ΑΠ 1232/2012: Επίδοση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης σε
νομικό πρόσωπο. Η ακυρότητα της ενδιάμεσης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας,
μπορεί να επιδιωχθεί με ανακοπή μέχρι την έναρξη του πλειστηριασμού. «…Περαιτέρω,
από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126 παρ. 1 στοιχ. δ`, 127 παρ. 1, 129
παρ. 1 και 139 παρ. 1 στοιχ. δ` του ΚΠολΔ συνάγεται, πλην άλλων, ότι στην
περίπτωση επίδοσης δικογράφου σε νομικό πρόσωπο πρέπει να παραδίδεται τούτο σε
εκείνον που είναι εκπρόσωπός του κατά το νόμο ή το καταστατικό και αν αυτός δεν
ευρεθεί στο κατά το άρθρο 124 παρ. 2 ΚΠολΔ γραφείο του, το έγγραφο, κατά τη
διάταξη του άρθρου 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή
του γραφείου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες,
οπότε πρέπει και αρκεί να αναγράφεται στην έκθεση η ιδιότητα και το
ονοματεπώνυμο του
προσώπου αυτού (Ολ.ΑΠ 900/1985, ΑΠ 1005/2005, ΑΠ 532/1999),
για να μπορεί να διαπιστωθεί αν είναι ένα από τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα
παραλαβής εγγράφου, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 129 παρ. 1 του
ΚΠολΔ. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη ως "υπάλληλοι ή υπηρέτες"
προφανώς νοούνται οι υπάλληλοι ή υπηρέτες του νομικού προσώπου προς το οποίο
γίνεται η επίδοση. Εξάλλου, η έκθεση επίδοσης ως δημόσιο έγγραφο, αφού
συντάσσεται από δημόσιο όργανο, το δικαστικό επιμελητή, έχει την αποδεικτική
δύναμη δημόσιου εγγράφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 438 επ. του ΚΠολΔ και
επομένως ως προς τα βεβαιούμενα σ` αυτή ότι ο παραλήπτης του εγγράφου είναι
υπάλληλος εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, γεγονότα που είναι
υποχρεωμένος να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής για να ενεργήσει, κατά το
άρθρο 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, νομότυπη επίδοση, αποτελεί πλήρη απόδειξη,
επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη στην οποία υποχρεούται όποιος προβάλλει
αμφισβήτηση (ΑΠ 1005/2005, ΑΠ 532/1999). Η αμφισβήτηση δε της εγκυρότητας της
κατά τον άνω τρόπο γενομένης επίδοσης και η τυχόν βασιμότητά της, που καθιστά
άκυρη την επίδοση, δεν εξομοιώνεται με έλλειψη επιδόσεως, εφόσον δε αφορά την
επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή, με τη
συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 159 αρ. 3 ΚΠολΔ, μέσα στην προθεσμία του
άρθρου 934 παρ. 1β, δηλαδή μέχρι την έναρξη του πλειστηριασμού (ΑΠ 658/2007, ΑΠ
279/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, η ήδη αναιρεσείουσα με την από 12-5-1999
ανακοπή της και τους από 27- 1-2000 πρόσθετους λόγους της ζήτησε την ακύρωση
της υπ` αρ. .../21-4-1999 εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού της
συμβολαιογράφου …, με την οποία εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικώς στις 21-4-1999
το αναφερόμενο ακίνητο αυτής και κατακυρώθηκε στην ανώνυμη εταιρία με την
επωνυμία "............" (καθολικοί διάδοχοι της οποίας είναι οι
αναιρεσίβλητες). Επικαλέσθηκε δε προς τούτο με τον δεύτερο λόγο ανακοπής της,
όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), ότι
είναι άκυρη η επίδοση στην καθής η εκτέλεση οφειλέτρια εταιρία της υπ` αριθ.
6559/1999 επαναληπτικής περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου, που
συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου ..., βάσει της οποίας
διενεργήθηκε ο ως άνω πλειστηριασμός, καθόσον στην από 09-03-1999 έκθεση
επιδόσεως του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, δεν αναγράφεται ποιος είναι ο
νόμιμος εκπρόσωπος της ανακόπτουσας, τον οποίο αναζήτησε ο επιμελητής για να
την επιδώσει και επειδή δεν τον βρήκε την επέδωσε στην υπάλληλο Α. Δ., που
συνεργάζεται με αυτόν κατά δήλωσή της και ήταν εντεταλμένη για την παραλαβή
δικογράφων επέδωσε σε αυτήν το προαναφερόμενο δικόγραφο και υπέγραψε μαζί του
στο τέλος της έκθεσης. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή
του, απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής προεχόντως ως απαράδεκτο, με την
αιτιολογία, ότι ο λόγος αυτός ασκήθηκε με την επίδοση της ανακοπής στους καθών
στις 12-05-1999, ήτοι μετά την διενέργεια του πλειστηριασμού, και αναφέρεται,
όχι στην έλλειψη, αλλά στην δικονομική ακυρότητα ενδιάμεσης πράξης της
διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία όμως ακυρότητα, δεν προτάθηκε,
όπως έπρεπε με ανακοπή έως την ημέρα του πλειστηριασμού, τη νόμιμη διεξαγωγή
του οποίου δεν παρακώλυσε. Με την κρίση του αυτή το εφετείο, ορθά εφάρμοσε και
δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1β` Κ.Πολ.Δ., εφόσον η
επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα ακυρότητα της ενδιαμέσης πράξης της
εκτελεστικής διαδικασίας, έπρεπε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να επιδιωχθεί
με την εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή μέχρι την έναρξη του πλειστηριασμού
(άρθρο 934 παρ. 1 εδαφ. β ΚΠολΔ), δεδομένου ότι αφορούσε, όχι την καθόλου
παράλειψη των απαιτουμένων διατυπώσεων αλλά την τήρηση αυτών με τρόπο
δικονομικώς έγκυρο...» (areiospagos.gr)
Σχόλια