Αμοιβή δικηγόρου για τη σύνταξη και συζήτηση αγωγής αδικοπραξίας. Υπολογισμός και των τόκων στο αντικείμενο της (νομολογία)
ΑΠ 538/2014 : Αμοιβή δικηγόρου για τη σύνταξη και συζήτηση
αγωγής αδικοπραξίας. Υπολογισμός και των τόκων στο αντικείμενο της. «Από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 100 παρ.1 και 2, 107 παρ.1 και 2 και 110
παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων (του εφαρμοζομένου ν.δ.3026/54) προκύπτει ότι, εάν
δεν υπάρχει ειδική συμφωνία, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του
ενάγοντος για τη σύνταξη της αγωγής είναι 2% επί της αξίας του αντικειμένου της
αγωγής, για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζήτησης της υποθέσεως και για
κάθε επόμενη συζήτηση ενώπιον του αυτού δικαστηρίου 1% επί του αντικειμένου της
αγωγής και για τη σύνταξη προτάσεων ενώπιον του Εφετείου 2% επί του
αντικειμένου της αγωγής. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται επί της πραγματικής αξίας
του αντικειμένου της αγωγής κατά το χρόνο έγερσής της ή εάν επακολουθήσει
συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησης, διότι κατά
το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ το
αντικείμενο της αγωγής και επομένως και οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της
αξίας αυτού.
Εάν το αντικείμενο της αγωγής είναι ορισμένη χρηματική απαίτηση,
είτε ως κεφάλαιο είτε ως τόκοι αυτού, η αξία αυτού προσδιορίζεται από το αίτημα
της αγωγής, για το ύψος του οποίου λαμβάνεται υπόψη ως κρίσιμος χρόνος, εφόσον
πρόκειται για αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της αγωγής ο χρόνος ασκήσεώς
της, εκτός αν προταθεί και αποδειχθεί από τον εναγόμενο ένσταση από το άρθρο
102 του κώδικα δικηγόρων, ότι το αγωγικό αίτημα είναι προφανώς εξογκωμένο, κάτι
που μπορούσε να αντιληφθεί ο δικηγόρος, αν εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα,
οπότε ο κανονισμός της αμοιβής δεν θα γίνει με βάση το αίτημα της αγωγής, αλλά
με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί ύστερα από επιμελημένη εξακρίβωση των
πραγμάτων, εκτός και αν για τον καθορισμό του αιτήματος της αγωγής συμμορφώθηκε
σε έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του. Αν με την αγωγή
επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής απαίτησης με τους επ`αυτής τόκους
υπερημερίας για χρόνο προγενέστερο από την έγερσή της, για τον υπολογισμό της
αξίας του αντικειμένου αυτής, με βάση την οποία λογίζεται η αμοιβή του
δικηγόρου του ενάγοντος, λαμβάνεται υπόψη το ποσό του κεφαλαίου της απαίτησης
καθώς και το ποσό των τόκων αυτής μέχρι την έγερσή της ή την πρώτη στο
ακροατήριο συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 1613/2006). Τέλος, με το άρθρο 98 του ιδίου
Κώδικα περί Δικηγόρων ορίζεται ότι "1.Εν ελλείψει ειδικής συμφωνίας, το
ελάχιστον ποσόν της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζεται κατά τις διατάξεις των
επομένων άρθρων αυξανόμενο κατά την κρίσιν του δικαστού ή του δικαστηρίου,
αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της
διεκπεραιωθείσης υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της
διαφοράς, των ιδιαζουσών αυτή περιστάσεων και εν γένει των καταβληθεισών
δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών. 2. Κατά τον προσδιορισμόν τούτον η αποτίμησης
εκάστης πράξεως και ενεργείας δεν δύναται να ορισθεί υπό των δικαστηρίων και
των δικαστικών αρχών κατωτέρα της εν τοις επομένους άρθροις". Από την
πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού προκύπτει, ότι η επιδίκαση από το δικαστήριο
αυξημένης αμοιβής σε σχέση προς την οριζόμενη στα άρθρα 100 επ. του ιδίου
Κώδικα αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της
υποθέσεως που διεκπεραιώθηκε, του χρόνου που καταναλώθηκε, της σπουδαιότητας της
διαφοράς, των ιδιαζουσών περιστάσεων και εν γένει των δικαστικών και εξωδίκων
ενεργειών που έλαβαν χώρα εφόσον τα κριτήρια αυτά λήφθηκαν στη συγκεκριμένη
περίπτωση πράγματι υπόψη, απόκειται στη ρητώς στη διάταξη αυτή αναφερομένη
κρίση του δικαστηρίου, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου,
σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι απορρέει από τη συνδρομή και
εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που προσδιορίζουν το βαθμό σπουδαιότητας της
