Λήψη DNA στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς την συγκατάθεση του φερομένου ως υπόπτου (νομολογία)
ΠορισμΑναφΕισΕφΘεσ 14/10/2013: "Στα ευαίσθητα
προσωπικά δεδομένα περιλαμβάνονται και τα γενετικά δεδομένα και το αποτέλεσμα
ανάλυσης αυτών. Κατά την διάταξη του άρθρου 2 περ. β του νόμου
2472/97 όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει με την διάταξη του άρθρου 79 του
νόμου 4139/2013 τίθεται απαγορευτικός κανόνας επεξεργασίας και χρήσης αυτών
(ευαίσθητων δεδομένων) από οιονδήποτε τρίτο. Ο κανόνας αυτός έχει θεσπιστεί
προς προστασία του ατόμου από την παρέμβαση τρίτων στην προσωπικότητα αυτού και
την προσβολή αυτής (προσωπικότητας).
Ο κανόνας αυτός κάμπτεται κατά την διάταξη
του άρθρου 3 παρ. 2 περ. β του ανωτέρω νόμου (2472/97), όπως έχει
αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 14 του νόμου 3917/2011 και την διάταξη
του άρθρου 7 του ίδίου νόμου, όταν αυτά πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από
δικαστικές, εισαγγελικές αρχές ή υπηρεσίες που εποπτεύονται άμεσα από αυτές,
στις οποίες χορηγείται το δικαίωμα από τον νόμο να παρεμβαίνουν και στα
ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα για την διαπίστωση της τελέσεως εγκληματικών
ενεργειών, τελώντας πάντα κατά την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συν).
Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και η κήρυξη κάποιου ως ενόχου τελέσεως
αξιόποινης πράξεως είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, για την δυνατότητα ομαλής
συμβίωσης και συνύπαρξης των ατόμων των διαβιούντων στην χώρα. Η υποχώρηση αυτή
της πολιτείας και την παρέμβαση των θεσμικών οργάνων της στα
ευαίσθητα δεδομένα των πολιτών της δεν προσκρούει στην ελευθερία του ατόμου,
αφού η παρέμβαση αυτή συντελείται για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος
και της δικαιοσύνης προς εξακρίβωση των στοιχείων του δράστη (βλ.
και ΑΠ Ολ 1/2001, ΑΠΠΔ 2/2009, ΒουλΣυμβΕφΘεσ 172/2012, ΒουλΣυμβΕφΘεσ 267/2013 ΤραπεζαΝομικών
Πληροφοριών του ΔΣΑ). Το DNA (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ) (γονιδιακή κλίμακα) αποτελεί τον κώδικα
κάθε ανθρώπου στον οποίο είναι αποθηκευμένα όλα τα ιδιαίτερα και μοναδικά
στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα και μοναδικότητα του ατόμου, που
αποτελούν ανεπανάληπτα στοιχεία για κάθε άνθρωπο, που τον συνοδεύουν από την
γέννηση του μέχρι τον θάνατο του και μετ’ αυτόν. Τα στοιχεία που είναι
ενσωματωμένα στο DNA του
ατόμου είναι οι ασθένειες, οι προδιαθετικοί παράγοντες του ατόμου
καθώς και όλα τα χαρακτηριολογικά στοιχεία αυτού. Η παρέμβαση των
ανωτέρω θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται αυστηρά μόνο στην ταυτοποίηση
των στοιχείων του υπόπτου, κατηγορουμένου. Η ανάλυση και εξέταση του DNA αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της
ταυτοποίησης των στοιχείων του δράστη κάποιας εγκληματικής ενέργειας συνδυαζόμενη
βέβαια και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Η σύγκριση του DNA με τα λοιπά ευρήματα αποδεικνύει
αναμφισβήτητα την παρουσία του υπόπτου ή κατηγορουμένου στον τόπο του
εγκλήματος, αλλά όχι όμως και την συμμετοχή αυτού σ’ αυτό (βλ. Γ. Συλίκου Η
ανάλυση του DNA ως μέσο
απόδειξης στην ποινική δίκη Πράξη και λογ. του ΠΔ 2002 σελ 248 επ). Η
ποινική δίκη έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα, η δε διενέργεια των αναγκαίων
