Τροποποιήσεις στο ΠΔ 18/1989 και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

Το νέο σχέδιο νόμου που ψηφίστηκε στη Συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 2014 του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της Βουλής προβλέπει τροποποιήσεις στο ΠΔ 18/1989 και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ειδικότερα ο νέος νόμος προβλέπει (κεφάλαια Β και Γ): 
Τροποποιήσεις του Π.Δ. 18/1989: Άρθρο 19:  1. Η παρ. 1 του άρθρου 34Ατου π.δ. 18/1989, όπως α- ντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 του ν. 3900/2010 (Α'213) και το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α'51), αντικαθίσταται ως εξής: «1. Προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να απορρίπτονται είτε με απόφαση Συμβούλου ή Παρέδρου οριζόμενου από τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος, η οποία λαμβάνεται χωρίς δημόσια συνεδρίαση, είτε με απόφαση δικαστικού σχηματισμού που συγκροτείται από τον Πρόεδρο και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και έναν σύμβουλο, η οποία λαμβά- νεται σε συμβούλιο. Οι πάρεδροι συμμετέχουν στο σχηματισμό αυτό με αποφασιστική ψήφο. Την κατά τα ανωτέρω εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου μπορεί να προτείνει στον Πρόεδρο και ο ορισθείς κατά το άρθρο 20 ως εισηγητής, αν κρίνει ότι αυτό είναι προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο.»
 2. Η παρ. 2 του άρθρου 34Α του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:
 «2. Η απόφαση που ελήφθη κατά την προηγούμενη παράγραφο κοινοποιείται σε αυτόν που
άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του, που κατατίθεται,
σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του παρόντος, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, και πάντως όχι μετά την πάροδο δεκαοχτώ (18) μηνών, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καταβάλλοντας ως ειδικό επιπλέον παράβολο το τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση που ελήφθη κατά τα ανωτέρω παύει να ισχύει και ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και επόμενα του παρόντος.»
  3. Στο άρθρο 34Α του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
 «4. Υποθέσεις που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως μπορούν να παραπέμπονται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο με πράξη του Προέδρου του Τμήματος είτε με τη διαδικασία της παραγράφου 1. Με την ίδια πράξη παρα- πέμπεται και η τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής.»

  Άρθρο 20
  Στο άρθρο 34Β του π.δ. 18/1989, που προστέθηκε με το άρθρο 45 του ν. 4055/2012,
απαλείφεται ο τίτλος και αντικαθίσταται η παράγραφος 1 ως εξής:
  «1. Εάν, μετά την τήρηση των διαδικασιών των άρθρων 20, 21 και 23, ο εισηγητής κρίνει ότι ένδικο μέσο ή βοήθημα, για το οποίο έχει προσκομιστεί συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον δικηγόρο που το υπογράφει, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και είναι προδήλως βάσιμο, μπορεί να προτείνει στον Πρόεδρο την εκδίκασή του κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου. Εφόσον το ένδικο αυτό μέσο ή βοήθημα γίνει δεκτό κατά την εν λόγω διαδικασία, επιδικάζεται δικαστική δαπάνη για τη σύνταξη του δικογράφου. Η απόφαση ισχύει και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της από την έκδοση της, κατά την επόμενη παράγραφο, διαπιστωτικής πράξης του Προέδρου και υπόκειται έκτοτε σε τριτανακοπή, αν είναι ακυρωτική.»

 Άρθρο 21
  Το άρθρο 36 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
  «Αρθρο 36
  1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικράτειας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ, όταν πρόκειται για αναστολή εκτελέσεως, αίτηση ερμηνείας και αίτηση διόρθωσης σε εκατό (100) ευρώ και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Ειδικώς, σε περίπτωση αιτήσεως αναστολής κατά πράξεων που εντάσσονται στη διαδικασία αναθέσεως διοικητικών συμβάσεων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων β', γ' και δ' του άρθρου 5 του ν.
3886/2010 (ΑΊ73). Από την υποχρέωση καταβολής παράβολου απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης.
  2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων του τρίτου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου, με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά των παραβολών.
  3. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς το παράβολο.
  4. Αν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιονδήποτε άλλο λόγο το παράβολο αποδίδεται. Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το Συμβούλιο εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να διατάξει την απόδοση του παράβολου ακόμα και αν απορρίπτεται το ένδικο μέσο. Επί προφανώς απαραδέκτου ή αβασίμου ενδίκου μέσου, μπορεί να απαγγείλει ως και τον εικοσαπλα- σιασμό του παράβολου. Στην περίπτωση αυτή το πρόσθετο ποσό που επιβάλλεται εισπράττεται βάσει της αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που καταλαμβάνονται από το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου.»

