ΣτΕ 2399/2014: Μουσουλμανικό Τέμενος - Θρησκευτική Ελευθερία
- Η προσβαλλόμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση (εγγραφή του έργου στο οποίο αφορά η
επίμαχη χρηματοδότηση στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου
Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και μεταφορά της σχετικής πιστώσεως από το
Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και
Θρησκευμάτων) δεν παραβιάζει το δικαίωμα ελεύθερης αναπτύξεως της
προσωπικότητας των αιτούντων και την αρχή της αναλογικότητας, ούτε και το άρθρο
26 του Συντάγματος, διότι εκδόθηκε με βάση την μνημονευόμενη στο προοίμιό της
διάταξη του άρθρου 3 § 5 του ν. 3512/2006 (όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την
αντικατάστασή του με το άρθρο 29 § 5 στοιχ. ii του ν. 4014/2011) και δεν
ερείδεται στις πολεοδομικού και ρυμοτομικού περιεχομένου ρυθμίσεις των §§ 1, 2,
και 3 του άρθρου αυτού, έχει δε ως αντικείμενο το διαφορετικό ζήτημα της
χρηματοδότησης για την κάλυψη των δαπανών κατασκευής του ισλαμικού τεμένους.
Η
προσβαλλόμενη δεν αντίκειται ούτε στα άρθρα 4 και 26 Σ, εφόσον η διάταξη στην
οποία αυτή ερείδεται εξυπηρετεί το γενικό δημόσιο συμφέρον και στην αιτιολογική
έκθεση παρατίθενται οι λόγοι που ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαίους για την επιβολή
της. Στην προκειμένη υπόθεση με τις επίμαχες διατάξεις δεν ρυθμίζεται απλώς το
ζήτημα της δημιουργίας λατρευτικού χώρου της μουσουλμανικής θρησκείας, αλλά
εισάγεται γενικότερο πλαίσιο που κρίθηκε από το νομοθέτη πρόσφορο και αναγκαίο
προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα στους μουσουλμάνους, οι οποίοι ζουν
στην Αττική, να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα κατά τρόπο σύμφωνο και με
το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Όπως προκύπτει δε από τα προπαρασκευαστικά
στοιχεία του νόμου, ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαία τη θέσπιση του νομοθετικού
αυτού πλαισίου, αφού έλαβε υπόψη ειδικές συνθήκες που σχετίζονται με τις
ανάγκες της μουσουλμανικής κοινότητας της Αττικής και επηρεάζουν την άσκηση των
λατρευτικών καθηκόντων της, όπως είναι ο μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων που
διαμένουν στην περιοχή αυτή της Χώρας, η απουσία συνολικής και ενιαίας έκφρασης
της μουσουλμανικής κοινότητας και το γεγονός ότι για την άσκηση των λατρευτικών
αναγκών της λειτουργούν εκατόν είκοσι περίπου παράνομα «τζαμιά». Τα δεδομένα αυτά
συνιστούν τα κριτήρια της επίμαχης νομοθετικής επιλογής, τα οποία δεν
αντιβαίνουν, αλλά αντιθέτως συνάδουν προς τις συνταγματικές αρχές της
ελευθερίας εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της ισότητας, ο έλεγχος
δε της ουσιαστικής αξιολόγησης από το νομοθέτη των πραγματικών αυτών δεδομένων
και της ορθότητας της νομοθετικής ρύθμισης που στηρίζεται στα παραπάνω κριτήρια
δεν ανήκει στην εξουσία του δικαστηρίου (Αντίθετη μειοψηφία).
«Επειδή, στο άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής :
«1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των
ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές
πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με
τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της
λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο
προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. … 4. Κανένας δεν μπορεί, εξ αιτίας των
θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών
του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5. …». Στο δε
άρθρο 9 της Σύμβασης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 (Α΄ 256),
ορίζονται τα εξής : «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως,
συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής
θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των
πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας,
της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2.
Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να
αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου
και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημοσίαν
ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και της ηθικής, ή την
προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων». Εξ άλλου, το άρθρο 1 του
αν. ν. 1363/1938 (Α΄ 305), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν. ν.
