Αγωγή κατά του γερμανικού Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία που έλαβε χώρα από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατοχής (Άρειος Πάγος)

ΑΠ 2013/2013: Αγωγή ΝΠΔΔ (Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσ/νίκης) κατά του γερμανικού Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία που έλαβε χώρα στο έδαφος της Ελλάδος από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατοχής. Το γερμανικό Δημόσιο δεν μπορεί να εναχθεί παραδεκτώς ενώπιον των  ελληνικών δικαστηρίων λόγω του προνομίου της ετεροδικίας. «Κατά τη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, το αναιρεσίβλητο δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, με δήλωση σύμφωνα με τα άρθρα 573 παρ. 1 και 142 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Πρέπει, άρα, να ερευνηθεί, αν το απολειπόμενο-αναιρεσίβλητο Γερμανικό Δημόσιο, κλητεύτηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως παρακάτω, σύμφωνα με την επικαλούμενη και προσαγόμενη προς τούτο από το επισπεύδον αναιρεσείον ΝΠΔΔ .../4.1.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή Αθηνών …, επίδοση, η οποία έλαβε χώρα με βάση την προβλεπόμενη από τον ισχύοντα, κατ`εκείνο το χρόνο, νέο Κανονισμό (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 (άρθρ.1 παρ.1 εδ.2). Ο νέος Κανονισμος που ισχύει από 13-11-2008 (άθρ. 16) εξαιρεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής του, τις υποθέσεις που έχουν, ως αντικείμενο την ευθύνη του Κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημοσίας εξουσίας (acta jure imperii), όπως η ένδικος. `Ομοια παραδοχή υπήρχε για τη σχετική διαδικασία και στον προϊσχύσαντα 1348/2000 Κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000, για τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις στα κράτη - μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Ειδικότερα, στο άρθρο 151 του πιο πάνω Κανονισμού, ορίζονταν ότι "ο παρών Κανονισμός ισχύει σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, οσάκις μία δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβαστεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο προκειμένου να εκδοθεί ή να κοινοποιηθεί", Αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής έχει και η από 11.5.1938 μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας Σύμβαση " περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου". Στην έννοια "των αστικών ή εμπορικών υποθέσεων" του Κανονισμού ή "των υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου", της Ελληνογερμανικής συμβάσεως, που αξιώνουν βεβαίωση περί πραγματικής επίδοσης, σε αντιδιαστολή με την πλασματική επίδοση του άρθρου 134 Κ.Πολ.Δ., δεν εμπίπτουν οι πιο πάνω υποθέσεις. Όμοια ερμηνεύτηκε η έννοια του όρου "αστικές και εμπορικές υποθέσεις", της Σύμβασης των Βρυξελλών (άρθρ.1), για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και, έτσι, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής οι υποθέσεις που συνδέονται με την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, όμοιο περιεχόμενο δε έχει και το αντίστοιχο άρθρο 1 του ισχύοντος, από 1-3-2002 (άρθρ.76) 44/2001 (ΕΚ) Κανονισμού του Συμβουλίου της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με τα πιο πάνω νομικά δεδομένα, η κλήτευση του απολειπομένου αναιρεσίβλητου θα ελεγχθεί με βάση το εσωτερικό δίκαιο και το άρθρο 134 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 853/2009). Ειδικότερα, από την προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης προκύπτει, ότι, μετά από εντολή του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Σαμ. Ναχμία, ο οποίος εκπροσώπησε το αναιρεσείον στη δευτεροβάθμια δίκη, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης (σε πιστή μετάφραση στη Γερμανική γλώσσα), και κλήση για παράσταση κατά την παραπάνω δικάσιμο, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για το αναιρεσίβλητο Γερμανικό Δημόσιο. Αρα, επιτρεπτώς το Δικαστήριο, χωρεί στη συζήτηση της αναίρεσης, παρά την απουσία αυτού (άρθρ. 573 παρ. 1, 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Σημειώνεται, πάντως, πως η αίτηση και η κλήση, διαβιβάστηκαν, μέσω της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στο αναιρεσίβλητο, όπως προκύπτει δε, από την από 15.2.2012 βεβαίωση επιστροφής της αίτησης και της πράξης, αυτή επιστράφηκε, γιατί η πράξη καταφανώς εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού, αφού η πράξη δεν είναι αστική ή εμπορική.
