ΕιρΑθ. 464/2012: Πιστωτική κάρτα: Σχέση εκδότη, κατόχου και
επιχειρηματία: «Από τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ σε συνδυασμό προς
εκείνες των άρθρων 25 - 28 του από 17/7-13/8/1932 ν.δ. "περί ειδικών
διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" προκύπτει ότι στη δημιουργούμενη από την
πιστωτική κάρτα, που εκδίδεται από οικονομικοπιστωτικούς οργανισμούς, τριγωνική
σχέση μεταξύ εκδότη, κατόχου και επιχειρηματία, η μεταξύ εκδότη και κατόχου της
κάρτας σχέση είναι εκείνη της έμμισθης εντολής, με πρόσθετο σύμφωνο, αν ο
εκδότης είναι" ανώνυμη εταιρεία ανοίγματος βεβαιωμένης ή ανέκκλητης
πίστωσης (ΑΠ 1116/96, ΕΕμπ.Δ 1997, 481), με την οποία ο εκδότης της κάρτας
καθίσταται άμεσος και αμετάκλητος οφειλέτης της συμβεβλημένης επιχειρήσεως, με
την οποία συναλλάσσεται ο κάτοχος. Μεταξύ εκδότη και κατόχου της κάρτας
συνάπτεται μια σύμβαση προσχωρήσεως.
Η σύμβαση αυτή, συντεταγμένη εκ των
προτέρων από τον εκδότη, καθορίζει τον τρόπο χρήσεως της κάρτας, τη διάρκεια
ισχύος της, τους όρους εξοφλήσεως ως και τους όρους ανακλήσεώς της. Η σύμβαση εκδόσεως
της κάρτας μπορεί να συνδυασθεί με την παροχή δανείου από τον εκδότη της κάρτας
(τράπεζα) στον κάτοχο της, βάσει του οποίου ο δεύτερος, πιστώνεται
αναλαμβάνοντας την υποχρέωση της κατά δόσεις εξοφλήσεως του συνυπολογιζομένων
και αντιστοίχων τόκων. Οι υποχρεώσεις του εκδότη έναντι του κατόχου της κάρτας
γεννώνται από της παραδόσεως της. Η κυρία υποχρέωση του συνίσταται στο να
καταβάλει, στο μέτρο που η κάρτα χρησιμοποιήθηκε κανονικά, τα ποσά για τις
αγορές που πραγματοποίησε ο κάτοχός της. Η εξόφληση αυτή γίνεται από τον εκδότη
της κάρτας στη συμβεβλημένη επιχείρηση μετά από προσκόμιση από τη δεύτερη στον
πρώτο των απαιτούμενων δικαιολογητικών, τα οποία ο κάτοχος της κάρτας έχει
υπογράψει κατά τη χρήση της. Με την υπογραφή αυτή παρέχεται η εντολή από τον
κάτοχο στην εκδότρια τράπεζα να προβεί στη σχετική καταβολή. Η κύρια υποχρέωση
του κατόχου της κάρτας αντιστοίχως συνίσταται στο να εξοφλήσει τα τιμολόγια, τα
οποία έχει πληρώσει ο εκδότης. Μια άλλη σημαντική υποχρέωση του κατόχου της
κάρτας είναι να ειδοποιήσει αμελλητί και εγγράφως τον εκδότη για την κλοπή η
απώλεια της κάρτας του. Ο κάτοχος εξακολουθεί να ευθύνεται, για τα με βάση την
κάρτα του εκδοθέντα τιμολόγια, έως ότου ο εκδότης λάβει τη γνωστοποίηση.