1672/1939 (Α΄ 123), ορίζει τα εξής : «Δια την ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναού
οιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται άδεια της οικείας ανεγνωρισμένης
εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά
τα δια Β. Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής
Παιδείας, ειδικώτερον καθορισθησόμενα. Ναοί ή ευκτήριοι οίκοι από της
δημοσιεύσεως του κατά την προηγουμένην παράγραφον Β. Δ/τος ανεγειρόμενοι ή
λειτουργούντες άνευ της τηρήσεως των εν αυτώ διατυπώσεων ή εγκαθιστώμενοι και
λειτουργούντες εντός οικημάτων ή αποθηκών ή οιασδήποτε φύσεως κτισμάτων ή
στεγάστρων κατά μετατροπήν πάντων τούτων κλείονται και σφραγίζονται υπό της
οικείας Αστυνομικής Αρχής, απαγορευομένης της λειτουργίας αυτών, οι δ’
ανεγείροντες ή θέντες εις λειτουργίαν τιμωρούνται δια χρηματικής ποινής μέχρι
50.000 δραχμών και φυλακίσεως μέχρις 6 μηνών. …». Κατ’ επίκλησιν των ως άνω
διατάξεων εκδόθηκε το Β. Δ/γμα της 20.5/2.6.1939 (Α΄ 220), το οποίο ορίζει στις
παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 1 τα εξής : «1. Δια την έκδοσιν της υπό της παρ.
1 του άρθρου 1 του Α. Νόμου 1672/1939 προβλεπομένης αδείας προς ανέγερσιν ή
λειτουργίαν Ναών, μη υπαγομένων εις τας διατάξεις της εκάστοτε κειμένης περί
Ναών και εφημερίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος Νομοθεσίας, απαιτούνται
τα εξής : ……. 2. … 3. Δια την χορήγησιν αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας
ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου δεν έχουσιν εφαρμογήν αι διατάξεις
της παρ. 1 εδαφ. α’ και β’ του παρόντος, επαφιεμένης εις το Υπουργείον
Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας της κρίσεως, εάν συντρέχουσιν ουσιαστικοί
λόγοι προς χορήγησιν της σχετικής αδείας. Προς τούτο οι ενδιαφερόμενοι
υποβάλλουσι δια του ποιμένος αυτών αίτησιν εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και
Εθνικής Παιδείας ενυπόγραφον, κεκυρωμένην ως προς το γνήσιον της υπογραφής υπό
του Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητος. Εν τη αιτήσει αναγράφονται και αι
διευθύνσεις των κατοικιών των αιτούντων. Κατά τα λοιπά ισχύουσιν αι διατάξεις
του εδαφ. γ’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου». 16. Επειδή από την ανωτέρω
παρατιθέμενη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος απορρέει
υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας για
όλα τα πρόσωπα που διαμένουν στην Ελλάδα, σε οποιαδήποτε θρησκευτική κοινότητα
και αν ανήκουν, με την προϋπόθεση ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους
αποτελούν γνωστή, κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, θρησκεία
και με μόνο περαιτέρω περιορισμό ότι με την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων
αφενός δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και αφετέρου δεν
διενεργείται προσηλυτισμός. Εξ άλλου, κατά τη θέσπιση κανόνων που αφορούν την
άσκηση λατρευτικών καθηκόντων, δεν επιτρέπεται να εισάγονται προνομιακές
ρυθμίσεις για ορισμένη θρησκεία, χωρίς, όμως, να αποκλείεται διαφοροποίηση των
κανόνων αυτών αν, ενόψει των υφισταμένων πραγματικών συνθηκών και
ιδιαιτεροτήτων, η διαφοροποίηση αυτή καθίσταται αναγκαία προκειμένου να
διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων από όσους
