ΑΠ 496/2013: Tέλεση ψευδορκίας δια ενόρκων βεβαιώσεων σε
δίκη ασφαλιστικών μέτρων: "Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. όπως ίσχυε πριν
από την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 3327/2005, με φυλάκιση
τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας
ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που
έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της
ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής,
η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα
οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που
συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση
των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Από την
ίδια διάταξη προκύπτει επίσης, ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας
δίδεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας,
θεωρείται δε και ως αρμόδια αρχή εκείνη ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά
διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στη συνέχεια
να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από Αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια
προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Εξάλλου, οι συμβολαιογράφοι είναι αρμόδιοι για
τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, κατά τον Κώδικα συμβολαιογράφων (άρθρο 1
παρ. 1 εδ. δ` του Ν. 670/1977, ήδη άρθρο 1 παρ. 1 εδ. ε` του Ν. 2830/2000),
εφόσον αυτές πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως σε
δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, οπότε,
αν τα βεβαιούμενα σε αυτές είναι ψευδή, πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση
του ανωτέρω εγκλήματος. Πρέπει, όμως, για να μπορούν να ληφθούν υπόψη ως νόμιμο
αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2
ΚΠολΔ, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της
καταθέσεως, διότι διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν
μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά
περιέχονται σ` αυτές. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας
καταδικαστικής για ψευδορκία μάρτυρα αποφάσεως, αν πρόκειται για ένορκη
βεβαίωση του δράστη, πρέπει να αναφέρεται σ` αυτήν, εκτός άλλων, η διαπίστωση
από το δικαστήριο της ουσίας, ότι η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί μετά από νόμιμη
και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, με επιμέλεια του οποίου έχει
ληφθεί η ένορκη βεβαίωση. Διαφορετικά, η απόφαση στερείται της απαιτούμενης
κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1
στοιχ. Δ` ΚΠΔ αναιρετικός λόγος. Τα ανωτέρω, δεν ισχύουν όμως, όταν η ένορκη
βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων στην οποία
δεν προβλέπεται, όπως στην τακτική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή στις
ειδικές διαδικασίες (άρθρα 650 παρ. 1, 671 παρ. 1, 681 Α και 681 Β` ΚΠολΔ), το
αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου,
αλλά ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες ως προς την απόδειξη, την συγκέντρωση των
αποδεικτικών μέσων και την εν γένει διαδικασία συζητήσεως της αιτήσεως (ΚΠολΔ
690 και 691).Συνεπώς, στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με αποτέλεσμα να μη απαιτείται η απόφαση που δέχεται τέλεση του αδικήματος της ψευδορκίας με ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου που χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, να εκθέτει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αν η ένορκη βεβαίωση του αυτουργού της ψευδορκίας είχε ληφθεί μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που είχε την επιμέλεια της λήψεως αυτής (ΑΠ 120/2010). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτόν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για ψευδορκία μάρτυρα, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ` αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Οταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας". (areiospagos.gr)
Σχόλια