 Άρθρο 22
  Στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989 προστίθενται παράγραφοι 3α, 3β, 3γ και 3δ ως εξής:
  «3α. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλειας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώ- σει προδικαστική απόφαση, η οποία κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να εκπληρώσει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς
τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκομισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας και εντός δεκαπενθημέρου, οι λοιποί διάδικοι δύνανται να καταθέσουν υπόμνημα με τους ισχυρισμούς τους επί των ενεργειών της Διοίκησης και των στοιχείων που αυτή προσκόμισε.
  Σε περίπτωση εφαρμογής των οριζόμενων στα προηγούμενα εδάφια, η δημοσίευση της
προδικαστικής απόφασης συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που δεν έχει ε- κτελεστεί έως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης.
  3β. Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουρ- γηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης.
 3γ. Η διαπίστωση παρανομίας της κανονιστικής πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της, για λόγους αναγόμενους στην αρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση οργάνου και σε παράβαση ουσιώδους τύπου είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας της σε βάρος της ατομικής πράξης μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου.
  3δ. Η εφαρμογή των παραγράφων 3α, 3β, και 3γ δεν θίγει τις αποζημιωτικές αξιώσεις.»

 Άρθρο 23
  Η παρ. 2 του άρθρου 51 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) αντικαθίσταται ως εξής:
  «Στερείται του δικαιώματος ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο κοινοποιήθηκε αντίγραφο της
αιτήσεως ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου, είκοσι (20) πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση.»


 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 Άρθρο 24
  Η παρ. 1 του άρθρου 70 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 (Α' 74), αντικαθίσταται ως εξής:
  «Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της απόρριψης αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης.»

 Άρθρο 25
  Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3659/2008 (Α' 77), αντικαθίσταται ως εξής:
  «Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό.»

 Άρθρο 26

 Στην παρ. 1 του άρθρου 126 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής:
  «Αν ο διάδικος δεν τήρησε την παραπάνω υποχρέωσή του και το Δημόσιο παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της προσφυγής και δεν αντιλέγει, αίρεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο και το Δικαστήριο προχωρεί κανονικά στην εκδίκαση της προσφυγής.»

 Άρθρο 27
  Η παρ. 1 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την
αντικατάστασή του με το άρθρο 51 του ν. 4055/2012, αντικαθίσταται ως εξής: «Το δικαστήριο, με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο, και σε υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς δικαστηρίου ο οριζόμενος δικαστής, με απόφασή του μπορεί να απορρίπτει ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα και να παραπέμπει, όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις του άρθρου 12 παράγραφος 2, στο αρμόδιο δικαστήριο υποθέσεις οι οποίες έχουν εισαχθεί σε αυτό αναρμοδίως. Με την ίδια απόφαση απορρίπτεται ή παραπέμπεται κατά περίπτωση και η τυχόν εκκρεμής αίτηση παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.»

 Άρθρο 28
  Στην παρ. 1 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται περίπτωση στ' ως εξής:
  «στ) ανακληθεί ή ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη από τη Διοίκηση.»

 Άρθρο 29
  Στο άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 2α ως εξής:
  «2α. Αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δικάζονται από το μονομελές διοικητικό
πρωτοδικείο. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς το δικαστήριο του τόπου έκδοσης της απόφασης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»

 Άρθρο 30
  1 .Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
αντικαθίσταται ως εξής:
  «1.0 διάδικος μπορεί να απαλλαγεί από την προκαταβολή του τέλους του δικαστικού ενσήμου και του παράβολου, αν αποδεικνύεται ότι η προκαταβολή αυτή δημιουργεί κίνδυνο περιορισμού των απαραίτητων μέσων για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του ( ευεργέτημα πενίας).»
 2. Στο άρθρο 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5α ως εξής:
 «5α. Η απαλλαγή μπορεί να ανακληθεί ή να περιοριστεί με απόφαση του αρμόδιου κατά την παράγραφο 5 οργάνου, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της είτε δεν συνέτρεχαν εξαρχής είτε έπαυσαν να συντρέχουν αργότερα είτε μεταβλήθηκαν. Αν οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους πέτυχαν την απαλλαγή με αναληθείς δηλώσεις και στοιχεία, το κατά την παράγραφο 5 όργανο επιβάλλει σε καθέναν από αυτούς χρηματική ποινή από εκατό (100) έως διακόσια (200) ευρώ, που περιέρχονται στο Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, χωρίς να αποκλείεται ούτε η υποχρέωσή τους να καταβάλουν τα ποσά από τα οποία είχαν απαλλαγεί ούτε η ποινική τους δίωξη.»

 Άρθρο 31
  Μετά το άρθρο 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 276Α ως εξής:
  «Αρθρο 276Α
  1. Μετά από αίτηση του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 276, το κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 276 αρμόδιο όργανο διορίζει είτε με την περί απαλλαγής πράξη του είτε με άλλη αυτοτελή πράξη, έναν δικηγόρο, έναν συμβολαιογράφο και έναν δικαστικό επιμελητή με την εντολή να συνδράμουν τον άπορο διάδικο και να του παρέχουν την απαιτούμενη βοήθεια κατά την εκτέλεση των αναγκαίων διαδικαστικών πράξεων. Αυτοί έχουν υποχρέωση να αποδεχθούν την εντολή και να παρέχουν νομική βοήθεια, χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.
  2. Οι διατάξεις της παραγράφου 5α του άρθρου 276 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις
περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.»


Σχόλια