ασπάζονται τη συγκεκριμένη θρησκεία, με την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν
έχουν δυσμενείς συνέπειες για τις υπόλοιπες θρησκείες ή για τα πρόσωπα που δεν
ανήκουν σε οποιαδήποτε θρησκεία. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως εκτίθεται στη
σκέψη 13, με τις επίμαχες διατάξεις δεν ρυθμίζεται απλώς το ζήτημα της
δημιουργίας λατρευτικού χώρου της μουσουλμανικής θρησκείας, η ίδρυση και
λειτουργία του οποίου θα ήταν δυνατόν να εγκριθεί κατ’ εφαρμογή των σχετικών
γενικών διατάξεων για την ίδρυση ναών και ευκτηρίων οίκων οποιασδήποτε
θρησκείας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανωτέρω διατάξεις τις οποίες
επικαλούνται οι αιτούντες, αλλά εισάγεται γενικότερο πλαίσιο που κρίθηκε από το
νομοθέτη πρόσφορο και αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα στους
μουσουλμάνους οι οποίοι ζουν στην Αττική να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα
κατά τρόπο σύμφωνο και με το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Όπως προκύπτει δε από
τα προπαρασκευαστικά στοιχεία του νόμου, ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαία τη
θέσπιση του νομοθετικού αυτού πλαισίου, αφού έλαβε υπόψη ειδικές συνθήκες που
σχετίζονται με τις ανάγκες της μουσουλμανικής κοινότητας της Αττικής και
επηρεάζουν την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων της, όπως είναι ο μεγάλος
αριθμός μουσουλμάνων που διαμένουν στην περιοχή αυτή της Χώρας, η απουσία
συνολικής και ενιαίας έκφρασης της μουσουλμανικής κοινότητας και το γεγονός ότι
για την άσκηση των λατρευτικών αναγκών της λειτουργούν εκατόν είκοσι περίπου
παράνομα «τζαμιά». Τα δεδομένα αυτά συνιστούν τα κριτήρια της επίμαχης
νομοθετικής επιλογής, τα οποία δεν αντιβαίνουν, αλλ’ αντιθέτως συνάδουν προς
τις συνταγματικές αρχές της ελευθερίας εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων
και της ισότητας, ο έλεγχος δε της ουσιαστικής αξιολόγησης από το νομοθέτη των
πραγματικών αυτών δεδομένων και της ορθότητας της νομοθετικής ρύθμισης που
στηρίζεται στα παραπάνω κριτήρια δεν ανήκει την εξουσία του δικαστηρίου. Εν
όψει αυτών, οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι. Κατά την ειδικότερη γνώμη των
Συμβούλων Ι. Μαντζουράνη και Μιχ. Πικραμένου, επιπροσθέτως των ανωτέρω, με την
εισαγωγή του εν λόγω πλαισίου από το νομοθέτη, διασφαλίζεται το δημόσιο
συμφέρον και από την άποψη της ομαλής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής στην
περιοχή της Αττικής, όπου διαμένει μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων, διότι
οργανώνεται, κατά τρόπο που αρμόζει σε μια δημοκρατική και δικαιοκρατούμενη
πολιτεία, η άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων τους σ’ ένα χώρο ο οποίος
εκπληρώνει τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, αποτρέπεται η
ανεξέλεγκτη λειτουργία παράνομων «τζαμιών» σε χώρους προορισμένους για κατοικία
ή επαγγελματική στέγη, διεσπαρμένους σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, με συνέπεια να
διαμορφώνονται συνθήκες για αρμονικότερη συμβίωση προσώπων διαφορετικών
θρησκευτικών πεποιθήσεων ή εν γένει διαφορετικών προελεύσεων που κατοικούν στην
πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ελλάδος, η οποία δέχεται τις σοβαρότερες
