- Επιβολή προστίμου – Προστασία Καταναλωτή
Με την 6672/2014 απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 12ο Τριμελές) απορρίφθηκε προσφυγή της προσφεύγουσας
εταιρείας κατά της υπ΄ αριθ. πρωτ. 29094/21-02-2008 αποφάσεως του Υφυπουργού
Ανάπτυξης με την οποία, κατά μερική αποδοχή της από 3-12-2007 αίτησης θεραπείας
της προσφεύγουσας, τροποποιήθηκε η αρχικώς εκδοθείσα πράξη και μειώθηκε σε
80.000 ευρώ το επιβληθέν με αυτή πρόστιμο για παράβαση των διατάξεων περί
προστασίας του καταναλωτή (άρθρο 9 δ΄ του ν. 2251/1994, το οποίο προστέθηκε με
το άρθρο 12 του ν. 3587/2007, Φ.Ε.Κ. Α`152). Αφού συνεκτιμήθηκε,
μεταξύ άλλων, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 16-02-2007 ως
28-09-2007, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης έγινε
αποδέκτης πλήθους έγγραφων καταγγελιών καταναλωτών (περί τις 95), αλλά και
πολλαπλών τηλεφωνικών καταγγελιών στο τηλεφωνικό κέντρο της, οι οποίες
στην πλειοψηφία τους αφορούσαν στην μη παράδοση
παραγγελθέντων επίπλων από την
προσφεύγουσα εταιρεία στο χρονικό διάστημα που είχε αρχικώς συμφωνηθεί, όλες
δε, οι έγγραφες καταγγελίες διαβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα μία ή και
περισσότερες φορές με την μορφή υπομνηστικού εγγράφου και με την παράκληση για
την διευθέτηση των συγκεκριμένων προβλημάτων, κρίθηκε ότι η προσφεύγουσα προέβη
κατ’ εξακολούθηση σε παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές σε βάρος των
καταναλωτών, παραβιάζοντας έτσι τις διατάξεις του άρθρου 9δ του ν.2251/1994,
όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν.3587/2007 και νομίμως και
ορθώς της επιβλήθηκε η κύρωση του προστίμου, κατ΄ άρθρο 13α του ίδιου
νόμου. Ως προς δε το ύψος του, το Δικαστήριο έκρινε ότι ενόψει της
βαρύτητας της διαπραχθείσας παράβασης, που συνίσταται στην παραπλάνηση μεγάλου
αριθμού πελατών της προσφεύγουσας για το χρόνο παράδοσης των προϊόντων της, του
βαθμού υπαιτιότητάς της, της διάρκειας της παράβασης αλλά και του πλαισίου,
μέσα στο οποίο το πρόστιμο μπορεί να κινηθεί (1.500 - 1.000.000 ευρώ),
κρίνεται αυτό εύλογο, πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού του
νόμου, και, συνεπώς, δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
- Αστική Ευθύνη Ελληνικού Δημοσίου – Χρηματική Επιβάρυνση εις βάρος των Ιδιοκτητών ΚΤΕΟ – Αγωγή επί Φορολογικής Διαφοράς
Με τη 1686/2014 απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο Τριμελές) το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της
ενάγουσας Ανώνυμης Εταιρείας, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση
του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει το ποσό των 175.462,91 ευρώ,
που αντιστοιχεί στο καταβληθέν από αυτήν, κατ’ άρθρο 39 του ν. 2963/2001
(Φ.Ε.Κ. Α΄268), ποσοστό 10% του καταβαλλόμενου από τους ιδιοκτήτες των οχημάτων
καθαρού ποσού για τον περιοδικό τεχνικό έλεγχο, ετών 2006 (δεύτερο και τρίτο
τρίμηνο) και 2007 (πρώτο και δεύτερο τρίμηνο) κατά τις διατάξεις του άρθρου 904
του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, άλλως ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105
και 106 του Εισ. Ν.Α.Κ. προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την
παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς της, επιβολή και είσπραξη της ανωτέρω
χρηματικής επιβάρυνσης. Κρίθηκε ότι, η επιβληθείσα με τη διάταξη του
άρθρου 39 του ν. 2963/2001 χρηματική επιβάρυνση εις βάρος των ιδιωτικών
Κ.Τ.Ε.Ο. υπέρ του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, περί απόδοσης ποσοστού 10% του
καταβαλλόμενου στα ιδιωτικά Κ.Τ.Ε.Ο., από τους ιδιοκτήτες οχημάτων, καθαρού
ποσού για τον περιοδικό τεχνικό έλεγχο των οχημάτων τους, δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί ως ανταποδοτικό τέλος, διότι δεν αντικρίζει ειδική αντιπαροχή του
