ΣτΕ: Αντισυνταγματικότητα διάταξης του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων

ΣτΕ 3340/2013 Αντισυνταγματικότητα της διάταξης του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων που προέβλεπε προθεσμία από τη λήψη του πτυχίου για την εγγραφή πτυχιούχου στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων: "...8. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», κατά δε την παράγραφο 1 του άρθρου 25, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΕτΚ Α΄, φ. 84/17-4-2001), «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Εξάλλου, στο άρθρο 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, ΕτΚ Α΄, φ. 235), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 723/1977 (ΕτΚ Α΄, φ. 300), προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι δικηγόρος διορίζεται αυτός που έχει επιτύχει σε εξέταση επί πρακτικών θεμάτων η οποία διεξάγεται στην έδρα εκάστου εφετείου μετά από προκήρυξη του Υπουργού Δικαιοσύνης ( παρ. 2), δικαίωμα δε συμμετοχής στην εξέταση έχει αυτός που έχει αποκτήσει πτυχίο του νομικού τμήματος της νομικής σχολής ελληνικού ή αλλοδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς πανεπιστημίου, έχει συμπληρώσει πρακτική άσκηση δεκαοκτώ μηνών σε δικηγόρο και έχει ηλικία όχι ανώτερη των 35 ετών ( παρ. 3). Στο άρθρο 4 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 723/1977 και στη συνέχεια με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του ν. 1968/1991 (ΕτΚ Α΄,φ. 150), ορίζεται ότι: «Ο πτυχιούχος οφείλει εντός εξαμήνου από της λήψεως του πτυχίου του να ζητήση την εγγραφήν του εις ειδικόν βιβλίον του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου ασκήσεως, προσάγων το πτυχίον αυτού ως και βεβαίωσιν του παρ' ω ήρξατο ασκούμενος δικηγόρου. Από της εγγραφής ταύτης λογίζεται αρξαμένη η άσκησις. Δεν μπορεί να γραφτεί στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου αυτός που συμπλήρωσε το 33ο έτος της ηλικίας του, εκτός αν πρόκειται για τυφλούς που έχουν αναπηρία 100% ή για ομοεθνείς φυγάδες προερχόμενους από την Αλβανία για τους οποίους η εγγραφή επιτρέπεται μέχρι τη συμπλήρωση και του 45ου έτους. Η συμπλήρωσις λογίζεται επελθούσα την 31ην Δεκεμβρίου του αντιστοίχου έτους». Τέλος, στο άρθρο 5 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 723/1977, ορίζεται ότι: «1. Εκπρόθεσμος εγγραφή επιτρέπεται, κατ' εξαίρεσιν, δι' αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και ιδίως ένεκα νόσου, στρατιωτικής υπηρεσίας, συνεχίσεως σπουδών εν τη αλλοδαπή και ετέρων δεδικαιολογημένων περιστάσεων. Η άσκησις ασυμβιβάστου εργασίας κατ' ουδεμίαν περίπτωσιν δύναται να θεωρηθή ως δεδικαιολογημένη περίστασις. 2. Παρελθούσης πενταετίας από της λήψεως του πτυχίου αποκλείεται εγγραφή πτυχιούχου εις τα βιβλία ασκουμένων».