επιπτώσεις από την είσοδο μεγάλου αριθμού μεταναστών στη χώρα. Μειοψήφησαν οι
Σύμβουλοι Διονύσιος Μαρινάκης, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Μαρία Καραμανώφ, Γεώργιος
Ποταμιάς, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Βασίλειος Αραβαντινός και Παρασκευή Μπραΐμη, οι
οποίοι διετύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής
ελευθερίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 13 του Συντάγματος περιλαμβάνει την
ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως (παρ. 1) και την ελευθερία της
εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη
άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Από την τελευταία αυτή
ειδικότερη έκφανση του εν λόγω ατομικού δικαιώματος απορρέει για το Κράτος,
κατά τη ρητή διατύπωση της ως άνω παραγράφου 2, η υποχρέωση αφενός μεν να μην
παρακωλύει την άσκηση της λατρείας, αφετέρου δε να την προστατεύει με νόμους
(βλ. π.χ. άρθρα 200 και 374 α Ποινικού Κώδικος). Περαιτέρω, από τα άρθρα 13
παρ. 1 του Συντάγματος και 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν την ελευθερία
της θρησκευτικής συνειδήσεως, καθιερώνεται και η αρχή της θρησκευτικής
ισότητος, ενώ από τις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 13 παρ. 2 του
Συντάγματος και 9 παρ.2 της ΕΣΔΑ συνάγεται και η , καταρχήν, υποχρέωση του
Κράτους, στο πλαίσιο του σύμφυτου σε μια δημοκρατική πολιτεία θρησκευτικού
πλουραλισμού, να τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση έναντι όλων των θρησκευτικών
κοινοτήτων (ΕΔΔΑ Hassan et Tchaouch κατά Βουλγαρίας, 26.10.2000 σκ. 60,62 ,
Eglise metropolitaine de Bessarabie κατά Μολδαβίας, 13.12.2001, σκ. 116,
Mirolubovs κατά Λεττονίας, 15.09.2009, σκ. 80). Εξ άλλου, αντίκειται στην
καθιερωμένη από το Σύνταγμα (άρθρο 4) αρχή της ισότητος, σε συνδυασμό και προς
τις διατάξεις του άρθρου 13 αυτού, η, βάσει θρησκευτικού αποκλειστικώς
κριτηρίου, προνομιακή μεταχείριση υπέρ ορισμένων πολιτών (Ολομ. ΣΕ 1016/1963),
πολύ δε περισσότερο υπέρ αλλοδαπών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες
διατάξεις των άρθρων 1 του αν. ν. 1363/1938 (Α΄ 305), όπως αντικαταστάθηκε με
το άρθρο 1 του αν. ν. 1672/1939 (Α΄ 123), και 1 του β.δ. της 20.5/2.6.1939, η
ανέγερση ή λειτουργία ναού οποιουδήποτε δόγματος ή θρησκείας, πλην της επικρατούσης,
κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος, θρησκείας, χωρεί κατόπιν αδείας της Διοικήσεως
που χορηγείται κατόπιν αιτήσεως των μελών της οικείας θρησκευτικής κοινότητος,
οι διατάξεις δε αυτές, τόσον κατά το μέρος που προβλέπουν την έκδοση της εν
λόγω αδείας από τον αποκλειστικώς αρμόδιο για ζητήματα Θρησκευμάτων Υπουργό,
όσον και κατά το μέρος που ορίζουν ότι η άδεια αυτή χορηγείται κατόπιν αιτήσεως
των ενδιαφερομένων, είναι σύμφωνες με το άρθρο 13 του Συντάγματος (Ολομ. ΣΕ
4202/2012). Ούτε, όμως, από τις διατάξεις αυτές ούτε από οποιεσδήποτε άλλες
συνάγεται ότι μετά την έκδοση της ανωτέρω αδείας και, ενδεχομένως, της σχετικής
οικοδομικής αδείας, υποχρεούται η Πολιτεία να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια
(π.χ. χρηματοδότηση) προς εκτέλεση του περιεχομένου των αδειών τούτων, η οποία
(εκτέλεση) απόκειται στα μέλη της θρησκευτικής κοινότητος που υπέβαλαν τα
