Ο Δ.Σ.Α. αποφάσισε να απέχουν όλα τα μέλη του από τις
συνεδριάσεις του Εφετείου, στις συνθέσεις των οποίων συμμετέχει η
δικαστική λειτουργός κ. Μαρία Λεπενιώτη, για τους λόγους που αναφέρονται στο
από 15.7.2014 Δελτίο Τύπου του ΔΣΑ το οποίο είχε ως εξής: «Ο ΔΣΑ εκφράζει
την σφοδρή αντίθεση και διαμαρτυρία του για την αποκρουστική απόφαση του Β΄
Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με Προεδρεύουσα Εφέτη την κ. Μαρία
Λεπενιώτη, να περιφρονήσει την απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων
της Χώρας και να διατάξει την εκδίκαση υπόθεσης στην δεύτερη μετά διακοπή
συνεδρίαση, απορρίπτοντας σχετικό αίτημα αναβολής που υπέβαλαν οι απέχοντες
συνήγοροι υπερασπίσεως. Τούτο συνέβη παρά την προηγούμενη ρητή
έγγραφη άρνηση του ΔΣΑ να χορηγήσει άδεια στους συνηγόρους των κατηγορουμένων,
διότι δεν συνέτρεχε περίπτωση επικείμενης παραγραφής, ούτε συμπλήρωσης των
ανωτάτων ορίων της προσωρινής κράτησης.
Η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του δικαστηρίου αποτελεί
αποκορύφωμα εχθρικής στάσης απέναντι στους δικηγόρους και τους κατηγορουμένους,
και επιδιώκει την καθιέρωση της συστηματικής παραβίασης της απόφασης της
Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας περί αποχής των δικηγόρων μετά
την δεύτερη διακοπή σε ποινικές δίκες.
Διαπιστώνουμε ότι, η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί
ακραίο περιστατικό στα χρονικά του δικηγορικού σώματος, αναδεικνύει άκρως
ανησυχητικό έλλειμμα σεβασμού στη δικονομική τάξη αλλά και βαθύτατα
αντιδικηγορική νοοτροπία από λειτουργούς που έχουν ταχθεί να τηρούν το
Σύνταγμα και τους Νόμους.Ο ΔΣΑ δεν προτίθεται να μείνει απαθής απέναντι σε τέτοια
κρούσματα ακραία επιθετικής, προς τους δικηγόρους συμπεριφοράς, ούτε θα
αρκεσθεί σε ρηματικές διαμαρτυρίες.
Έτσι : 1) Θα ζητήσει άμεσα από τα θεσμικώς αρμόδια όργανα
της Ελληνικής Δικαιοσύνης τον πειθαρχικό έλεγχο της συγκεκριμένης Εφέτου.
2) Θα συζητήσει στο Διοικητικό Συμβούλιο της 25ης/7/2014 το
ζήτημα, με πρόταση την αποχή των δικηγόρων από όλες τις συνθέσεις του Εφετείου
στις οποίες συμμετέχει η εν λόγω δικαστική λειτουργός.
3) Θα συμπαρασταθεί με όλα τα νόμιμα μέσα στους ελεγχόμενους
για απείθεια συναδέλφους, που αρνήθηκαν, κατά καθήκον, να συμπράξουν στην παραβίαση
των αποφάσεων της Ολομέλειας, αλλά και την κατάλυση των αρχών της δίκαιης
δίκης»
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εξέδωσε την παρακάτω
ανακοίνωση σχετικά με το θέμα: «Μετά τις εκδοθείσες δύο ανακοινώσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ( από
15-7-2014 και από 24-7-2014) επισημαίνουμε τα εξής: Οι
αιτιάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, οι αποδιδόμενες στους χειρισμούς της
Προεδρεύουσας Εφέτου του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, βασίζονται
επί εσφαλμένης προϋπόθεσης . Και τούτο διότι, η απόφαση της
Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, περί αποχής των Δικηγόρων, μετά την
δεύτερη διακοπή της συνεδρίασης σε ποινικές δίκες , εφαρμόζεται στις
περιπτώσεις, όπου έχουν εισαχθεί, στη δικάσιμο, προς εκδίκαση περισσότερες
υποθέσεις και μετά την εκδίκαση ορισμένου αριθμού εξ’ αυτών, κατά τις δύο
πρώτες ημέρες, οι λοιπές, κατά την τρίτη ημέρα, αναβάλλονται, μετά από υποβολή
σχετικής δήλωσης, από τους συνηγόρους ότι τηρούν την ως άνω απόφαση της
Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων.
Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, είχε εισαχθεί στη δικάσιμο, μία μόνον
υπόθεση,(προφανώς λόγω της βαρύτητας αυτής – η υπόθεση των εξοπλιστικών
προγραμμάτων TorM1, με κατηγορούμενο πρώην Υπουργό της Κύπρου κλπ), της
οποίας η εκδίκαση άρχισε ήδη από την πρώτη ημέρα κατά την οποία, αφού έλαβε
χώρα η εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων, καθώς και των ονομάτων των
μαρτύρων και αφού έγινε η νομιμοποίηση των παραστάντων δικηγόρων υπεράσπισης,
στη συνέχεια ο συνήγορος του πέμπτου εκ των κατηγορουμένων, υπέβαλε ένσταση
ελλείψεως νομίμου κλητεύσεως του (απόντος) εντολέα του, η οποία απερρίφθη από
το Δικαστήριο και επανήλθε με υποβολή ενστάσεων και κατά τη δεύτερη ημέρα, οι
οποίες επίσης απορρίφθηκαν. Κατά την τρίτη ημέρα της συνεδρίασης, οι συνήγοροι
υπεράσπισης εδήλωσαν ότι απέχουν, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας απόφασης
της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν
συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της εν λόγω απόφασης, καθόσον είχε ήδη
γίνει έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης, ληφθέντος μάλιστα υπόψη ότι
επρόκειτο για αδικήματα (κακουργήματα), για τα οποία ο νόμος επιβάλλει την
ταχεία εκδίκαση, καθώς και ότι, τον προσεχή Σεπτέμβριο, συμπληρώνεται, για τους
δύο προσωρινά κρατούμενους εκ των κατηγορουμένων, το δωδεκάμηνο της κράτησης,
οπότε η τυχόν αναβολή της υπόθεσης και με δεδομένο ότι η εκδίκαση αυτής, λόγω
της βαρύτητάς της, θα διαρκέσει επί αρκετό διάστημα, θα οδηγούσε σε συμπλήρωση
του 18μήνου κράτησης και σε αποφυλάκιση αυτών.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η επιμονή τόσο των συνηγόρων
υπεράσπισης όσο και των λοιπών συνηγόρων των κατ’ επανάληψη, αυτεπαγγέλτως από
το Δικαστήριο διορισθέντων, στην άποψή τους περί αποχής και η εκ του
λόγου τούτου δημιουργηθείσα μεγάλη ένταση, είναι μη δικαιολογημένη, όπως,
επίσης, μη δικαιολογημένες και αντιδεοντολογικές είναι και οι σχετικές με την
υπόθεση αυτή ενέργειες, καθώς και η ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών,
τόσο κατά το περιεχόμενο, όσο και κατά το ύφος αυτής, στρεφόμενη, μάλιστα,
επώνυμα κατά Δικαστικής Λειτουργού, η οποία πάντοτε κατά τη διάρκεια της
μακρόχρονης σταδιοδρομίας της, ασκεί τα καθήκοντά της με την επιβαλλόμενη
υπευθυνότητα, σοβαρότητα, και ευσυνειδησία.
Καλούμε τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών να επιδεικνύουν πνεύμα
συνεργασίας με τους Δικαστικούς Λειτουργούς, όπως πάντοτε, μέχρι σήμερα
συνέβαινε, ώστε να καθίσταται δυνατή ηταχεία, ορθή και απρόσκοπτη λειτουργία
της Δικαιοσύνης, κάτι το οποίο ασφαλώς αποτελείκοινό στόχο όλων των
παραγόντων της Δικαιοσύνης, (Δικαστικών Λειτουργών και Δικηγόρων)».
Σχόλια