Ο από το άρθρο 559 αρ.8 λόγος αναίρεσης, ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν έκρινε νόμιμη και ορισμένη την αγωγή, αφού παραγνώρισε εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της γεγονότα. Ακόμη, ο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά την επαρκή έκθεση στην αγωγή, όσων στοιχείων είναι αναγκαία για την στήριξη του αιτήματός της, την απέρριψε (ΑΠ 443/2011). Η νομιμοποίηση, εξ άλλου, του διαδίκου, απορρέει αμέσως από το νόμο (κατά κανόνα) και δη από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ή, ενίοτε, δικονομικού δικαίου. Ο λόγος αναίρεσης, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, υπάρχει ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση, στηρίζεται στο άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 18/2005, ΑΠ 1383/2010). Αν το δικαστήριο της ουσίας, δεν έλαβε υπόψη του περιστατικά της αγωγής, που στηρίζουν τη νομιμοποίηση, ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος (ΑΠ 354/2008). Ακόμη, αν ο αναιρεσείων παραπονείται, πως το Εφετείο παραμόρφωσε έγγραφο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του για παθητική νομιμοποίηση, υπάγεται στον αναιρετικό λόγο, από το άρθρο 559 αρ. 20Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 778/2006). Εγγραφα, κατά την παραπάνω διάταξη, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δ. ως αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 909/2008, ΑΠ 2038/2006). Αντίθετα, δεν αποτελούν έγγραφα, η ένδικη αγωγή (ΑΠ 2081/2007, ΑΠ 2103/2007), οι προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 1278/2008) και το δικόγραφο της έφεσης (ΑΠ 300/2006). Στη συνέχεια, για να θεμελιωθεί, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος, προϋποτίθεται, λογικά πως το δικαστήριο έκρινε για την ουσία της διαφοράς. Αρα, ο πιο πάνω λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην εκτίμηση των αποδείξεων, αλλ` απέρριψε την αγωγή, ως μη νόμιμη, ή απαράδεκτη ή ως πρόωρη, ή, για οποιονδήποτε άλλο, μη ουσιαστικό, λόγο (ΑΠ 376/2008, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 2081/2007). Τέλος, αν το δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της υπόθεσης, απορρίπτει την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας), υποπίπτει στην πλημμέλεια της, παρά τον νόμο, κήρυξης απαραδέκτου του άρθρου 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ. 2/1999, ΑΠ. Ολ. 4/1992, ΑΠ 487/2011, ΑΠ 640/2010, ΑΠ 2103/2009). Στην υπό κρίση περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, τα ακόλουθα: "Στην προκείμενη περίπτωση, με την αριθμ. εκθεσ. κατάθεσης 30129/28- 8-1997 αγωγή, το ενάγον ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης" ισχυρίζεται ότι κατόπιν ανακοινώσεως των Γερμανικών Αρχών Κατοχής δημοσιευθείσας την 8ην Ιουλίου 1942 στην εκδιδομένη τότε στην Θεσσαλονίκη Εφημερίδα ".............................." συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ελευθερίας της Θεσ/νίκης, οι άρρενες Εβραίοι της πόλης ηλικίας από 18 έως 45 ετών ότι ακολούθησε καταγραφή τους από τις Αρχές Κατοχής από την 13ην έως και την 16η-7-1942 και ακολούθως οι κριθέντες ικανοί προς εργασίαν, ανεξαρτήτως γνώσεων και ειδικότητος, απεστάλησαν για να εργασθούν παρά τη θέληση τους σε καταναγκαστικά έργα για στρατιωτικούς σκοπούς, την εκτέλεση των οποίων είχαν αναλάβει οι εταιρείες .......... και ..... ότι εργάσθηκαν σε βαρείες εργασίες σε οχυρωματικά και οδικά έργα, ως και σε έργα της σιδηροδρομικής γραμμής 2.000 συνολικώς Εβραίοι - μέλη της Ισραηλιτικής Κοινότητος, εκ των οποίων 600 στην περιοχή Κατερίνης, 400 στο Λιτόχωρο 600 στην Λεπτοκαρυά, 200 στην Δεξαμενή - και 200 στο αεροδρόμιο του Σέδες ότι οι συνθήκες εργασίας και διαβιώσεως τους στους τόπους των έργων ήταν απάνθρωπες και εξαντλητικές, με συνέπεια να υποφέρουν από ελονοσία και τύφο και πολλοί να πεθαίνουν - ότι κατόπιν παρεμβάσεως της (ενάγουσας) ο Αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου του Διοικητικού Θεσ/νίκης-Αιγαίου ............ επέτρεψε στους παρέχοντες καταναγκαστικήν εργασία Εβραίους, να εξαγοράσουν την υποχρέωση παροχής εργασίας αντί 150 χρυσών Γαλλικών Φράγκων ότι αυτή (η ενάγουσα) κατέβαλε το ποσόν των 150.000 χρυσών Γαλλικών Φράγκων για την εξαγορά της υποχρεώσεως προς εργασίαν 1000 πτωχών μελών της που δεν μπορούσαν να καταβάλουν το ποσόν της εξαγοράς ότι παρά τις προσπάθειες της όμως η κατάσταση των εργαζομένων στα καταναγκαστικά έργα εχειροτέρευσε, με αποτέλεσμα η θνησιμότητα αυτών να ανέλθει σε ποσοστό 12% κατά τους 2 1/2 πρώτους μήνες εργασίας ότι κατόπιν νέας παρεμβάσεως της (της ενάγουσας) επήλθε συμφωνία μεταξύ αυτής και του .... να καταβληθούν εκ μέρους της σε αυτόν 2.500.000.000 δρχ. ή 50.000.000 γερμανικά μάρκα "ίνα απαλλαγούν οι απασχολούμενοι εις τα καταναγκαστικά έργα" ότι από το ποσό αυτό η ενάγουσα κατέβαλε, στις Γερμανικές Αρχές Κατοχής 1.900.000.000 δρχ. ή 38.000.000 γερμανικά μάρκα σε 4 δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη ποσού 1.000.000.000 δρχ. κατεβλήθη κατά τη σύναψη της συμφωνίας, οι δε άλλες, από 300.000.000 δρχ. κατεβλήθησαν εντός τριμήνου ότι το υπόλοιπο δεν κατεβλήθη από την ενάγουσα, "δοθέντος ότι κατά την συμπεφωνημένην ημερομηνίαν καταβολής του είχεν ήδη συντελεσθεί ο εξανδραποδισμός των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης δια της μεταφοράς των εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Πολωνίας και της εκείσε εξοντώσεώς των, εις τρόπον ώστε κατά τον συμπεφωνημένον χρόνον καταβολής... να έχει παύσει να υφίσταται και το αντικείμενον της συμφωνίας, ήτοι οι μέλλοντες να απαλλαγούν της υποχρεώσεως παροχής καταναγκαστικής εργασίας".
Συνεχίζοντας η ενάγουσα εκθέτει κατ` ορθήν εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής ότι υπέστη ζημία λόγω της άδικης και υπαίτιας συμπεριφοράς των Γερμανικών Αρχών Κατοχής, ήτοι λόγω απάτης συνεπεία "της εγκληματικής και αδίκου συμπεριφοράς αυτών έναντι των μελών μου και την δι`απατηλών διαβεβαιώσεων περί απαλλαγής των εκ της καταναγκαστικής εργασίας είσπραξιν των ανωτέρω ποσών, ενώ οι εισπράξαντες εγνώριζαν άριστα ότι πάντες οι δήθεν απαλλαγέντες, μετά των οικογενειών των, επρόκειτο να έχουν φρικτόν τέλος εις τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, εις τρόπον ώστε η δήθεν εκ της καταναγκαστικής εργασίας απαλλαγή των να έχει ως μόνον σκοπόν τον πλουτισμόν του εναγομένου και των υπ` αυτού προστηθέντων". Μετά από αυτά η ενάγουσα ζητεί, όπως νομίμως περιόρισε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου το αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να της καταβάλει ως αποζημίωση τα ως άνω ποσά, τα οποία κατέβαλε στα όργανα του Γερμανικού Δημοσίου, ήτοι το ισόποσο σε δραχμές κατά την ημέρα της εξοφλήσεως: α`) 150.000 χρυσών γαλλικών φράγκων και β") 38.000.000 γερμανικών μάρκων. Τέλος, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι από την άδικη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου και την καταβολή, σε αυτά των παραπάνω ποσών υπέστη ηθική βλάβη "καθόσον εστερήθην της δυνατότητας φυσιολογικής χρήσεως των ποσών τούτων προς εκτέλεσιν των υπό του νόμου (Ν. 2456/1920) ταχθέντων εις αυτήν θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών σκοπών, βοηθούσα εις την πρόοδον και ευημερίαν των μελών μου και της χώρας εν γένει" και ζητεί για τον λόγον αυτό να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσόν των 50.000.000 δρχ".