σχετικά αιτήματα. Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3512/2006
αναφέρονται τα εξής: «…..δεν είχε υποβληθεί έως σήμερα από τις ίδιες τις
μουσουλμανικές κοινότητες επίσημο αίτημα προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων … για τη χορήγηση σχετικών αδειών…….. Κατόπιν αυτών η Κυβέρνηση
αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να δημιουργήσει ένα τέμενος στην Αθήνα,
αντιμετωπίζοντας έτσι τη χρόνια ανάγκη των μουσουλμάνων να έχουν έναν επίσημο,
σύγχρονο και αξιοπρεπή χώρο λατρείας». Εξ άλλου, όπως ανέφερε η Υπουργός
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στη Βουλή κατά την ψήφιση του εν λόγω νόμου
νόμου (πρακτικά Βουλής 7.11.2006, σελ. 895), το περιεχόμενο αυτού «δεν έχει
καμία σχέση με τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας» και «δεν αποτελεί υποδομή που
θα γίνει μετά από διαπραγματεύσεις ή συζητήσεις με άλλες χώρες. Αποτελεί
υποχρέωση του ελληνικού κράτους προς μουσουλμάνους που κατοικούν στην Ελλάδα,
ανεξαρτήτως αν έχουν ή δεν έχουν την ελληνική υπηκοότητα». Περαιτέρω δε, ο
Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος ανέφερε ότι «στην Αττική λειτουργούν 120
παράνομα τζαμιά» (πρακτικά Βουλής 6.9.2011, σελ.16303 ). Τέλος, στο από
24.9.2012 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων
προς το ΣτΕ αναφέρεται ότι στο παρελθόν δεν έχει χρηματοδοτηθεί από το κράτος η
κατασκευή χώρων λατρείας άλλων θρησκειών ή δογμάτων. Από τα ανωτέρω στοιχεία
συνάγεται α) ότι οι μουσουλμάνοι της Αττικής δεν έχουν εμποδισθεί στην άσκηση
των θρησκευτικών τους καθηκόντων, αλλά, αντιθέτως, καλύπτουν τις θρησκευτικές
τους ανάγκες με την ανοχή από την Πολιτεία της λειτουργίας 120 χώρων λατρείας,
οι οποίοι, καίτοι στερούνται της κατά το άρθρο 1 του αν. ν.1363/1938 αδείας,
δεν έχουν, παρά την σχετική υποχρέωση της Διοικήσεως, σφραγισθεί και β) ότι δεν
έχει προβληθεί από την ίδια τη θρησκευτική κοινότητα των μουσουλμάνων της
Αττικής, με την υποβολή σχετικής αιτήσεως, η ανάγκη καλύψεως των θρησκευτικών
τους αναγκών (προφανώς λόγω της ως άνω λειτουργίας των 120 χώρων λατρείας). Εν
όψει των πραγματικών τούτων δεδομένων που προκύπτουν ευθέως από τις
προπαρασκευαστικές εργασίες θεσπίσεως των επίμαχων διατάξεων, δεν
στοιχειοθετείται καν, ως προς την πραγματική του βάση, ο λόγος τον οποίο
επικαλείται ο νομοθέτης (η ανάγκη δηλαδή καλύψεως των θρησκευτικών αναγκών) για
να δικαιολογήσει την παρέμβασή του προς θέσπιση των εν λόγω ατομικών ρυθμίσεων
(κεντρικό σημείο των οποίων, κατά τα εκτεθέντα στην μειοψηφία της σκέψεως 13,
δεν είναι η σύσταση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, αλλά η κατασκευή και
λειτουργία ισλαμικού τεμένους). Η ύπαρξη δε μεγάλου αριθμού μουσουλμάνων στην
Αττική- η οποία δεν αμφισβητείται- ή η απουσία συνολικής και ενιαίας έκφρασης
της μουσουλμανικής κοινότητος δεν συγκροτούν, εν όψει των ανωτέρω πραγματικών
δεδομένων (της λειτουργίας 120 χώρων λατρείας και της μη υποβολής σχετικών
αιτημάτων), την, κατά την ως άνω εισηγητική έκθεση, ύπαρξη ανάγκης καλύψεως των
θρησκευτικών αναγκών των μουσουλμάνων, την οποία, άλλωστε, ο ίδιος ο νομοθέτης
δεν χαρακτηρίζει ως λόγο δημοσίου συμφέροντος. Απλώς, στις επίμαχες ρυθμίσεις
