Αντισυνταγματική η διάταξη για απαράδεκτο της συζήτησης εμπράγματης αγωγής λόγω μη προσκόμισης πιστοποιητικού καταβολής του ΕΝΦΙΑ (νομολογία)
«Αρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο
Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική
δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή
μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα
προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από
το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής
Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία,
περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο
φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το
συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει
ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία
είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός
τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού..
3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού
του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της
μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου
48 του ν. 3842/2010 (Α` 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με
τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.),
καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο
ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει
ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα
προηγούμενα έτη……5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης
αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης
ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό
των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.» Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου
της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει,
παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και
25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης
προστασίας και αρχή της αναλογικότητας).
Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος,
το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται
το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα
δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές
λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ενωσης δεν
επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων
των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της
ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α`
256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της
περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους
δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών
αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το
δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε
κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το
δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή
προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της
περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς
επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη
διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους
εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών
προβλημάτων τους. Ομως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην
περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη
ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών
προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ
χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της,
κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς
οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής
αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός
φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της
διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν
οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής
δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει,
δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η
παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής.
Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται,
μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που
το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση
μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική
θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό
οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη
πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να
χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης
για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η
επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους,
δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει
να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη
Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει
ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως
άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει
το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική
εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην
εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται
στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της
εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια
του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία
του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά
φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων
σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να
αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και
προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Αλλωστε, στόχος
της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές
προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή
της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ Ολ.
ΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008, ΑΠ
293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Α δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, MoνΠρωτΧαν 2/2014
(δημ.στην τράπεζα ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, MoνΠρωτΧαν 210/2014 αδημ., ΕΔΔΑ απόφαση της
2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988,
Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers
κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89, Νικόλαος Νίκας Πολιτική Δικονομία Ι σ. 415).
Εξάλλου, ειδικά στην περίπτωση της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου του άρθρου
1094 του ΑΚ, με την οποία ο ενάγων
αξιώνει την αναγνώριση της κυριότητας και την απόδοση του πράγματος από τον
εναγόμενο που νέμεται ή κατέχει το ακίνητο, αφενός δεν νοείται να είναι
φορολογικά υπόχρεοι για το ίδιο ακίνητο τόσο ο ενάγων που το διεκδικεί, όσο και
ο εναγόμενος που το νέμεται και που συνήθως προβάλει δικαίωμα ιδίας κυριότητας,
οπότε υπάρχει πολλαπλή φορολόγηση του ιδίου ακινήτου, και μάλιστα με μη
δυνατότητα επιστροφής του καταβληθέντος φόρου στον ηττηθέντα διάδικο, αφετέρου
ο ενάγων καλείται να καταβάλει φόρο για ένα ιδιοκτησιακό αγαθό που βρίσκεται σε
επιδικία και επιπλέον δεν απολαμβάνει. Τέλος, είναι διαφορετική η περίπτωση του
άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973, που απαγορεύει τη συζήτηση εμπράγματης αγωγής, της
οποίας το αντικείμενο φέρεται να περιήλθε στον ενάγοντα με κληρονομική διαδοχή,
εάν δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του Οικονομικού Εφόρου για την υποβολή
δήλωσης φόρου κληρονομίας ή πράξη επιβολής φόρου, καθόσον η εν λόγω διάταξη –σε
αντίθεση με την προρρηθείσα του άρθρου 9 παρ.2 του Ν.4223/2013- επιβάλει μόνο
υποχρέωση υποβολής δήλωσης και όχι και καταβολής και εξόφλησης του αντίστοιχου
φόρου. Αλλωστε η πάγια νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ ολ 1331/1985 Ελλ.Δ/νη
26.1133, ΑΠ 437/1998 Ελλ.Δ/νη 39.1275, ΕφΘρ 214/2014 ΝΟΜΟΣ) έκρινε ότι η μη αναστολή της συζητήσεως, κατά τις επιταγές
της διατάξεως του άρθρου 106 του ΝΔ 118/1973 που επιδιώκει φορολογικούς
σκοπούς, οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν και με άλλα μέσα, δηλαδή με ενέργειες
των φορολογικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται η εξαφάνιση της αποφάσεως, που δεν
διέταξε την αναστολή, για την επίτευξη των επιδιωκομένων φορολογικών σκοπών, οι
οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και συνεπώς και στην ορθή
απονομή της δικαιοσύνης, δεν δημιουργεί απαράδεκτο, που συνεπάγεται την
εξαφάνιση της απόφασης, που δεν το διέταξε" (τνπ Νομος)
Σχόλια