Αποδεικτική δύναμη της εξοφλητικής απόδειξης (νομολογία)

 ΑΠ 891/2012 - Αποδεικτική δύναμη της εξοφλητικής απόδειξης: «(…) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ.1 και 424 εδ. α' ΑΚ συνάγεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενό της. Ο εργοδότης, ως οφειλέτης του μισθού επί συμβάσεως εργασίας (ΑΚ 648, 653), προβαίνοντας σε καταβολή των νομίμων ή των συμφωνημένων αποδοχών, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον εργαζόμενο, ως δανειστή, αντιστοίχως, να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη. Η απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, να αναφέρει δηλαδή τα επί μέρους ποσά που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, καθώς και τις αιτίες καταβολής τους.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1, 2 και 3 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση αρνήσεως, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφ' όσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δηλώσεως από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΚΠολΔ 460, 461, 463, βλ. ΑΠ 1254/2010). Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δηλώσεως, επιτρέπεται ανταπόδειξη, ακόμη και χωρίς να προσβληθεί το έγγραφο ως πλαστό. Ειδικότερα, εάν το ιδιωτικό έγγραφο είναι εξοφλητική απόδειξη μισθοδοσίας, ο αντίδικος του διαδίκου που το επικαλείται διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το περιεχόμενό του δεν είναι αληθινό. Διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της καταβολής, η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί, όταν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΚΠολΔ 352 παρ.2, 354, βλ. ΑΠ 646/2009). Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.12 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που καθορίζει ο νόμος, δεσμευτικά γι' αυτά. Ο λόγος αυτός, όμως, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα (ΚΠολΔ 340) συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη μεταξύ τους, προσδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική σπουδαιότητα ή αξιοπιστία σε κάποια από αυτά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι αυτά έχουν, αφού η εκτίμηση αυτή είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΚΠολΔ 561 παρ.1)». (δημοσίευση: areiospagos.gr)

Σχόλια