προβαίνει ο νομοθέτης με την, εσφαλμένη, εν όψει του εκτεθέντος περιεχομένου
του άρθρου 13 παράγραφος 2 του Συντάγματος, αντίληψη ότι στις υποχρεώσεις της
Πολιτείας περιλαμβάνεται και η ίδρυση, κατασκευή, οργάνωση, λειτουργία και
χρηματοδότηση λατρευτικών χώρων (ακόμη και θρησκείας άλλης, εκτός της, κατά το
Σύνταγμα, επικρατούσης). Τέλος, η κατασκευή του συγκεκριμένου τεμένους δεν
αποτελεί, κατά τα εκτεθέντα, ζήτημα συνδεόμενο με τις διεθνείς σχέσεις της
χώρας. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι με τις διατάξεις των
άρθρων 1-4 του ν. 3512/2006 (όπως ισχύουν), χωρίς να υπηρετείται κανένας
δημόσιος σκοπός, εισάγεται ένα σύνολο αλληλεξαρτώμενων ατομικών ρυθμίσεων
ειδικών (ως αφορωσών στην κατασκευή και λειτουργία του συγκεκριμένου
λατρευτικού χώρου), εξαιρετικών (εφ΄ όσον χωρούν κατά παρέκκλιση της
υφισταμένης παγίας σχετικής νομοθεσίας) και ευνοϊκών -κυρίως καθ’ ο μέρος
προβλέπουν τη δωρεάν παραχώρηση επ’ αόριστον κρατικής περιουσίας και την
κρατική χρηματοδότηση της κατασκευής και λειτουργίας του τεμένους- για
συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων (μάλιστα δε, κατά πλειοψηφία, όχι Ελλήνων
πολιτών), με μόνο κοινό χαρακτηριστικό την ένταξή τους σε συγκεκριμένη θρησκεία
(που δεν είναι, πάντως, η κατά το Σύνταγμα επικρατούσα). Πρόκειται, συνεπώς,
για μια αδικαιολογήτως ευνοϊκή (προνομιακή) μεταχείριση υπέρ της ως άνω
κατηγορίας προσώπων με αποκλειστικό κριτήριο τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Οι διατάξεις, επομένως, αυτές, κατ’ εξοχήν δε η πρόβλεψη περί κρατικής
χρηματοδοτήσεως της κατασκευής του εν λόγω τεμένους (στην οποία, ειδικότερα,
αναφέρεται η προσβαλλόμενη πράξη) υπό συνθήκες, μάλιστα, δυσμενέστατης
δημοσιονομικής συγκυρίας, παραβιάζουν τις προεκτεθείσες αρχές της θρησκευτικής
ισότητος και ουδετερότητος του Κράτους που απορρέουν από τα άρθρα 13 και 4 του
Συντάγματος και 9 της ΕΣΔΑ. Είναι συνεπώς βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός
ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος.
Επειδή τέλος προβάλλεται ότι η ίδρυση και λειτουργία του
συγκεκριμένου ισλαμικού τεμένους στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών, εν όψει των
συνεπειών της (πρόκληση καθημερινώς ηχητικών, τουλάχιστον, οχλήσεων,
συγκέντρωση πλήθους μουσουλμάνων και εντεύθεν κίνδυνος βίαιων θρησκευτικών
εξάρσεων), θα πλήξει τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της ελληνικής κοινωνίας
και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του
Συντάγματος. Ο λόγος, όμως, αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος,
διότι η μη συνδρομή του αρνητικού όρου που θέτει η ανωτέρω συνταγματική διάταξη
για την άσκηση θρησκευτικής λατρείας, ήτοι του όρου της μη προσβολής της
δημοσίας τάξεως ή των χρηστών ηθών διά των συγκεκριμένων πράξεων λατρείας,
διαπιστώνεται κατά κανόνα με κατασταλτική κρατική δράση, ενώ η μη συνδρομή του
εν λόγω αρνητικού όρου πριν από την ίδρυση και λειτουργία συγκεκριμένου χώρου
λατρείας αφορά κυρίως περιπτώσεις προσώπων που αποδεδειγμένα απειλούν τη
δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη με έκνομες πράξεις, έχοντας λ.χ. παρελθόν
βεβαρημένο με σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις (βλ. Ολομ. ΣΕ 4202/2012)». (τνπ
Ισοκράτης)
Σχόλια