Από το περιεχόμενο αυτό της αγωγής προκύπτει ότι πρόκειται για αποζημίωση από αδικοπραξία που έλαβε χώρα στο έδαφος της Ελλάδος από τις Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατοχής. Κατά την ισχύουσα έναντι πάντων νομική παραδοχή που διατυπώνεται στην αριθμ. 6/2002 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και η οποία εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη παραπάνω, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του διεθνούς δικαίου εξακολουθεί να υφίσταται γενικώς παραδεγμένος κανόνας του δικαίου αυτόν; κατά το οποίο το Γερμανικό Δημόσιο δεν δύναται να εναχθεί παραδεκτώς ενώπιον των Δικαστηρίων της Ελλάδος για την ένδικη αγωγή αποζημιώσεως από αδικοπραξία, η οποία έλαβε χώρα στην Ελλάδα και στην οποία εμπλέκονται καθ` οιανδήποτε τρόπον ένοπλες δυνάμεις του Γερμανικού Δημοσίου (βλ. και παρεμπίπτουσα σκέψη στην αριθμ. 853/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου), αλλά απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας. Κατ` ακολουθία, σύμφωνα μ` όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το παρόν δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία κατά τη διάταξη του άρθρου 3§2 ΚΠολΔ, να δικάσει την κρινόμενη διαφορά και πρέπει να απορριφθεί η αγωγή".
Η αναιρεσείουσα στον πρώτο λόγο της αιτήσεώς της διαλαμβάνει τα εξής: "Ούτω κρίναν το Εφετείον ... εσφαλμένως ηρμήνευσε το περιεχόμενον του δικογράφου της αγωγής μου, όπου ουδέ μνεία γίνεται περί συμμετοχής των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων εις την διαπραχθείσαν εις βάρος μου αδικοπραξίαν, αναφερομένου σαφώς ότι εις την υπόθεσιν ταύτην εμπλέκονται αι ιδιωτικαί εργολαβικαί εταιρείαι ........... και .... εκτελούσαι έργα δια λογαριασμόν του αντιδίκου και ο Αρχηγός του Επιτελείου του Διοικητού (Πολιτικού) Θεσσαλονίκης-Αιγαίου ............ , ουχί δε αι Γερμανικαί `Ενοπλοι δυνάμεις και αι (στρατιωτικαί) διοικήσεις αυτών. Ούτω εκτιμήσασα το περιεχόμενον της αγωγής μου (πρβλ. τας παραγράφους ΙΙ, ΙΙ, ΙΧ και Χ...) η αναιρεσιβαλλομένη απόφασις παραβίασε τους κανόνας του άρθρου 559 αριθμ.1, 8, 10 και 20 ΚΠολΔ, καταστήσασα εαυτήν αναιρετέαν". Όμως: α) Εφ`όσον το Εφετείο δεν εχώρησε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, απαράδεκτα προβάλλεται η από τον αριθμό 10 πλημμέλεια, η οποία, άλλωστε, δεν εξειδικεύεται β) Ουδόλως αναφέρεται το έγγραφα που παραμορφώθηκε. Και αν εκτιμηθεί, πώς ως έγγραφο νοείται το δικόγραφο της αγωγής, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν προτείνεται παραδεκτά ο από τον αριθ.20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, γ) Εξ άλλου, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, εξάγεται ότι σ` αυτά αναφέρεται ότι: 1) "αι Γερμανικαί Αρχαί Κατοχής...", διέταξαν την συγκέντρωση όλων των ενηλίκων Εβραίων στην Πλατεία Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε έργα "... στρατιωτικής σκοπιμότητος, εκτελούμενα υπό των εταιρειών ...... και .......", 2) ο εργολάβος ................ , προκειμένου να αποσοβήσει κακουχίες και θνησιμότητα των εργατών συναίνεσε "... να μεσολαβήσει παρά τη Γερμανική Διοικήσει και συγκεκριμένως παρά του αρχηγού του επιτελείου του Διοικητού Θεσσαλονίκης - Αιγαίου .............", για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργατών. Ουδόλως γίνεται αναφορά σε πολιτικό Διοικητή, 3) την γενική εποπτεία των έργων είχε στρατιωτικός και δη ο στρατηγός .... , 4) Τα έργα επέβλεπαν Γερμανικαί Υπηρεσίαι. 