ΠΠρΑθ
4041/2013: Αναγκαστική ομοδικία στο άρθρο 939 Α.Κ. - Σώρευση αγωγής
αναγνώρισης ως άκυρης λόγω εικονικότητας σύμβαση πώλησης με αγωγή διάρρηξης ως
καταδολιευτικής της αυτής σύμβασης πώλησης "Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ.α και 287
παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγο διακοπής της δίκης αποτελεί και ο
θάνατος διαδίκου, ο οποίος όμως πρέπει να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του
αποβιώσαντος από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη, όπως είναι και
οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος διαδίκου ή από τον πληρεξούσιο ή το νόμιμο
αντιπρόσωπο του αποβιώσαντος, η δε γνωστοποίηση μπορεί να γίνει μόνο με επίδοση
δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την
επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, όχι όμως και με τις προτάσεις, αφού αυτές δεν
επιδίδονται (ΑΠ 243/2010 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).
Εξάλλου, από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 76, 288, 329 και 920 ΚΠολΔ προκύπτει ότι
συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, στη περίπτωση που ασκείται η αγωγή
του άρθρου 939 του ΑΚ για διάρρηξη της απαλλοτρίωσης που έγινε προς βλάβη του
από τον οφειλέτη του, όταν ενάγεται ο τελευταίος και ο τρίτος στον οποίο
διατέθηκε το περιουσιακό του στοιχείο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι
νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων απέναντι στους ομοδίκους αυτούς (ΑΠ
1230/2008 ΝοΒ 2009.132, ΑΠ 1145/2007 ΝοΒ 2007.1828, ΑΠ 554
2005 ΕλλΔνη 2007.477, contra (απλή ομοδικία) ΑΠ 1/2006 ΕλλΔνη 47.495
= ΕΕΝ 2007.72 = ΝοΒ 2007.823). Συνεπώς, ο θάνατος ενός από τους
ομοδίκους ή άλλο γεγονός του άρθρου 286 ΚΠολΔ που επέρχεται στο
πρόσωπο ενός ομοδίκου, έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της δίκης ως προς όλους
τους ομοδίκους. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295
παρ.1 και 297 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων πριν από την έναρξη της
προφορικής συζήτησης της υπόθεσης μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της
αγωγής με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται
στον εναγόμενο, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, η παραίτηση δε αυτή έχει ως
αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Εξάλλου, από το συνδυασμό
των διατάξεων του άρθρου 76 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί
αναγκαστικής ομοδικίας οι πράξεις καθενός ομοδίκου ωφελούν και βλάπτουν τους
λοιπούς, η διάταξη όμως αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και στην παραίτηση
από τη δίκη, συνεπώς κάθε αναγκαίος ομόδικος μπορεί να παραιτηθεί από το
δικόγραφο της αγωγής και ο αντίδικος των αναγκαίων ομοδίκων μπορεί να
παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής ως προς ένα από αυτούς χωρίς να υπάρξουν
έννομες συνέπειες ως προς τους λοιπούς (ΑΠ 1240/2011, δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επί
αναγκαστικής ομοδικίας, κατά τη κρατούσα άποψη, η παραίτηση έναντι ενός
ομοδίκου είναι ανίσχυρη μόνο όταν λόγοι ουσιαστικού δικαίου επιβάλλουν την
κοινή διάθεση του αντικειμένου (π.χ αδιαίρετα δικαιώματα) ή όταν η
αναγκαία ομοδικία στηρίζεται στην κοινή νομιμοποίηση των ομοδίκων (βλ. ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα,
τ. I, σελ. 179, αντιθ. ΕφΘεσ 2697/1996 Αρμ. 97, 919, όπου υποστηρίζεται
η άποψη ότι η παραίτηση έναντι ενός είναι ανίσχυρη). Στην προκειμένη περίπτωση,
κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και πριν το
Δικαστήριο εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται
στην αρχή της παρούσας, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της υπό
κρίση αγωγής τους ως προς τον εναγόμενο …, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου
τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή ως προς αυτόν
θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα και η σχετική δίκη κατηργημένη, δεδομένου ότι
οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται νόμιμη γνωστοποίηση του λόγου διακοπής της δίκης
(θανάτου του …), ώστε να είναι πράγματι απαράδεκτη η μετά από αυτήν παραίτηση
των εναγόντων από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον αποβιώσαντα, σύμφωνα με
όσα εκτέθηκαν στη προηγούμενη σκέψη.
