ΑΠ 176/2013: Πληρεξουσιότητα και αναβολή στην πολιτική δίκη. «Από
το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94§1, 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό
αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7§2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α)
στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση
να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με
συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά
είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την
πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή ή από δικηγόρο,
μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για
τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την συζήτηση στο ακροατήριο
θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για την συζήτηση στο ακροατήριο
απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες
όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο
διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή
του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής
πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και
την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται
δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου
568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον
του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο
οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή
επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν
εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος
εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση
ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα, διαφορετικά η κλήση με βάση την οποία
εμφανίζεται ως επιμελούμενος τη συζήτηση, είναι άκυρη και η συζήτηση της
αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη. Όταν τη συζήτηση επισπεύδουν, δια πληρεξουσίου
δικηγόρου, οι αναιρεσίβλητοι, μεταξύ των οποίων και οι απόντες κατά τη συζήτηση
της αναίρεσης, πρέπει να αποδεικνύεται ότι και αυτοί είχαν παράσχει στον εν
λόγω δικηγόρο την απαιτούμενη για την επίσπευση της συζήτησης δικαστική
πληρεξουσιότητα ή ότι είχαν κλητευθεί προς τούτο από τους λοιπούς,
αναιρεσίβλητους, διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους
τους διαδίκους. Εξάλλου, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 1, 3
και 4 του ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος,
αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των
υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του
διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της
υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της
τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή αυτής στο
πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων
των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του
διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος, κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο, διάδικος είχε επισπεύσει
την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί για τη
δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά την
πρώτη αυτή δικάσιμο. Μόνο δε αν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι
περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, διαδίκου.
Αν δεν αποδεικνύεται η συνδρομή μιας από τις προϋποθέσεις αυτές και ο απών
διάδικος δεν έχει κλητευθεί νόμιμα στη μετ' αναβολή δικάσιμο, ο Άρειος Πάγος
κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση όχι μόνο γι' αυτόν αλλά και για όλους τους διαδίκους. (areiospagos.gr)
Σχόλια