
Η καταδολιευτική εκποίηση ενός περιουσιακού στοιχείου
προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την εγκυρότητα της απαλλοτρίωσης με πρόθεση βλάβης
του οφειλέτη. Αντιθέτως, η εικονικότητα, στη περίπτωση που αυτή είναι απόλυτη,
χωρίς να υποκρύπτει έγκυρη δικαιοπραξία άλλης μορφής, προϋποθέτει τη. συμφωνία
όλων των συμβαλλομένων να μην παράγει έννομα αποτελέσματα η καταρτισθείσα
σύμβαση. Συνεπώς, όταν η καταδολίευση είναι εικονική ο δανειστής δεν έχει ανάγκη
προσφυγής σε διάρρηξη, αλλά μπορεί να εγείρει αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας
λόγω εικονικότητας. Αν, όμως. υπάρχει άλλη δικαιοπραξία καλυπτόμενη από την
εικονική, η οποία, είναι σύμφωνα με την αληθινή βούληση των μερών, έγκυρη
(άρθρο 138 παρ.2 ΑΚ), η τελευταία υπόκειται σε διάρρηξη και η αγωγή διάρρηξης
ενώνεται με την αγωγή αναγνώρισης της εικονικότητας στο ίδιο δικόγραφο (βλ.ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου,
τ.iv, σελ. 852). Συνεπώς, στη περίπτωση της απόλυτης εικονικότητας, δεδομένου
ότι υποκρύπτεται συμφωνία των συμβαλλομένων να μην παράγει η σύμβαση έννομες
συνέπειες (ΑΠ 337/2007 δημ.σχη ΤΝΠ Νόμος), το περιεχόμενο της
σχετικής αγωγής έρχεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο της αγωγής διάρρηξης, η
οποία προϋποθέτει έγκυρη, έστω και υποκρυπτόμενη. δικαιοπραξία. Επομένως, η
αγωγή στην οποία σωρεύεται αγωγή αναγνώρισης ως άκυρης, λόγω εικονικότητας, της
μεταξύ των εναγομένων καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης,παραδεκτώς σωρεύεται
επικουρικά και μόνο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 219 § 1. 2 ΚΠολΔ, με
το αναγνωριστικό κύριο αίτημα της διάρρηξης ως καταδολιευτικής της σύμβασης
αυτής, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και προϋποθέτει σπουδαία και όχι εικονική
σύμβαση, δεδομένου ότι η επικουρική σώρευση διαπλαστικής και αναγνωριστικής
αγωγής είναι δυνατή σε κάθε νοητό μεταξύ τους συνδυασμό (ΕφΑΘ 2439/2008 ΕλλΔνη 2009/214).
Περαιτέρω, με το άρθρο 218 ΚΠολΔ ορίζονται οι προϋποθέσεις της
σώρευσης στο αυτό δικόγραφο διαφόρων αιτήσεων του ίδιου ενάγοντος κατά του
ίδιου εναγομένου, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η έλλειψη αντιφατικότητας
μεταξύ τους, πλην όμως, για την περίπτωση της παρά τον νόμο σώρευσης αγωγών που
αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν προβλέπεται ως κύρωση το απαράδεκτο ή η ακυρότητα
του δικογράφου αλλά διατάσσεται ο χωρισμός (ΑΠ 448/2011. ΑΠ 27/2008 δημ. στη
ΤΝΠ Νόμος). Σχετικά με το πρόβλημα των συνεπειών στην περίπτωση παραβίασης των
απαγορεύσεων για τη σώρευση υποστηρίζεται η άποψη, που Βέβαια βρίσκεται σε
συμφωνία με το γράμμα της διάταξης, ότι διατάσσεται απλώς ο χωρισμός των αγωγών
που αντιφάσκουν, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στον ενάγοντα να επιλέξει ποια
από τις πολλές αγωγές θα ασκήσει (ΑΠ 510/1982 ΝοΒ 31.352, ΕφΑθ 4329/1986 ΕλλΔνη 27.1332,
Κεραμέας, Αστικό δικονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, έκδ. 1986, σελ. 211). Η
επιεικής άποψη, ότι δηλαδή δεν διατάσσεται ο χωρισμός, αλλά εξετάζεται η
προτασσόμενη αγωγή (ΕφΘεσ 496/1978 Αρμ 32.698), δεν φαίνεται να
βρίσκει έρεισμα στο νόμο, ενώ αντίθετα μεταθέτει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα και
την ευθύνη της επιλογής από τον ενάγοντα στο δικαστήριο. Από μερίδα της
νομολογίας υποστηρίζεται (ΕφΑθ 10570/1984 ΝοΒ 33.832, ΕφΠειρ 784/1979 ΕλλΔνη 21.149)
ότι εξετάζεται η προτασσόμενη αγωγή, τόσο όταν η άλλη είναι νομικά αβάσιμη,
οπότε και θα πρέπει να απορρίπτεται, χωρίς να διατάσσεται χωρισμός, αφού έτσι
εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης και το αληθινό συμφέρον των
διαδίκων, ακόμη δε και η ταχύτερη επίλυση των διαφορών, όσο και όταν η άλλη
υπάγεται σε διαφορετική διαδικασία, οπότε το δικαστήριο έχει την ευχέρεια,
ενόψει της γενικότητας της παρ. 2 του άρθρου 218, η οποία δεν αρκείται μόνο στο
χωρισμό, αλλά κάνει λόγο και για παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, ασφαλώς για
την αναρμοδίως εισαχθείσα αγωγή μετά το χωρισμό, να παραπέμψει αυτήν, που
εκδικάζεται με διαφορετική διαδικασία, σε ιδιαίτερη συζήτηση κατ' άρθρο 591
παρ. 2 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 3815/1997 ΕΔΠολ 2000.158). Πρέπει,
επίσης, να σημειωθεί ότι ο έλεγχος της αντιφατικότητας των αιτημάτων έπεται του
ελέγχου του παραδεκτού και του νόμου βάσιμου των αγωγών (Βλ. ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-
Κονδύλη-Νίκα, σελ. 469). Περαιτέρω η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς
βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του. ώστε να
καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ.
του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, διότι
είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπεια της όμως
τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως.
Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση
του κατά το άρθρο 937 ΠΚ, εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά
τη διάρρηξη (ΟλΑΠ 12/2008 ΕλλΔνη 49,721). Τέλος, το άρθρο 70 του ΚΠολΔορίζει
ότι, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας
έννομης σχέσεως, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από την ουσιαστικού δικαίου
διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί με αγωγή η ύπαρξη ή ανυπαρξία
έννομης σχέσεως, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο
έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από
το δίκαιο και συνεπάγεται ή ενέχει ως περιεχόμενο της σε σχέση με άλλο πρόσωπο
ή αντικείμενο ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων και όχι απλών πραγματικών γεγονότων ή προϋποθέσεων δικαιώματος
ή αξιώσεως (ΑΠ 224/2007 ΧρΙΔ 2007/622, ΑΠ 927/2002. ΕλλΔνη 2003/1273).
Έτσι ο έχων έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κάποιας
έννομης σχέσεως, δεν μπορεί να περιοριστεί στην υποβολή αιτήματος διαπιστώσεως
απλών πραγματικών περιστατικών, χωρίς καθορισμό των προσαπτόμενων από
το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή στην
οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 662/2002 ΕλλΔνη 2003/704)". (dsa.gr)
Σχόλια