Η καταδολιευτική εκποίηση ενός περιουσιακού στοιχείου
προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την εγκυρότητα της απαλλοτρίωσης με πρόθεση βλάβης
του οφειλέτη. Αντιθέτως, η εικονικότητα, στη περίπτωση που αυτή είναι απόλυτη,
χωρίς να υποκρύπτει έγκυρη δικαιοπραξία άλλης μορφής, προϋποθέτει τη. συμφωνία
όλων των συμβαλλομένων να μην παράγει έννομα αποτελέσματα η καταρτισθείσα
σύμβαση. Συνεπώς, όταν η καταδολίευση είναι εικονική ο δανειστής δεν έχει ανάγκη
προσφυγής σε διάρρηξη, αλλά μπορεί να εγείρει αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας
λόγω εικονικότητας. Αν, όμως. υπάρχει άλλη δικαιοπραξία καλυπτόμενη από την
εικονική, η οποία, είναι σύμφωνα με την αληθινή βούληση των μερών, έγκυρη
(άρθρο 138 παρ.2 ΑΚ), η τελευταία υπόκειται σε διάρρηξη και η αγωγή διάρρηξης
ενώνεται με την αγωγή αναγνώρισης της εικονικότητας στο ίδιο δικόγραφο (βλ.ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου,
τ.iv, σελ. 852). Συνεπώς, στη περίπτωση της απόλυτης εικονικότητας, δεδομένου
ότι υποκρύπτεται συμφωνία των συμβαλλομένων να μην παράγει η σύμβαση έννομες
συνέπειες (ΑΠ 337/2007 δημ.σχη ΤΝΠ Νόμος), το περιεχόμενο της
σχετικής αγωγής έρχεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο της αγωγής διάρρηξης, η
οποία προϋποθέτει έγκυρη, έστω και υποκρυπτόμενη. δικαιοπραξία. Επομένως, η
αγωγή στην οποία σωρεύεται αγωγή αναγνώρισης ως άκυρης, λόγω εικονικότητας, της
μεταξύ των εναγομένων καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης,παραδεκτώς σωρεύεται
επικουρικά και μόνο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 219 § 1. 2 ΚΠολΔ, με
το αναγνωριστικό κύριο αίτημα της διάρρηξης ως καταδολιευτικής της σύμβασης
αυτής, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και προϋποθέτει σπουδαία και όχι εικονική
σύμβαση, δεδομένου ότι η επικουρική σώρευση διαπλαστικής και αναγνωριστικής
αγωγής είναι δυνατή σε κάθε νοητό μεταξύ τους συνδυασμό (ΕφΑΘ 2439/2008 ΕλλΔνη 2009/214).
