ΑΠ 1285/2012: Παραγραφή εν επιδικία: (...) Κατά τη
διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ. "Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που
διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των
διαδίκων ή του δικαστηρίου". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με
την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής με αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε
κάθε περίπτωση
και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους, ευθύς από την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι` αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Ετσι, εφόσον η αξίωση έχει καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί σε επιδικία αν οι διάδικοι απρακτούν. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 261 Α.Κ. θεωρείται διαδικαστική πράξη συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης (Ολ.Α.Π. 1/2011). Τέτοια διαδικαστική πράξη που συνεπάγεται τη διακοπή της παραγραφής δεν είναι η μετά την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως μεταφορά της στο πινάκιο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.β Κ.Πολ.Δ., (ήδη δε εδ.γ, μετά την προσθήκη δευτέρου εδαφίου με το άρθρο 22 παρ.2 ν. 3994/2011), που έχει ως εξής: "Αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε". Τούτο δε: (α) διότι η "μεταφορά" της υποθέσεως από τον γραμματέα δεν συνιστά πράξη των διαδίκων, των νομίμων εκπροσώπων ή των πληρεξουσίων τους ή του δικαστηρίου και (β) διότι η ενέργεια αυτή του γραμματέα δεν αποτελεί ορισμό δικασίμου, ώστε να θεωρηθεί διαδικαστική πράξη, αφού ο προσδιορισμός γίνεται προηγουμένως από το δικαστήριο που αποφασίζει την αναβολή και απλώς υλοποιείται από τον γραμματέα. Τέλος στην περίπτωση κατά την οποία το αφετήριο χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής τοποθετείται από τη διάταξη που την προβλέπει στη λήξη του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως, όπως στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 15 παρ.6 ν. 3632/1928, η νέα παραγραφή, μετά τη διακοπή της, αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η διαδικαστική ενέργεια με την οποία διακόπηκε, με συμπληρωματική κατά τούτο εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 270 παρ. 2 Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 15/1992, ΑΠ. 369/2010). (areiospagos.gr)
και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους, ευθύς από την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι` αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Ετσι, εφόσον η αξίωση έχει καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί σε επιδικία αν οι διάδικοι απρακτούν. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 261 Α.Κ. θεωρείται διαδικαστική πράξη συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης (Ολ.Α.Π. 1/2011). Τέτοια διαδικαστική πράξη που συνεπάγεται τη διακοπή της παραγραφής δεν είναι η μετά την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως μεταφορά της στο πινάκιο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.β Κ.Πολ.Δ., (ήδη δε εδ.γ, μετά την προσθήκη δευτέρου εδαφίου με το άρθρο 22 παρ.2 ν. 3994/2011), που έχει ως εξής: "Αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε". Τούτο δε: (α) διότι η "μεταφορά" της υποθέσεως από τον γραμματέα δεν συνιστά πράξη των διαδίκων, των νομίμων εκπροσώπων ή των πληρεξουσίων τους ή του δικαστηρίου και (β) διότι η ενέργεια αυτή του γραμματέα δεν αποτελεί ορισμό δικασίμου, ώστε να θεωρηθεί διαδικαστική πράξη, αφού ο προσδιορισμός γίνεται προηγουμένως από το δικαστήριο που αποφασίζει την αναβολή και απλώς υλοποιείται από τον γραμματέα. Τέλος στην περίπτωση κατά την οποία το αφετήριο χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής τοποθετείται από τη διάταξη που την προβλέπει στη λήξη του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως, όπως στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 15 παρ.6 ν. 3632/1928, η νέα παραγραφή, μετά τη διακοπή της, αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η διαδικαστική ενέργεια με την οποία διακόπηκε, με συμπληρωματική κατά τούτο εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 270 παρ. 2 Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 15/1992, ΑΠ. 369/2010). (areiospagos.gr)
Σχόλια