Ελληνικού Δημοσίου προς τα βαρυνόμενα με αυτήν ιδιωτικά Κ.Τ.Ε.Ο., δεδομένου ότι
αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση γενικότερου κρατικού σκοπού, ο οποίος συνίσταται
στην εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για τη διενέργεια εποπτείας των ιδιωτικών
Κ.Τ.Ε.Ο., προκειμένου να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η υψηλή ποιότητα
των τεχνικών ελέγχων προς όφελος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Ενόψει
αυτού, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αγωγή, η οποία είχε ως αντικείμενο αξίωση
φορολογικού περιεχομένου, αφού λήφθηκε υπόψη ότι η ως άνω χρηματική επιβάρυνση
αποτελεί φόρο και, κατ’ άρθρο 71 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ., ικανοποίηση αξίωσης
φορολογικού περιεχομένου δεν επιτρέπεται να επιδιωχθεί με το ένδικο βοήθημα της
αγωγής.
- Διαφορές Κ.Ε.Δ.Ε. – Ανακοπή κατά πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως
Με τη 1775/2014 απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 29ο Μονομελές) απορρίφθηκε ανακοπή της ανακόπτουσας
εταιρείας κατά πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε.
Αθηνών, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της το ποσό των 25.000 ευρώ από
πρόστιμο που της επβλήθηκε με απόφαση του ΔΣ του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Επιτροπή
Κεφαλαιαγοράς», το οποίο κλήθηκε να καταβάλει με ατομική ειδοποίηση
χρεών του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. Κρίθηκε ότι, στην προκειμένη
περίπτωση, η ανακόπτουσα δεν προβάλλει ότι η μη ιδιαίτερη εξειδίκευση της
οφειλής της στην ανωτέρω ατομική ειδοποίηση, ελλείψει μνείας του οικονομικού
έτους στο οποίο αναγόταν, επέφερε σε αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη την οποία και
έπρεπε να συγκεκριμενοποιήσει. Και τούτο διότι, η έλλειψη ενός ή
περισσοτέρων στοιχείων από τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., μπορεί
να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής, στην ακύρωση της ατομικής ειδοποιήσεως,
μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 του Κ.Ε.Δ.Ε., του
άρθρου τούτου εφαρμοζομένου όχι μόνο επί των αμιγών πράξεων εκτελέσεως αλλά και
επί των προπαρασκευαστικών, σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του
Δημοσίου, δηλαδή αν η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή
δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο
αν κηρυχθεί η ακυρότητα της ατομικής ειδοποιήσεως, ενόψει, ιδίως, της υπάρξεως
περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη.
- Υποθέσεις ν. 1406/83 και Αναστολών
Με την 569/2014 απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Υποθέσεων ν. 1406/1983 και Αναστολών) απορρίφθηκε
αίτηση της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου περί αναστολής της διαδικασίας
αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύθηκε σε βάρος της, δυνάμει τεσσάρων
κατασχετηρίων εγγράφων, με τα οποία η καθ’ ης η αίτηση ανώνυμη εταιρεία προέβη
σε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τραπεζών ως τρίτων, των χρηματικών
υπολοίπων των λογαριασμών καταθέσεων που διατηρεί στις εν λόγω τράπεζες η
αιτούσα. Και τούτο διότι, δεδομένου ότι δεν πληρούται η μια εκ των δύο
προϋποθέσεων που θέτει η διάταξη του άρθρου 938 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ήτοι της
πιθανολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητας της ασκηθείσας ανακοπής, δε συντρέχει
λόγος περαιτέρω έρευνας για τον ανεπανόρθωτο ή μη χαρακτήρα της βλάβης, την
οποία η αιτούσα κινδυνεύει να υποστεί από τη συνέχιση της διαδικασίας της
αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπέυδεται σε βάρος της. (Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών)
Σχόλια