5) Η αναιρεσείουσα, συμφώνησε, όχι με τις εταιρείες, αλλά με τον ..... , να καταβληθούν 2 δίς 500 εκατ. Δραχμαί ή 50.000.000 Γερμ. Μάρκα για να απαλλαγούν τα μέλη της από τα καταναγκαστικά έργα 6) τα μέλη της μεταφέρθηκαν και εξανδραποδίσθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας, από τις Γερμανικές αρχές Κατοχής, 7) τα ποσά αυτά κατεβλήθησαν προς τα "προστηθέντα όργανα", του αναιρεσίβλητου Γερμανικού Δημοσίου, 8) διεκδικείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την "εγκληματική δραστηριότητα εις την οποία επεδόθησαν τα όργανα του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, κατά την διάρκειαν της γερμανικής κατοχής..." 9) πρόκειται για "αστική ευθύνη δια των ενδίκων εγκληματικών πράξεων των γερμανικών αρχών κατοχής...", για την οποία ευθύνεται και η αναιρεσίβλητη, ως "διάδοχος του Γ` Γερμανικού Ράϊχ κράτους...", και όχι βεβαίως, των αναφερόμενων στο αναιρετήριο εταιρειών, 10) " οι προστηθέντες υπό του εναγομένου συμφώνησαν...", μετά της ήδη αναιρεσείουσας την είσπραξη των πιο πάνω ποσών, αν και προετοίμαζαν την "...μεταφορά των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης εις τα ειδικά προς τούτο στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Πολωνίας και την εκείσε εξόντωσίν των...", 11) Αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, αποτελεί "... ενοχή εξ αδικοπραξίας ...", που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη, γιατί εκεί υπογράφηκε η σύμβαση μεταξύ ............... και αναιρεσείουσας, για την εξαγορά της υποχρέωσης παροχής καταναγκαστικής εργασίας των μελών της, 12) το αναιρεσίβλητο ευθύνεται, για τις αξιόποινες πράξεις "... των οργάνων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος...", 13) Οι πολίτες ζημιώθηκαν "...συνεπεία πράξεων της στρατιωτικής δύναμης του αντιπάλου...", 14) Οι αξιώσεις της αναιρεσείουσας "... γενεσιουργόν αιτίαν έχουν την εγκληματικήν εις βάρος τους συμπεριφοράν των οργάνων του Στρατού του Γ` Ράϊχ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ...", "αι ως άνω εγκληματικές πράξεις δε των οργάνων του γερμανικού εθνοσοσιαλιστικού καθεστώτος, αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας...".
Είναι, άρα, με βάση τα παραπάνω, προφανές, πώς στο δικόγραφο της αγωγής, γίνεται πλήρης, ευθεία και αναλυτική αναφορά, στις γερμανικές αρχές κατοχής, στα γερμανικά στρατεύματα, στο Γ` Ράϊχ, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταναγκαστική εργασία, όλως παρεπιμπτόντως δε στις πιο πάνω εταιρείες. Συνακόλουθα, ορθά έκρινε, όσον αφορά το περιεχόμενο της αγωγής, η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια ο πρώτος αναιρετικός λόγος, υπό το εκτεθέν περιεχόμενο είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος έχει ως εξής: "Ούτω κρίνασα η ... απόφασις ψευδώς ηρμήνευσε τας διατάξεις του διεθνούς δικαίου, εις τας οποίας αναφέρεται, καθ`όσον εδέχθη εμπλοκήν των ενόπλων δυνάμεων του αντιδίκου εις την υπόθεσιν, ενώ τόσον εκ των εγγράφων τα οποία ετέθησαν υπ`όψει της, όσον και εκ των ισχυρισμών μου, οι οποίοι περιέχονται εις την αγωγήν και τας εγγράφους προτάσεις μου ουδεμία εμπλοκή των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων προκύπτει, παρεβίασε τας διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 8 του ΚΠολΔ, καταστήσασα εαυτήν αναιρετέαν". Με βάση όμως τα ήδη εκτεθέντα (και) ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι, κατά το αγωγικό δικόγραφο, στο ένδικο αδίκημα του αναιρεσιβλήτου δεν είχαν εμπλοκή οι ένοπλες αυτού δυνάμεις». (areiospagos.gr)

Σχόλια