ΑΠ 16/2013 - Περίληψη: Το
δικαστήριο, προκειμένου να επιδικάσει στο δικηγόρο αμοιβή οφείλει να λάβει
υπόψη του το αίτημα της αγωγής, εκτός αν προταθεί και αποδειχθεί ένσταση ότι το
αγωγικό αίτημα είναι προφανώς εξογκωμένο, οπότε ο κανονισμός της αμοιβής θα γίνει με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί, εκτός και αν για τον καθορισμό του αιτήματος συμμορφώθηκε σε έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία, την οποία έχει το αντικείμενο της αγωγής κατά το χρόνο της άσκησης της ή, εάν επακολουθήσει συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της και όχι κατά το χρόνο της παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο.
"Κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ.
3026/1954), σε περίπτωση έλλειψης ειδικής συμφωνίας, το ελάχιστο ποσό της
αμοιβής του δικηγόρου ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.
Το
ελάχιστο αυτό όριο αυξάνεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την
επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, που διεκπεραιώθηκε,
τον αναλωθέντα χρόνο και τη σπουδαιότητα της υπόθεσης, τις ιδιάζουσες σ' αυτή
περιστάσεις και γενικώς τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, που καταβλήθηκαν
από μέρους του δικηγόρου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 100 παρ. 1, 2 του αυτού
Κώδικα, το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε
ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής. Εάν το αίτημα αυτής δεν
συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, το ελάχιστο όριο αμοιβής καθορίζεται
κατά τα άνω με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της. Από το συνδυασμό
των διατάξεων των άρθρ. 100 παρ. 1, 102 και 107 του αυτού ως άνω ν.δ. 3026/1934
"περί του κώδικος των δικηγόρων" σαφώς προκύπτει, ότι το δικαστήριο,
προκειμένου να καθορίσει και επιδικάσει στο δικηγόρο αμοιβή για σύνταξη αγωγής
και προτάσεων οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτημα της αγωγής, που συνίσταται
σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, εκτός αν προταθεί και αποδειχθεί από τον
εναγόμενο ένσταση από το άρθρο 102 του κώδικα δικηγόρων, ότι το αγωγικό αίτημα
είναι προφανώς εξογκωμένο, κάτι που μπορούσε να αντιληφθεί ο δικηγόρος, αν
εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα, οπότε ο κανονισμός της αμοιβής δεν θα
γίνει με βάση το αίτημα της αγωγής, αλλά με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί
ύστερα από επιμελημένη εξακρίβωση των πραγμάτων, εκτός και αν για τον καθορισμό
του αιτήματος της αγωγής συμμορφώθηκε σε έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του
αντιπροσώπου του. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι σε αμφότερες τις
περιπτώσεις αυτές πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία, την οποία έχει
το αντικείμενο της αγωγής κατά το χρόνο της άσκησής της ή, εάν επακολουθήσει
συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησής της και όχι
κατά το χρόνο της παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο. Και τούτο,
διότι κατά το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ,
το αντικείμενο της αγωγής και συνεπώς, οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της
αξίας αυτού. Περαιτέρω, προκειμένου περί συντάξεως προτάσεων κατά την πρώτη
ενώπιον του πρωτοδικείου συζήτηση της υποθέσεως, ρητώς ορίζεται από το άρθρο
107 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, ότι το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου του
μεν εναγομένου είναι ίσο με εκείνο που ορίζεται στα άρθρα 100 και επόμ. για τη
σύνταξη της αγωγής, του δε δικηγόρου του ενάγοντος το ήμισυ αυτής, το οποίο
είναι καταβλητέο, επίσης, κατά το άρθρο 107 παρ. 2 του αυτού Κώδικα, ως αμοιβή
των δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων για τη σύνταξη προτάσεων των επομένων
συζητήσεων ενώπιον του αυτού δικαστηρίου. Προκειμένου δε περί σύνταξης
προτάσεων ενώπιον του εφετείου, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου
αμφοτέρων των διαδίκων ορίζεται από το άρθρο 110 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα επί
μεν της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο διπλάσιο εκείνου που ορίζεται στο
άρθρο 107 παρ. 1 αυτού για το δικηγόρο του ενάγοντος, επί μεν των επομένων
συζητήσεων στο διπλάσιο του οριζόμενου στο άρθρο 107 παρ. 2 αυτού ορίου. Από
τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 107 και 110, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου
100 του ως άνω Κώδικα, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη
προτάσεων επί αγωγής, το αίτημα της οποίας δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική
απαίτηση, καθορίζεται επίσης με βάση την πραγματική αξία, που είχε το
αντικείμενο αυτής κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής ενώπιον του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Συνεπώς, η τυχόν μετά το χρόνο αυτό επερχόμενη αύξηση ή μείωση της πραγματικής
αξίας του αντικειμένου της διαφοράς δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της
ποσοστιαίας αμοιβής του δικηγόρου για μεταγενέστερες πράξεις του κατά τη
διάρκεια της δίκης.
…. Όπως προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 98
του Κώδικος δικηγόρων η επιδίκαση από το δικαστήριο στο δικηγόρο αυξημένης
αμοιβής σε σχέση προς την οριζόμενη στα άρθρα 100 και επ. του ίδιου κώδικα
αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της υπόθεσης που
διεκπεραιώθηκε, του χρόνου που καταναλώθηκε, της σπουδαιότητας της διαφοράς,
των ιδιαζουσών περιστάσεων και εν γένει των δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών
που έλαβαν χώρα, απόκειται στη ρητώς στη διάταξη αυτή αναφερόμενη κρίση τούτου,
η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα προς το άρθρο 561
παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι απορρέει από τη συνδρομή και εκτίμηση πραγματικών
περιστατικών, που προσδιορίζουν το βαθμό σπουδαιότητας της επιστημονικής
εργασίας που παρασχέθηκε, την αξία και το είδος της υπόθεσης και τις λοιπές με
αυτήν σχετιζόμενες εν γένει περιστάσεις και ενέργειες. Κατά την ανέλεγκτη δε
εκτίμηση των ανωτέρω όρων και προϋποθέσεων μπορεί το δικαστήριο να επιδικάσει
και τα για κάθε περίπτωση καθοριζόμενα κατώτατα όρια δικηγορικής αμοιβής,
εφόσον ήθελε κρίνει ότι δεν δικαιολογείται ο προσδιορισμός τέτοιας αυξημένης
αμοιβής". (areiospagos.gr)
Σχόλια