % του κομίστρου για καθυστερήσεις 60 έως 119 λεπτών και τουλάχιστον στο 50 % του κομίστρου για καθυστερήσεις δύο ωρών και άνω. Ο κανονισμός δεν περιέχει καμία εξαίρεση όσον αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως σε περιπτώσεις που η καθυστέρηση προκαλείται λόγω ανωτέρας βίας, όπως είναι οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι βλάβες της σιδηροδρομικής υποδομής ή οι απεργιακές κινητοποιήσεις. Το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof (Διοικητικό Δικαστήριο) ζήτησε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διευκρινίσει αν μια σιδηροδρομική επιχείρηση μπορεί, παρά ταύτα, να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση όταν μια καθυστέρηση δρομολογίου, μια απώλεια ανταποκρίσεως ή μια ακύρωση δρομολογίου προκαλείται λόγω ανωτέρας βίας. Το Verwaltungsgerichtshof οφείλει να αποφανθεί επί προσφυγής με την οποία η αυστριακή σιδηροδρομική επιχείρηση ÖBB-Personenverkehr AG, βάλλει κατά της αποφάσεως της αυστριακής επιτροπής ελέγχου στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών που υποχρεώνει την ÖBB να προβεί σε διαγραφή μιας διατάξεως η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συναλλαγών, τους οποίους εφαρμόζει η εν λόγω επιχείρηση, και η οποία αποκλείει την καταβολή αποζημιώσεως σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Με τις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Niilo Jääskinen εκτιμά ότι μια σιδηροδρομική επιχείρηση δεν μπορεί να απαλλαγεί από την προβλεπόμενη από τον κανονισμό υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου στις περιπτώσεις που η καθυστέρηση προκαλείται λόγω ανωτέρας βίας. Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση το γεγονός ότι ο κανονισμός έχει ως σκοπό τη διεύρυνση της προστασίας των καταναλωτών αποκλείει το να συναχθεί οποιοσδήποτε περιορισμός μιας τέτοιας επιστροφής του αντιτίμου του εισιτηρίου από τη γενική έννοια της ανωτέρας βίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιθυμούσε να περιορίσει την ως άνω υποχρέωση στην περίπτωση που συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, τούτο θα είχε μνημονευθεί σαφώς στο κείμενο του κανονισμού. Περαιτέρω, ο γενικός εισαγγελέας απορρίπτει την κατ’ αναλογία εφαρμογή των σχετικών με την ανωτέρα βία κανόνων που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς για τα δικαιώματα των επιβατών στο πλαίσιο των τομέων των μεταφορών με άλλα μεταφορικά μέσα (αεροπλάνο, πλοίο και λεωφορείο). Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο των σιδηροδρομικών ταξιδιών, οι συνηθέστερες αιτίες ανωτέρας βίας, δηλαδή οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι βλάβες της σιδηροδρομικής υποδομής και οι απεργιακές κινητοποιήσεις, έχουν μια προβλέψιμη στατιστική συχνότητα εμφανίσεως και μπορούν να ληφθούν υπόψη όταν υπολογίζονται οι τιμές των εισιτηρίων. (πηγή: curia.europa.eu)
Σχόλια