Η μη καταβολή μισθού στον εργαζόμενο δεν συνιστά αδικοπραξία (νομολογία)

ΑΠ 1114/2013: Η μη καταβολή μισθού στον εργαζόμενο δεν συνιστά αδικοπραξία και επομένως δεν γεννά αξίωση αποζημίωσης για ηθική βλάβη: "Κατά το άρθ. 345 § 1 ΑΚ ο υπερήμερος οφειλέτης, εκτός από την παροχή, οφείλει και αποζημίωση για την ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση, κατά δε το άρθ. 345 του ιδίου Κώδικα επί χρηματικής οφειλής ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας, που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι υποχρεωμένος ν' αποδείξει ζημία, εάν, όμως, αποδείξει και άλλη θετική ζημία και εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει και αυτήν. 
Η γενική ρήτρα του άρθ. 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία "ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη", αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, πηγάζουσα από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή ευθέως από το νόμο, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπομένη ειδική προστασία και δη οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθ. 388 ΑΚ, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξαιτίας ειδικών συνθηκών, όπως είναι και οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις του νομίσματος, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή.
Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται, κατ' εφαρμογή της ρήτρας του άρθ. 288 ΑΚ, η δυνατότητα στο δικαστήριο ν' αποκλίνει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή μειώνοντας, ανάλογα, το συμφωνημένο μέγεθός τους, ώστε αυτές ν' ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά τον χρόνο της εκπλήρωσής τους. Ενόψει της διορθωτικής αυτής λειτουργίας της η αρχή του άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται και σε προβλεφθείσα μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη στήριξαν την συμφωνία τους, αν η μεταβολή αυτή είναι τόσο μεγάλη, ώστε η μετά την επέλευσή της εκπλήρωση πλέον της παροχής ενός των μερών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, να συνεπάγεται υπέρβαση του κινδύνου ζημίας που το μέρος αυτό προέβλεψε και ανέλαβε, καθόσον στην περίπτωση αυτή η εμμονή στην συμφωνηθείσα εκπλήρωση της παροχής συνιστά συμπεριφορά αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές.
Κατά συνέπεια η ρήτρα του άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, και όταν από υπαιτιότητα των μερών, κοινή ή μόνο του οφειλέτη ή του δανειστή, δεν προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της παροχής, ενώ η ανυπαίτια έλλειψη πρόβλεψης επισύρει την εφαρμογή του άρθ. 388 ΑΚ με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων που απαιτούνται κατά την διάταξη αυτή, δηλ. το άρθ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης του άρθ. 388 ΑΚ.
Συγκεκριμένα κατά την έννοια του άρθ. 388 ΑΚ, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλομένης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και την λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι (α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης (β) η μεταβολή να οφείλεται σε λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, να είναι δηλ. απρόβλεπτη και ανυπαίτια και (γ) από την μεταβολή αυτήν η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (Γ) Από τις διατάξεις των άρθ. 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 προκύπτει ότι:
(1) Χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με την συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιανδήποτε εκδήλωσή της (σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική, πρβλ. ΟλΑΠ 8/2008)
(2) Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή ενμέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη.
Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ' αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (Δ) Εξάλλου, η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ' άρθ. 904 ΑΚ έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί ν' ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία και επομένως αν αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι αβάσιμη" 

Σχόλια