ανακριτικών πράξεων ή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού δεν εξαρτάται από την
θέληση του ατόμου. Όμως θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προστασία της
προσωπικότητας του ατόμου, αφού δεν έχει το πρόσωπο ακόμη καταστεί ένοχος
κάποιας αξιόλογης ποινικά πράξης (βλ. ΕφΘεσ 2031/2005 ΠοινΛ 2005
σελ 1240). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 200 Α του ΚΠΔ, όπως
προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 5 του νομου 2928/2001 και μετά
από σειρά τροποποιήσεων (άρθρο 42 του νόμου 3251/2004, άρθρο 5 του νόμου
3625/2007) αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του νόμου
3783/2009, από την οποία προκύπτει πως, όταν υφίστανται ενδείξεις τελέσεως
κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρούμενο στον νόμο με την ποινή φυλακίσεως
τουλάχιστον τριών μηνών, οι διωκτικές αρχές (Αστυνομικες, Τελωνειακές,
Λιμενικές κλπ) λαμβάνουν υποχρεωτικά προς ανάλυση DNA. Ενώ η προϊσχύουσα διάταξη όριζε πως το
δικαίωμα να διατάξει την λήψη και εξέταση του DNA είχε το οικείο δικαστικό συμβούλιο. Στην
νέα, τροποποιημένη πλέον, διάταξη το δικαίωμα αυτό καταλείπεται στις
διωκτικές αρχές με την αιγίδα βέβαια του αρμοδίου προς τούτο Εισαγγελέα. Ο
οποίος, ως αρμόδιος καθ’ ύλη, παρακολουθεί κατά τις γενικές διατάξεις του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας την προκαταρκτική εξέταση και Αστυνομική
προανάκριση. Το DNA πρέπει
να λαμβάνεται μόνο στις περιπτώσεις που τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι
επαρκή ή δεν είναι λιγότερο επαχθή για τον ύποπτο ή κατηγορούμενο. Η διάταξη
όπως έχει διατυπωθεί και ισχύει σήμερα, την δυνατότητα αυτή έχουν οι αρμόδιες
διωκτικές αρχές να προβαίνουν στην υποχρεωτική λήψη του DNA. Η υποχρεωτικότητα αυτή όμως δεν πρέπει να
φθάνει σε σημείο που να προσβάλλει σοβαρά την προσωπικότητα του ατόμου (Λ.
Μαργαρίτη ερμ Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τομ Α
σελ 762 επ, Μ. Μαργαρίτη ερμ ΚΠΔ 2008 σελ 404). Στην προϊσχύουσα
διάταξη όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 12 του νόμου
3783/2009, απαιτούσε την συγκατάθεση του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Η φράση
υποχρεωτικότητα στην νέα διάταξη δεν απαιτεί συγκατάθεση αυτού (υπόπτου ή
κατηγορουμένου), αλλά στις αναγκαίες προς τούτο περιπτώσεις, την αναγκαστική
λήψη του γενετικού υλικού, όταν αυτή είναι απολύτως αναγκαία προς διαπίστωση
της ταυτότητας του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Η σύγκριση των στοιχείων στα
ευρήματα και στο ληφθέν DNA ενδεικνύουν και δεν αποδεικνύουν την ταυτότητα του φερομένου ως
δράστη, αφού δι’ αυτού αποδεικνύεται η παρουσία του δράστη στον τόπο του
εγκλήματος, αλλά όχι όμως και την τέλεση αυτού ή συμμετοχή στην τέλεση αυτού.
Το γενετικό υλικό που καλείται ηλεκτρονικό αποτύπωμα αποδεικνύει πως το πρόσωπο
στο οποίο ανήκει τούτο βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος. Ο συνδυασμός όμως
των ηλεκτρονικών αποτυπωμάτων με άλλα στοιχεία αποδεικνύουν πλήρως την
τελεσθείσα εγκληματική πράξη από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο. Από την γραμματική
ερμηνεία της ανωτέρω νέας διατάξεως σαφώς προκύπτει πως τα διωκτικά όργανα στο
στάδιο της προκαταρκτικής εξέτάσεως έχουν δικαίωμα να προβαίνουν στην
λήψη γενετικού υλικού προς ταυτοποίηση του υπόπτου με τα ευρεθέντα
λοιπά πειστήρια.
