ΑΠ 15/2012: (…) «Από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 ΑΚ
προκύπτει, ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής
δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων : α) απαίτηση του
δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί
την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ)
πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου
υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ συνιστά και η παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας από τον οφειλέτη σε τρίτο δανειστή του, ο οποίος τελεί σε γνώση ότι ο οφειλέτης χορηγεί σε αυτόν το δικαίωμα τούτο προς βλάβη των άλλων δανειστών του, διότι με αυτή ανατρέπεται ο ισχύων κατά την εκτέλεση εκ του νόμου κανόνας περί της σειράς κατατάξεως των δανειστών. Τέτοια δε εμπράγματη ασφάλεια, που παρέχει στο δανειστή δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης από την αξία του πράγματος, αποτελεί και η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 1274 ΑΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 56 § 1 ΕισΝΚΠολΔ, προσημείωση υποθήκης, αφού η τελευταία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1277 εδαφ. β ΑΚ, όταν η απαίτηση δικαστεί τελεσίδικα, τρέπεται σε υποθήκη, η οποία λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημείωσης. Τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή για να είναι ορισμένο το δικόγραφο αυτής. Ακόμη, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος. Όλα τα παραπάνω στοιχεία, επί πλέον δε και το χρηματικό ποσό για το οποίο έγινε η εγγραφή υποθήκης, πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη και στην περίπτωση, που η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία αφορά την παραχώρηση δικαιώματος υποθήκης, το αυτό δε, για την ταυτότητα του νομίμου λόγου, ισχύει και στην περίπτωση παραχωρήσεως της προβλεπόμενης από τα άρθρα 1264 και 1270 ΑΚ πολλαπλής υποθήκης, η οποία υφίσταται όταν για την ίδια απαίτηση έχουν εγγραφεί συγχρόνως υποθήκες ή προσημειώσεις υποθηκών σε περισσότερα ακίνητα. Στην περίπτωση αυτή ναι μεν καθεμία από τις περισσότερες υποθήκες ή προσημειώσεις είναι κατ` αρχήν ανεξάρτητη από τις λοιπές, πλην όμως όλες τις συνδέει το γεγονός, ότι ασφαλίζουν την ίδια απαίτηση. Έτσι, η ολική εξόφληση της ασφαλισμένης με αυτές απαίτησης επιφέρει αναγκαίως την απόσβεση όλων των υποθηκών και των προσημειώσεων, αποτέλεσμα το οποίο δεν επέρχεται, όταν γίνει, μερική μόνον εξόφληση. Ειδικότερα, επί πολλαπλής υποθήκης η αναφορά της αξίας όλων των επί βαρύ μένων με αυτή ακινήτων είναι επιβεβλημένη και από το λόγο, ότι με βάση τις παραμέτρους 1) του ύψους της απαιτήσεως δανειστή, 2) της αξίας εκάστου από τα ενυπόθηκα ακίνητα, και 3) του ύψους της χρηματικής απαίτησης του τρίτου δανειστή, για την οποία εγγράφηκε η πολλαπλή υποθήκη, θα κριθεί, εάν θα πρέπει να διαρραγεί εν όλω ή εν μέρει ως απαλλοτριωτική δικαιοπραξία η εγγραφείσα προσημείωση υποθήκης σε ένα, σε δύο ή σε όλα τα ενυπόθηκα ακίνητα, λαμβανομένου μάλιστα περαιτέρω υπόψη ότι από την γενόμενη διάρρηξη θα ωφεληθεί μόνο ο ενάγων δανειστής, ως προς τον οποίο και μόνο παράγει ενέργεια αυτή, και όχι τυχόν άλλοι δανειστές του οφειλέτη, αυτό δε παρεκτός του ότι εκ της συγκρίσεως των οικονομικών μεγεθών τούτων θα κριθεί, αν η υπολειπόμενη περιουσία του οφειλέτη είναι επαρκής ή όχι για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος δανειστή, αφού ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος τρίτος δανειστής μπορεί, κατ` αρχήν, να ικανοποιηθεί ενόλω εκ της αξίας ενός ή περισσοτέρων του ενός ή και όλων των ενυπόθηκων ακινήτων, εφόσον η αξία του ενός ή των δύο εξ αυτών δεν καλύπτει ενόλω την απαίτηση του. (areiospagos.gr)
υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ συνιστά και η παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας από τον οφειλέτη σε τρίτο δανειστή του, ο οποίος τελεί σε γνώση ότι ο οφειλέτης χορηγεί σε αυτόν το δικαίωμα τούτο προς βλάβη των άλλων δανειστών του, διότι με αυτή ανατρέπεται ο ισχύων κατά την εκτέλεση εκ του νόμου κανόνας περί της σειράς κατατάξεως των δανειστών. Τέτοια δε εμπράγματη ασφάλεια, που παρέχει στο δανειστή δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης από την αξία του πράγματος, αποτελεί και η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 1274 ΑΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 56 § 1 ΕισΝΚΠολΔ, προσημείωση υποθήκης, αφού η τελευταία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1277 εδαφ. β ΑΚ, όταν η απαίτηση δικαστεί τελεσίδικα, τρέπεται σε υποθήκη, η οποία λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημείωσης. Τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή για να είναι ορισμένο το δικόγραφο αυτής. Ακόμη, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος. Όλα τα παραπάνω στοιχεία, επί πλέον δε και το χρηματικό ποσό για το οποίο έγινε η εγγραφή υποθήκης, πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη και στην περίπτωση, που η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία αφορά την παραχώρηση δικαιώματος υποθήκης, το αυτό δε, για την ταυτότητα του νομίμου λόγου, ισχύει και στην περίπτωση παραχωρήσεως της προβλεπόμενης από τα άρθρα 1264 και 1270 ΑΚ πολλαπλής υποθήκης, η οποία υφίσταται όταν για την ίδια απαίτηση έχουν εγγραφεί συγχρόνως υποθήκες ή προσημειώσεις υποθηκών σε περισσότερα ακίνητα. Στην περίπτωση αυτή ναι μεν καθεμία από τις περισσότερες υποθήκες ή προσημειώσεις είναι κατ` αρχήν ανεξάρτητη από τις λοιπές, πλην όμως όλες τις συνδέει το γεγονός, ότι ασφαλίζουν την ίδια απαίτηση. Έτσι, η ολική εξόφληση της ασφαλισμένης με αυτές απαίτησης επιφέρει αναγκαίως την απόσβεση όλων των υποθηκών και των προσημειώσεων, αποτέλεσμα το οποίο δεν επέρχεται, όταν γίνει, μερική μόνον εξόφληση. Ειδικότερα, επί πολλαπλής υποθήκης η αναφορά της αξίας όλων των επί βαρύ μένων με αυτή ακινήτων είναι επιβεβλημένη και από το λόγο, ότι με βάση τις παραμέτρους 1) του ύψους της απαιτήσεως δανειστή, 2) της αξίας εκάστου από τα ενυπόθηκα ακίνητα, και 3) του ύψους της χρηματικής απαίτησης του τρίτου δανειστή, για την οποία εγγράφηκε η πολλαπλή υποθήκη, θα κριθεί, εάν θα πρέπει να διαρραγεί εν όλω ή εν μέρει ως απαλλοτριωτική δικαιοπραξία η εγγραφείσα προσημείωση υποθήκης σε ένα, σε δύο ή σε όλα τα ενυπόθηκα ακίνητα, λαμβανομένου μάλιστα περαιτέρω υπόψη ότι από την γενόμενη διάρρηξη θα ωφεληθεί μόνο ο ενάγων δανειστής, ως προς τον οποίο και μόνο παράγει ενέργεια αυτή, και όχι τυχόν άλλοι δανειστές του οφειλέτη, αυτό δε παρεκτός του ότι εκ της συγκρίσεως των οικονομικών μεγεθών τούτων θα κριθεί, αν η υπολειπόμενη περιουσία του οφειλέτη είναι επαρκής ή όχι για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος δανειστή, αφού ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος τρίτος δανειστής μπορεί, κατ` αρχήν, να ικανοποιηθεί ενόλω εκ της αξίας ενός ή περισσοτέρων του ενός ή και όλων των ενυπόθηκων ακινήτων, εφόσον η αξία του ενός ή των δύο εξ αυτών δεν καλύπτει ενόλω την απαίτηση του. (areiospagos.gr)
Σχόλια