 9. Επειδή, όταν περιορισμός που θεσπίζεται από το νόμο δεν αφορά απλώς την άσκηση, αλλά την πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής του για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού. Εν προκειμένω, ο επιδιωκόμενος από το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων σκοπός της μη αποξενώσεως του πτυχιούχου νομικού τμήματος και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες απέκτησε κατά τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ( βλ. την εισηγητική έκθεση του ν. 723/1977) αποτελεί νομοθετικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί καταρχήν τη ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη. Δεν διαπιστώνεται όμως, κατά τρόπο εμφανή, η προσφορότητα της ως άνω ρυθμίσεως, δηλαδή του απόλυτου κωλύματος εγγραφής πτυχιούχου νομικού τμήματος στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο πέντε ετών από την κτήση του πτυχίου του, ως προς την εξυπηρέτηση του νομοθετικού σκοπού της διασφαλίσεως εισόδου στη δικηγορία προσώπων με επιστημονική κατάρτιση και ικανότητα, δοθέντος μάλιστα ότι ο προαναφερόμενος νομοθετικός σκοπός εξυπηρετείται ήδη από το προβλεπόμενο στον Κώδικα περί Δικηγόρων (βλ. άρθρα 6 επ., 13 επ., 19 επ.) στάδιο της δεκαοκτάμηνης πρακτικής ασκήσεως του ασκουμένου δικηγόρου και την, εν συνεχεία, διαδικασία γραπτών και προφορικών εξετάσεων σε νομικά μαθήματα, ο δε διορισμός του ασκουμένου ως δικηγόρου εξαρτάται τελικώς από την επιτυχία του στις εν λόγω εξετάσεις. Ενόψει αυτών, ο ανωτέρω απόλυτος περιορισμός δεν παρίσταται πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού και επομένως η διάταξη του άρθρου 5 παρ.2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 723/1977, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος με την οποία προστατεύεται η επαγγελματική ελευθερία και ως εκ τούτου ο εν λόγω περιορισμός δεν είναι εφαρμοστέος (ΣτΕ, Ολομ. 3177/2007).
10. Επειδή, παραλλήλως προς τον απόλυτο περιορισμό που εισάγεται με την ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 4 και 5 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, αφενός, επιβάλλουν την εγγραφή των πτυχιούχων των νομικών σχολών στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου εντός εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου και, αφετέρου, επιτρέπουν και την πέραν του εξαμήνου εγγραφή, εφόσον συντρέχει ένας εκ των αναφερομένων ενδεικτικών λόγων ή άλλη «δεδικαιολογημένη περίστασις» και παρασχεθεί η σχετική άδεια με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται περιορισμός, ο οποίος, αν και δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα αφού παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από την εφαρμογή του, επίσης δεν αφορά απλώς την άσκηση αλλά την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και του οποίου, συνεπώς, η θέσπιση είναι κατά το Σύνταγμα επιτρεπτή υπό τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πάροδος του ιδιαίτερα σύντομου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών από τη λήψη του πτυχίου δεν οδηγεί σε αποξένωση του πτυχιούχου νομικού τμήματος από τις γνώσεις που απέκτησε από τις σπουδές του.
Περαιτέρω, όπως εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, ο νομοθετικός σκοπός της μη αποξενώσεως του πτυχιούχου και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε στο πανεπιστήμιο και είναι απαραίτητες για την πρακτική άσκηση που απαιτείται προς απόκτηση των ουσιαστικών προσόντων για την άσκηση τελικά του δικηγορικού λειτουργήματος, εξυπηρετείται από το προβλεπόμενο στον Κώδικα περί Δικηγόρων (βλ. άρθρα 6 επ., 13 επ., 19 επ.) στάδιο δεκαοκτάμηνης πρακτικής ασκήσεως του ασκούμενου δικηγόρου και την, εν συνεχεία, διαδικασία γραπτών και προφορικών εξετάσεων σε νομικά μαθήματα, ο δε διορισμός του ασκούμενου ως δικηγόρου εξαρτάται τελικά από την επιτυχία του στις εν λόγω εξετάσεις. Με τα δεδομένα αυτά, ο επίμαχος χρονικός περιορισμός παρίσταται απρόσφορος και ως εκ τούτου μη αναγκαίος για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού και, επομένως, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 4 και 5 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύουν, αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία προστατεύεται και η επαγγελματική ελευθερία. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Δ. Αλεξανδρή και Φ. Ντζίμα, οι ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες ορίζεται εξάμηνη προθεσμία από τη λήψη του πτυχίου για την εγγραφή πτυχιούχου νομικής στο βιβλίο ασκουμένων δικηγόρων, αποσκοπούν στην άμεση σύνδεση των σπουδών που έχει πραγματοποιήσει ο πτυχιούχος νομικής με την πρακτική άσκησή του ως υποψήφιου δικηγόρου. Και τούτο διότι η μη αποξένωση του πτυχιούχου νομικής και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες απέκτησε κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο, είναι απαραίτητες για την πρακτική άσκηση που απαιτείται προς απόκτηση των ουσιαστικών προσόντων για την άσκηση τελικά του δικηγορικού λειτουργήματος. Ενόψει του ανωτέρω σκοπού δημοσίου συμφέροντος με τον οποίο επιδιώκεται η άμεση σύνδεση των σπουδών στη νομική σχολή με την πρακτική άσκηση, οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες οργανώνεται σύστημα ταχείας ενάρξεως της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και εισάγεται σχετικός, μόνον, περιορισμός για την πρόσβαση στο επάγγελμα, που είναι δυνατό να αρθεί με την επίκληση εκ μέρους του πτυχιούχου της νομικής σχολής των ως άνω οριζομένων λόγων, δεν αντίκεινται στην κατοχυρούμενη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματική ελευθερία, ούτε στην κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ( βλ. ΣτΕ 2140/2008, 2365/2010).
Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Μιχ. Πικραμένου, προς την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 4 και της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα περί Δικηγόρων, κατά το μέρος που ορίζουν εξάμηνη προθεσμία από τη λήψη του πτυχίου για την εγγραφή πτυχιούχου νομικής στο βιβλίο ασκουμένων δικηγόρων και καθορίζουν ειδική διαδικασία εξέτασης, από όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, των λόγων για τους οποίους ο πτυχιούχος κατέθεσε αίτηση εγγραφής στο βιβλίο ασκουμένων μετά την πάροδο του ως άνω εξαμήνου, δεν αντίκεινται στην κατοχυρούμενη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματική ελευθερία ούτε στην κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο διότι αποσκοπούν στην άμεση σύνδεση των σπουδών που έχει πραγματοποιήσει ο πτυχιούχος νομικής με την πρακτική άσκησή του ως υποψήφιου δικηγόρου, δεδομένου ότι η μη αποξένωση του πτυχιούχου νομικής και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες απέκτησε κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο, είναι απαραίτητες για την πρακτική άσκηση που απαιτείται προς απόκτηση των ουσιαστικών προσόντων για την άσκηση τελικά του δικηγορικού λειτουργήματος, ενόψει δε του ανωτέρω σκοπού δημοσίου συμφέροντος οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες οργανώνεται σύστημα ταχείας έναρξης της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, εισάγουν σχετικό, μόνον, περιορισμό για την πρόσβαση στο επάγγελμα που είναι δυνατό να αρθεί με την επίκληση εκ μέρους του πτυχιούχου της νομικής σχολής των ως άνω οριζομένων λόγων ( βλ. ΣτΕ 2140/2008, 2365/2010). Η διάταξη, όμως, του τελευταίου εδαφίου, της παρ. 1, του άρθρου 5, του Κώδικα περί Δικηγόρων, η οποία προβλέπει ότι ο ως άνω περιορισμός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αρθεί αν ο ενδιαφερόμενος επικαλεσθεί ως δικαιολογημένη περίσταση για την εκπρόθεσμη, πέραν του εξαμήνου, εγγραφή του στο βιβλίο ασκουμένων δικηγόρων, την άσκηση οποιασδήποτε εργασίας ασυμβίβαστης προς το δικηγορικό λειτούργημα, ακόμη δηλαδή και εργασίας με αντικείμενο συναφές με τη νομική επιστήμη, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, διότι εισάγει απόλυτο περιορισμό ο οποίος θίγει τον πυρήνα της επαγγελματικής ελευθερίας. Επομένως, το αρμόδιο όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου οφείλει να εξετάζει την αίτηση του ενδιαφερομένου και, εφόσον προβάλλεται ως λόγος μη εμπρόθεσμης εγγραφής η άσκηση ασυμβίβαστης εργασίας, πρέπει να αποφαίνεται, επί τη βάσει των προσκομιζομένων από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων, αν, κατά το διάστημα που μεσολάβησε από τη λήψη του πτυχίου μέχρι την υποβολή της εν λόγω αίτησης, ασχολήθηκε με αντικείμενο συναφές με τη νομική επιστήμη, σε καταφατική δε περίπτωση οφείλει να τον εγγράψει στο βιβλίο ασκουμένων". (πηγή: τνπ Νomos)


Σχόλια