Εξάλλου, η έννομη σχέση μεταξύ του εκδότη της κάρτας και της συμβεβλημένης
επιχειρήσεως διαμορφώνεται κατά την περί τούτου βούληση των μερών και δύναται
να προσλάβει το χαρακτήρα αγοράς απαιτήσεως, εγγυοδοτικής συμβάσεως, αφηρημένης
υποχρεώσεως χρέους ή ιδιορρύθμου συμβάσεως. Περαιτέρω η έννομη σχέση μεταξύ
κατόχου της κάρτας και συμβεβλημένης επιχειρήσεως δυνατό να είναι αγορά
πράγματος (αρθρ. 513 ΑΚ), σύμβαση υπηρεσιών (άρθρο 648 ΑΚ) ή σύμβαση έργου (681
ΑΚ - βλ. σχ. ΚΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001, 1117, ΑΠ 1116/1996 ΕΕμπΔ. 1997. 481). Τέλος,
ο συμβεβλημένος επιχειρηματίας, που η σχέση του με τον εκδότη προσδιορίζεται
επίσης με έγγραφη σύμβαση, υποχρεούται να εξακριβώσει το ανώτατο όριο, που
διαθέτει ο κάτοχος της κάρτας, να ελέγχει μήπως ο αριθμός λογαριασμού της
κάρτας συμπεριλαμβάνεται στον πίνακα ανακλήσεων, όπως επίσης να επαληθεύει την
υπογραφή του πελάτη επί του τιμολογίου, συγκρίνοντας την με την υπάρχουσα στην
κάρτα (βλ. Αικατερίνης Σπυροπούλου - Σιάπικα "Πιστωτικές κάρτες"
ΕΕμπ.Δ ΑΣΤ, σελ. 251 επ. και απόφαση 396/2000 Εφ. Δωδεκανήσου δημοσιευμένη στην
Τνπ Δ.Σ.Α. και την υπ` αριθμ. 3305/2009 απόφαση Ειρ.
Αθηνών δημοσιευμένη στην Τνπ ΝΟΜΟΣ). Ο παραπάνω έλεγχος από τις επιχειρήσεις είναι απαραίτητος και επιβεβλημένος,
προκειμένου να λάβει χώρα η αιτούμενη κάθε φορά συναλλαγή, καθόσον συνιστά
συμβατική υποχρέωση της εκάστοτε επιχείρησης απέναντι στο πιστωτικό ίδρυμα που
εξέδωσε την πιστωτική κάρτα. Σε αντίθετη δε, περίπτωση, η επιχείρηση δεν μπορεί
να αξιώσει την πληρωμή των ποσών της συναλλαγής από τον εκδότη της κάρτας, ο
οποίος θα είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή των συναλλαγών στους
επιχειρηματίες, λόγω μη τήρησης των συμβατικών τους υποχρεώσεων (εξακρίβωση
στοιχείων - γνήσιο υπογραφής - ύπαρξη πιστωτικού ορίου), βλ. σχετικά και την
υπ` αριθμ. 535/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είναι
δημοσιευμένη στην Τνπ ΝΟΜΟΣ. Περαιτέρω κατά το άρθρο
914 ΑΚ. Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον
αποζημιώσει. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η ανθρώπινη συμπεριφορά, που
αποτελεί το βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται σε πράξη ή
παράλειψη, η οποία, όμως για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να
είναι παράνομη. Ειδικότερα, η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι παράνομη όταν αυτή
αντίκειται σε συγκεκριμένο κανόνα ή στο όλο πνεύμα του δικαίου και τις επιταγές
της έννομης τάξεως (βλ. Αστικό Κώδικα ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ - ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤ` ΑΡΘΡΟ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΜΟ IV ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ άρθρο 914 σελ. 701. αρ. 26). Εξάλλου, τέτοια
υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και στην περίπτωση κατά την
οποία αυτός που ζημιώνει άλλον παράνομα υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις για την
παρ` αυτού τελεσθείσα ζημιογόνο πράξη, ή παράλειψη υπό την προϋπόθεση ότι η
κατ` αυτόν τον τρόπο παραβιασθείσα διάταξη έχει τεθεί για προστασία όχι μόνο
του γενικού αλλά και του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η αξιόποινη πράξη της
απάτης (άρθρο 386 ΠΚ), γιατί το μεν παραβιάζεται το άρθρο αυτό, το δε
προσβάλλεται το επί της περιουσίας δικαίωμα του βλαβέντος (βλ. Εφ.ΑΘ. 3467/1989
ΝοΒ 1989, 1246 Καυκάς Ενοχικό Δίκαιον, ΕΙΔΙΚΟΝ ΜΕΡΟΣ Τόμος Β` άρθρο 914 παρ. 5)».
(ΤΝΠ Nomos)
Σχόλια