Zητήματα Διαιτησίας (νομολογία)

ΑΠ 45/2013: Διαιτησία: Νομική φύση της διαιτητικής απόφασης – Παραπομπή της υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο στη διαδικασία της διαιτησίας – Δεδικασμένο της παραμπεμπτικής απόφασης – Διαδικασία της διαιτησίας – Η διαιτητική απόφαση δεν αποτελεί έγγραφο με την έννοια του αρ.559 αρ.20 ΚΠολΔ. «Επειδή, κατά το άρθρο 264 ΚΠολΔ, αν η διαφορά υπάγεται σε διαιτησία, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία, διατηρούνται όμως οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής. Αν πάψει να ισχύει η συμφωνία της διαιτησίας, η υπόθεση επαναφέρεται με κλήση, κατά δε το άρθρο 263 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, κατά την πρώτη συζήτηση πρέπει να προτείνεται, με ποινή απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτήν στη διαιτησία, δηλαδή να παραπέμψει εκεί όλη τη διαφορά και όχι με-μονωμένα στοιχεία αυτής (π.χ. την αγωγή). Συνεπώς, μαζί με την αγωγή παραπέμπεται (υποχρεωτικά) στη διαιτησία και η ασκηθείσα ανταγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 897 αριθ.4 ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση, αν εκείνοι που την εξέδωσαν ενήργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συμφωνία για τη διαιτησία ή ο νόμος…
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ.16α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Εξάλλου, η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου με την οποία παραπέμπεται η υπόθεση στη διαιτησία εξομοιώνεται με παραπεμπτική λόγω αναρμοδιότητας απόφαση και έτσι, κατ' ανάλογη εφαρμογή των ορισμών των άρθρων 513 παρ.1α και 553 παρ.1α ΚΠολΔ, μπορεί να προσβληθεί με τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. Όταν η απόφαση αυτή γίνει τελεσίδικη, παράγει δεδικασμένο περί του κύρους της συμφωνίας διαιτησίας (ΑΠ 738/2001), το οποίο δεσμεύει και τους διαιτητές, εκτός αν με τη συμφωνία περί διαιτησίας αυτοί (διαιτητές) είναι αποκλειστικά αρμόδιοι να κρίνουν περί του κύρους της διαιτητικής ρήτρας. Εξάλλου, ποιό είναι το εκάστοτε κριθέν "ζήτημα" περί του οποίου παράγεται ή δεν παράγεται δεδικασμένο κρίνεται (όχι με βάση τα δικόγραφα των διαδίκων αλλά) με βάση την οικεία δικαστική απόφαση (πρβλ. Ολ. Π 15/1998)…
Επειδή, η επιλεγόμενη από το διαιτητή διαδικασία δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με κάποια από τις ακολουθούμενες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, προς τις οποίες συνδέεται ο ορισμός ρητής ημέρας δικασίμου για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ο διαιτητής δεν κωλύεται να καθορίσει, χωρίς ιδιαίτερη πανηγυρικότητα, διαδικασία ελεύθερη, απαλλαγμένη κατά το δυνατό από τύπους, αρκεί να μην προσκρούει αυτή σε κανόνες δημόσια τάξης ή στα χρηστά ήθη. Στο πλαίσιο αυτής της ευχέρειας μπορεί να ορίσει χρόνο ακρόασης των διαδίκων, δηλαδή υποβολής των ισχυρισμών τους και των αποδεικτικών τους μέσων εντός ορισμένης προθεσμίας από τη σχετική κλήτευση τους, ίσης για όλους, οπότε είναι δυνατό να μην πραγματοποιηθεί κατά την ίδια ημέρα η ακρόαση όλων των διαδίκων. Για τον καθορισμό, της διαιτητικής διαδικασίας δεν απαιτείται ιδιαίτερη πράξη του διαιτητή. Η διάταξη του άρθρου 886 παρ. 1 ΚΠολΔ αποδεσμεύει το διαιτητικό δικαστήριο από την υποχρεωτική τήρηση των αποδεικτικών κανόνων που ισχύουν στις πολιτικές δίκες ενώπιον των δικαστηρίων και καθιερώνει στη διαιτησία την ελεύθερη απόδειξη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 897 αριθ.5 ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει και όταν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 886 παρ.2, 891 και 892. Η πρώτη απ' αυτές (άρθρο 886 παρ.2 ΚΠολΔ) ορίζει ότι "κατά τη διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις συζητήσεις προκειμένου να αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς και να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους." Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται η τήρηση, κατά τη διεξαγωγή της διαιτησίας, των αρχών της ισότητας των διαδίκων και της ακρόασης και των δύο πλευρών. Η πρώτη από τις αρχές αυτές πραγματώνεται όταν κανένας από τους διαδίκους δεν αποκτά, σε σχέση με τους λοιπούς, ιδιαίτερα δικαιώματα ή δεν απαλλάσσεται από τις επιβαλλόμενες στους άλλους υποχρεώσεις στο δικονομικό πεδίο. Η δεύτερη επιτυγχάνεται με την παροχή σε όλους τους διαδίκους της ευχέρειας αφενός να παραστούν κατά τις συζητήσεις της διαφοράς και την υποβολή των ισχυρισμών τους και των αποδεικτικών τους μέσων, ύστερα από σχετική κλήτευσή τους από τους διαιτητές, αφετέρου δε να λάβουν γνώση των ισχυρισμών των αντιδίκων τους και να τους αντικρούσουν…
Επειδή, ως δικαστικές αποφάσεις άλλης δίκης, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, ως δικαστικών εγγράφων, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (561 § 2 ΚΠολΔ), νοούνται και οι διαιτητικές αποφάσεις. Επομένως, η διαιτητική απόφαση, ως διαδικαστικό έγγραφο, δεν είναι "έγγραφο", υπό την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, ήτοι αποδεικτικό μέσο υπό την έννοια 339, 432 επ. ΚΠολΔ, η παραμόρφωση του περιεχομένου του οποίου και μόνο ιδρύει τον από το ως άνω άρθρο (559 αριθ. 20) προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης (ΑΠ 831/1994). (areiospagos.gr) [legalnews24.gr]

Σχόλια