Περαιτέρω, με το άρθρο 218 ΚΠολΔ ορίζονται οι προϋποθέσεις της
σώρευσης στο αυτό δικόγραφο διαφόρων αιτήσεων του ίδιου ενάγοντος κατά του
ίδιου εναγομένου, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η έλλειψη αντιφατικότητας
μεταξύ τους, πλην όμως, για την περίπτωση της παρά τον νόμο σώρευσης αγωγών που
αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν προβλέπεται ως κύρωση το απαράδεκτο ή η ακυρότητα
του δικογράφου αλλά διατάσσεται ο χωρισμός (ΑΠ 448/2011. ΑΠ 27/2008 δημ. στη
ΤΝΠ Νόμος). Σχετικά με το πρόβλημα των συνεπειών στην περίπτωση παραβίασης των
απαγορεύσεων για τη σώρευση υποστηρίζεται η άποψη, που Βέβαια βρίσκεται σε
συμφωνία με το γράμμα της διάταξης, ότι διατάσσεται απλώς ο χωρισμός των αγωγών
που αντιφάσκουν, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στον ενάγοντα να επιλέξει ποια
από τις πολλές αγωγές θα ασκήσει (ΑΠ 510/1982 ΝοΒ 31.352, ΕφΑθ 4329/1986 ΕλλΔνη 27.1332,
Κεραμέας, Αστικό δικονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, έκδ. 1986, σελ. 211). Η
επιεικής άποψη, ότι δηλαδή δεν διατάσσεται ο χωρισμός, αλλά εξετάζεται η
προτασσόμενη αγωγή (ΕφΘεσ 496/1978 Αρμ 32.698), δεν φαίνεται να
βρίσκει έρεισμα στο νόμο, ενώ αντίθετα μεταθέτει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα και
την ευθύνη της επιλογής από τον ενάγοντα στο δικαστήριο. Από μερίδα της
νομολογίας υποστηρίζεται (ΕφΑθ 10570/1984 ΝοΒ 33.832, ΕφΠειρ 784/1979 ΕλλΔνη 21.149)
ότι εξετάζεται η προτασσόμενη αγωγή, τόσο όταν η άλλη είναι νομικά αβάσιμη,
οπότε και θα πρέπει να απορρίπτεται, χωρίς να διατάσσεται χωρισμός, αφού έτσι
εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης και το αληθινό συμφέρον των
διαδίκων, ακόμη δε και η ταχύτερη επίλυση των διαφορών, όσο και όταν η άλλη
υπάγεται σε διαφορετική διαδικασία, οπότε το δικαστήριο έχει την ευχέρεια,
ενόψει της γενικότητας της παρ. 2 του άρθρου 218, η οποία δεν αρκείται μόνο στο
χωρισμό, αλλά κάνει λόγο και για παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, ασφαλώς για
την αναρμοδίως εισαχθείσα αγωγή μετά το χωρισμό, να παραπέμψει αυτήν, που
εκδικάζεται με διαφορετική διαδικασία, σε ιδιαίτερη συζήτηση κατ' άρθρο 591
παρ. 2 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 3815/1997 ΕΔΠολ 2000.158). Πρέπει,
επίσης, να σημειωθεί ότι ο έλεγχος της αντιφατικότητας των αιτημάτων έπεται του
ελέγχου του παραδεκτού και του νόμου βάσιμου των αγωγών (Βλ. ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-
Κονδύλη-Νίκα, σελ. 469). Περαιτέρω η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς
βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του. ώστε να
καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ.
του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, διότι
είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπεια της όμως
τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως.
Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση
του κατά το άρθρο 937 ΠΚ, εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά
τη διάρρηξη (ΟλΑΠ 12/2008 ΕλλΔνη 49,721). Τέλος, το άρθρο 70 του ΚΠολΔορίζει
ότι, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας
έννομης σχέσεως, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από την ουσιαστικού δικαίου
διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί με αγωγή η ύπαρξη ή ανυπαρξία
έννομης σχέσεως, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο
έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από
το δίκαιο και συνεπάγεται ή ενέχει ως περιεχόμενο της σε σχέση με άλλο πρόσωπο
ή αντικείμενο ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων και όχι απλών πραγματικών γεγονότων ή προϋποθέσεων δικαιώματος
ή αξιώσεως (ΑΠ 224/2007 ΧρΙΔ 2007/622, ΑΠ 927/2002. ΕλλΔνη 2003/1273).
Έτσι ο έχων έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κάποιας
έννομης σχέσεως, δεν μπορεί να περιοριστεί στην υποβολή αιτήματος διαπιστώσεως
απλών πραγματικών περιστατικών, χωρίς καθορισμό των προσαπτόμενων από
το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή στην
οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 662/2002 ΕλλΔνη 2003/704)". (dsa.gr)
Σχόλια