επιστημονικής εργασίας που παρασχέθηκε, την αξία και το είδος της υποθέσεως και
τις λοιπές με αυτήν σχετιζόμενες εν γένει περιστάσεις και ενέργειες. Εάν όμως το δικαστήριο της ουσίας κατά την επιδίκαση στον ενάγοντα δικηγόρο
επαυξημένης αμοιβής παρέλειψε να λάβει υπόψη ένα ή περισσότερα από τα τιθέμενα
με την πιο πάνω διάταξη κριτήρια προσδιορισμού αυτής (αυξημένης αμοιβής), τότε
η σχετική κρίση του έλεγχε τους αναιρετικώς μέσω του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ
για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 1586/2009)....Tο Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 914 ΑΚ 100 παρ.1, 2, 107 παρ.1, 2 και 110 παρ.1, 2 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ.3026/54), καθόσον προσδιόρισε την αμοιβή του ενάγοντα (και αναιρεσείοντα) α)για την σύνταξη της υπ`αριθμ.93/4.1.1996 αγωγής ενώπιον Πολ.Πρωτ.Αθηνών του εντολέα του (αναιρεσίβλητου) κατά των εναγομένων της Ομόρρυθμης εταιρίας "…" κ.λπ. β)για την σύνταξη προτάσεων πρώτης και δεύτερης συζήτησης της ανωτέρω αγωγής ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου και γ)για την σύνταξη προτάσεων ενώπιον του Εφετείου Αθηνών κατά τη συζήτηση εφέσεων του εντολέα του και των καταδίκων του κατά της υπ`αριθμ.6412/2001 οριστικής απόφασης του Πολ.Πρωτ.Αθηνών, μόνο με βάση το αιτηθέν κεφάλαιο της αγωγής αυτής ύψους 117952400 δραχμών και δεν συνυπολόγισε και τους αιτηθέντες τόκους υπερημερίας πριν την άσκηση της αγωγής ύψους 73.716.853 δραχμών από 3.7.1993 μέχρι την άσκηση της αγωγής 4.1.1996, κρίνοντας ότι το ποσό των τόκων από 3.7.1993 μέχρι την άσκηση της αγωγής είναι νομικά αβάσιμο και συνεπώς εξογκωμένο, γιατί επί αδικοπραξίας οφείλονται τόκοι από την όχληση που έγινε με την επίδοση της αγωγής. Έτσι όμως εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις χωρίς να λάβει υπόψη τους τόκους υπερημερίας από όχληση σε χρόνο προγενέστερο (εφόσον αποδεικνύεται κάτι τέτοιο) του χρόνου άσκησης της αγωγής, που μαζί με το κεφάλαιο αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής.
… Περαιτέρω από την επισκόπηση των δικογράφων της ένδικης
αγωγής (αρ.κατ.Ε86/05) και έφεσης (αρ.κατ.1135/09) προκύπτει ότι ο αναιρεσείων
είχε ζητήσει κατ`αρθρου 98 Κωδ.Δικ. αυξημένη αμοιβή από τα κατώτατα οριζόμενα
στα άρθρα 107 παρ.1, 2 112, 113 και 125 του Κωδ.Δικηγόρων για σύνταξη προτάσεων
β` συζήτηση της ανωτέρω αγωγής ενώπιον του Πολ.Πρωτ.Αθηνών, για σύνταξη εφέσεως
κατά της υπ`αριθμ`.6412/2001 αποφάσεως του Πολ.Πρωτ.Αθηνών, για σύνταξη
προτάσεων και παράστασης ενώπιον του Αρείου Πάγου σε αίτηση των αντιδίκων του
εντολέα του, αναστολής εκτέλεσης της με αριθμό 8031/2000 απόφασης του Εφετείου
Αθηνών, για τη σύνταξη αγωγής (αρ.κατ.7040/1999) εικονικότητας και
καταδολίευσης δανειστών ενώπιον του Πολ.Πρωτ.Αθηνών, για σύνταξη προτάσεων α`
συζήτησης της αγωγής αυτής ενώπιον του Πολ.Πρωτ.Αθηνών και για σύνταξη αιτήσεως
ακυρώσεως (αρ.κατ.2763/7.5.2001) ενώπιον του Σ.τ.Ε. Το Εφετείο ως προς την
αιτηθείσα και απορριφθείσα αυξημένη αμοιβή για σύνταξη εφέσεως κατά της
υπ`αριθμ.6412/2001 αποφάσεως του Πολ.Πρωτ.Αθηνών, για τη σύνταξη προτάσεων και
παράστασης στον Άρειο Πάγο και για τη σύνταξη της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον
του Σ.τ.Ε, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές του, ουδεμία αιτιολογία διαλαμβάνει
στο σκεπτικό του, ενώ για την απόρριψη της αυξημένης αμοιβής, για σύνταξη της
με αριθμό 7040/1999 αγωγής και προτάσεων ενώπιον του Πολ.Πρωτ.Αθηνών
διαλαμβάνει την ελλειπή αιτιολογία, ότι η παραπάνω αγωγή ήταν συνήθης και δεν
απαιτούσε ιδιαίτερα επιστημονική εργασία και χρόνο, χωρίς να λάβει υπόψη τα
υπόλοιπα κριτήρια του άρθρου 98 Κωδ.Δικ. Ετσι όμως, παραβίασε εκ πλαγίου τις
διατάξεις του άρθρου αυτού και επομένως πρέπει να γίνου δεκτοί ως βάσιμοι οι εκ
του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, τέταρτος περ.Ε, πέμπτος και έκτος λόγοι της
αναίρεσης. Αντίθετα ως προς την αυξημένη αμοιβή για σύνταξη προτάσεων β`
συζήτησης της με αριθμό κατ.93/4.1.1996 αγωγής ενώπιων του Πολ. Πρωτ. Αθηνών,
διέλαβε πλήρη αιτιολογία με τη λήψη υπόψη των οριζομένων στο άρθρο 98 Κωδ.Δικ.
κριτηρίων και επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο εκ του άρθρου 559 αρ.19
ΚΠολΔ Β` λόγος αναίρεσης. (Α’Δημοσίευση : Τρ.Νομ.Πληροφοριών Νόμος)
Σχόλια