Για την διασφάλιση της
προστασίας της προσωπικότητας του ατόμου πρέπει η παραπάνω διάταξη του άρθρου
200 Α του ΚΠΔ σε μία μελλοντική τροποποίηση της να επανακαθορίσεί τον τρόπο
λήψης του DNA και
το πλαίσιο καθορισμού της χρήσης αυτού, παρέχοντας την δυνατότητα αυτή στον
Εισαγγελέα, ο οποίος με διάταξη του να ορίζει το επιτρεπτό ή μη της χρήσης του DNA ως αποδεικτικού στοιχείου για κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να απαιτείται όπως στην προϊσχύσασα διάταξη
που απαιτούσε την έκδοση σχετικού βουλεύματος του οικείου δικαστικού
συμβουλίου. Πέραν τούτων, πρέπει να περισταλεί και η περιπτωσιολογία της
δυνατότητας αυτής λήψης του DNA εκτός από τα κακουργήματα γενικά και στα πλημμελήματα όχι σε όλα σε όσα
προβλέπεται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών αλλά σ’ αυτά που
τιμωρούνται με την ίδια ανωτέρω ποινή αλλά για την τέλεση των οποίων έλαβε χώρα
άσκηση βίας, στρέφονται σε βάρος ανηλίκων, ή αφορούν υποθέσεις εκμετάλλευσης
γενετήσιας ελευθερίας ή στρέφονται κατά της σωματικής ακεραιότητας ή την
συμμετοχή σε συμμορία. Το ληφθέν δείγμα DNA πρέπει να αφορά την λήψη τριχών, αίματος,
δέρματος, σιέλου, σπέρματος, κλπ. Η λήψη αυτού πρέπει να γίνεται με τους
αυστηρούς όρους και τρόπους, που να διασφαλίζουν την ασφαλή μεταφορά
και εξέταση αυτών προς αποφυγή αλλοιώσεως, καταστροφής ή μεταβολών στα ληφθέντα
κυτταρικά δεδομένα. Κατά την διάταξη του άρθρου 81 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας της Γερμανίας προβλέπεται ρητά η δυνατότητα λήψης
αίματος, σπέρματος ή τριχών χωρίς την συναίνεση του υπόπτου ή κατηγορουμένου.
Την άποψη αυτή υιοθέτησαν οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες για την προστασία
του δημοσίου συμφέροντος. Αφού διασφαλίζεται η ταυτότητα του δράστη κάποιας
εγκληματικής ενέργειας. Στην Ελλάδα έχει τύχει πολεμικής η άποψη αυτή από
μερίδα της επιστήμης, η οποία φρονεί πως η εξαναγκαστική λήψη DNA προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2,
5, 7 του Συντάγματος για την ελευθερία και την προστασία της προσωπικότητας του
ατόμου.
Κατά την άποψη μας η
αρχή της προστασίας της προσωπικότητας του ατόμου δικαιολογημένα
κάμπτεται όταν πρόκειται να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον του ατόμου και η
δικαιοσύνη τα οποία διασφαλίζονται με την ποινική δίωξη των εγκληματιών και
παραβατών του νόμου. Όταν μάλιστα δεν υφίστανται άλλα λιγότερο επαχθή
αποδεικτικά στοιχεία προς διαπίστωση των στοιχείων του δράστη (βλ. ΓνΕισΑΠ 16/2011
ΝΟΒ 2012 σελ 703, ΓνΕισΑΠ 15/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του
ΔΣΑ).
Ο Νομοθέτης αν ήθελε
την λήψη του DNA μόνο
στο στάδιο της κυρίας ανακρίσεως, δηλ μετά την κίνηση ποινικής διώξεως θα το
προέβλεπε ρητά και θα ανέφερε πως την λήψη του DNA διενεργεί ο Ανακριτής ή το Δικαστήριο και
όχι οι διωκτικές αρχές όπως αναφέρεται στην νέα διάταξη μετά την
αντικατάσταση της από την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του νόμου 3783/2009.
Στην περίπτωση που η εξέταση είναι θετική το ηλεκτρονικό αποτύπωμα δεν
καταστρέφεται αλλά παραμένει στο αρχείο της ΈΔΕΕ μέχρι τον θάνατο του ατόμου
για μελλοντική ταυτοποίηση αυτού σε περίπτωση τελέσεως άλλων εκνόμων
ενεργειών του. Ενώ το γενετικό υλικό καταστρέφεται με την παρουσία Εισαγγελικού
Λειτουργού. Στην περίπτωση που το ληφθέν δείγμα αποβεί αρνητικό, καταστρέφεται
το γενετικό υλικό μαζί με το αποτύπωμα αυτού. Οι διωκτικές αρχές σύμφωνα
με την παραπάνω διάταξη (άρθρο 200 Α παρ. 1 του ΚΠΔ ως ισχύει έχουν δικαίωμα
λήψης DNA και χωρίς την
συγκατάθεση του υπόπτου τελέσεως κάποιων κακουργηματικών πράξεων προς σύγκριση
αυτού (DNA) με τα λοιπά υπάρχοντα
ευρήματα του υπόπτου στον χώρο διάπραξης των εκνόμων ενεργειών. Μόνη βέβαια η
ταυτοποίηση των ευρημάτων με το ληφθέν DNA δεν αποδεικνύει και την τέλεση του
συγκεκριμένου εγκλήματος από τον ύποπτο τελέσεως αυτών. Μόνη η
ταυτοποίηση αποδεικνύει την παρουσία αυτου (υπόπτου) στον χώρο που
έλαβε ή έλαβαν χώρα οι έκνομες ενέργειες αυτού. Ο συνδυασμός όμως αυτού (DNA) με λοιπά αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύουν
αναμφισβήτητα την τέλεση των συγκεκριμένων κακουργημάτων ή πλημμελημάτων ή την συμμετοχή
σ’ αυτά". (dsa.gr)
Σχόλια