Παραγραφή. Συνιστά ανωτέρα βία ο προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων σε δικάσιμο πέραν του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής (νομολογία)

ΑΠ 74/2013 Παραγραφή. Συνιστά ανωτέρα βία ο προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων σε δικάσιμο πέραν του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής και ισόχρονη με αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση - και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους - ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακόπτεται μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Έτσι επί αξιώσεως που έχει καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειται μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας.
Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπάγεται κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, τη διακοπή της παραγραφής θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων. Τούτο δε διότι ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (ΑΚ 247 επ.) αποτελεί, τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσης του και επομένως δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός έχει ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερα. Γι` αυτό ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους, συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για το δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής είναι κατ` άρθρο 255 ΑΚ το δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία και ο δόλος του υπόχρεου. Ανωτέρα βία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά και ο προσδιορισμός της συζήτησης της υπόθεσης λόγω φόρτου εργασίας των δικαστηρίων, λαμβανομένου υπόψη και του αριθμού των υποθέσεων που μπορεί κατά τον οικείο κανονισμό να εγγραφούν στο πινάκιο κάθε δικασίμου, σε δικάσιμο πέραν του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής αφού ο διάδικος δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει κάποια διαδικαστική πράξη η οποία και μόνο θα μπορούσε να επιφέρει την διακοπή της παραγραφής. Εξετέρου κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006 και Ολ. ΑΠ 4/2005). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο και κατά το μέρος που ενδιαφέρει εδώ δέχθηκε τα εξής :"Οτι η ενάγουσα κατέθεσε την αγωγή στις 4-5-2007 ήτοι εντός του εξαμήνου από τότε (περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2006) που έλαβε γνώση της συμπεριφοράς των εναγομένων και ότι λόγω του φόρτου των πινακίων ορίσθηκε η δικάσιμος για το επόμενο έτος στις 2-4-2008, ήτοι μετά τη συμπλήρωση του νέου εξαμήνου και κατά συνέπεια δεν οφειλόταν η συμπλήρωση του εξαμήνου τούτου σε αδράνεια της ενάγουσας". Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αντένσταση της ενάγουσας περί αναστολής της εξάμηνης παραγραφής εν επιδικία και απέρριψε την ένσταση των εναγομένων περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων εν επιδικία επιδικάζοντας στην ενάγουσα τα εις την απόφαση αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 255 Α.Κ. με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ούτε και στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης καθόσον περιέλαβε σ` αυτή σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που εφάρμοσε χωρίς προς τούτο ν` απαιτούνται και άλλες αιτιολογίες. Ειδικότερα με τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα οποία λόγω φόρτου των πινακίων έγινε ο προσδιορισμός της δικασίμου στις 2-4-2008 ήτοι μετά την συμπλήρωση του νέου εξαμήνου, συνέτρεχαν σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη οι προϋποθέσεις εφαρμογής της». (areiospagos.gr)

Σχόλια