ΑΠ 204/2014 : Άσκηση εκπρόθεσμης έφεσης από ανωτέρα βία - Απαραδέκτως
προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας
ότι κατά τον χρόνο της προς αυτήν επιδόσεως της εκκαλουμένης πρωτόδικης
απόφασης η ιδία δεν διέμενε στη διεύθυνση στην οποία έγινε η επίδοση και
συνεπώς αυτή δεν ήταν νόμιμη και ως τέτοια δεν έθεσε σε κίνηση την προθεσμία άσκησης
της έφεσης. «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 1, 151,
152 παρ. 1 και 155 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η παρέλευση απράκτου της νομίμου
προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως συνεπάγεται έκπτωση από του
δικαιώματος ασκήσεως αυτής, η οποία τυχόν ασκουμένη απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Ωστόσο ο διάδικος που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπροθέσμως έφεση δύναται, αν η
εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανωτέρα βία ή σε δόλο του αντιδίκου του,
να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, με την
έννοια της προσδόσεως με δικαστική απόφαση στην εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου
τούτου μέσου της εννόμου ενεργείας που θα είχε σε περίπτωση εμπροθέσμου
ασκήσεώς του. Η αίτηση επαναφοράς, απευθυνομένη στο κατά νόμον αρμόδιο
δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της εφέσεως είτε με τις προτάσεις,
είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και
επιδίδεται στον αντίδικο και πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους
δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία, το χρόνο της άρσεως του εμποδίου που
συνιστούσε την ανωτέρα βία ή της γνώσεως του δόλου του αντιδίκου και τα προς
απόδειξη αυτών αποδεικτικά στοιχεία. Κατά την εξειδίκευση της αορίστου νομικής
εννοίας της ανωτέρας βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και ειδικότερα στην
προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 152 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. , αυτή (ανωτέρα βία)
εκλαμβάνεται όπως στο ουσιαστικό δίκαιο. Έτσι στην έννοιά της περιλαμβάνεται
οποιοδήποτε ανυπαίτιο εξαιρετικής φύσεως γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν
μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από το διάδικο που άσκησε
εκπρόθεσμη έφεση ούτε με την επίδειξη άκρας επιμελείας και συνέσεως (Ολ. Α.Π.
29/1992, Α.Π.366/2010, 178/2011)…
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561
παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και της
προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την
έφεση της δευτέρας εκκαλούσης και ήδη δευτέρας αναιρεσειούσης, η οποία είχε
σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο με την κριθείσα παραδεκτή έφεση του πρώτου
εκκαλούντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος, για το λόγο ότι η έφεση αυτή
ασκήθηκε εκπροθέσμως, ήτοι μετά την παρέλευση της οριζομένης στη διάταξη του
άρθρου 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας των τριάντα ημερών, καθόσον η εκκαλουμένη
απόφαση επεδόθη νομίμως στην ως άνω εκκαλούσα την 29-12- 2008 και η έφεσή της
ασκήθηκε την 6-2-2009. Η εν λόγω αναιρεσείουσα συνομολογεί την εκπρόθεσμη
άσκηση της εφέσεώς της, μέμφεται ωστόσο την προσβαλλομένη απόφαση για την
απόρριψη ως απαραδέκτου της εφέσεώς της, προσάπτοντας σ` αυτήν με τον πέμπτο
λόγο, της κρινομένης, κοινής μετά του πρώτου εκκαλούντος, αναιρέσεώς της, την
εκ της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 14 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια,
διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, κατά τον χρόνο της προς αυτήν επιδόσεως
της εκκαλουμένης πρωτοδίκου αποφάσεως η ιδία δεν διέμενε στη διεύθυνση στην
οποία έγινε η εν λόγω επίδοση και συνεπώς αυτή δεν ήταν νόμιμη και ως τοιαύτη
δεν έθεσε σε κίνηση την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως , η οποία κατόπιν αυτού
έπρεπε να θεωρηθεί από το Εφετείο ως εμπροθέσμως ασκηθείσα. Τέτοιος ισχυρισμός
όμως δεν προεβλήθη ενώπιον του Εφετείου από την αναιρεσείουσα, η οποία με το
δικόγραφο της εφέσεώς της δεν επικαλέσθηκε οποιαδήποτε δικαιολογία για την
εκπρόθεσμη άσκηση αυτής και δεν υπέβαλε , όπως εβαρύνετο, αίτηση επαναφοράς των
πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, με την έννοια της προσδόσεως, δια δικαστικής
αποφάσεως στην έφεσή της εννόμου ενεργείας εμπροθέσμου ασκήσεώς της. Επομένως ο
ως άνω ισχυρισμός και αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, προβαλλόμενος το πρώτον
ενώπιον του Αρείου Πάγου προβάλλεται απαραδέκτως». (areiospagos.gr)
Σχόλια