Ακυρότητα επίδοσης παραπεμπτικού βουλεύματος (νομολογία)

AΠ 137/2015 - Ακυρότητα επίδοσης παραπεμπτικού βουλεύματος: «Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί µε επίδοση σε αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισµό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να µπορεί να προετοιµάσει την υπεράσπισή του. Η κλήση για την εμφάνιση πρέπει να αναφέρεται στο προεπιδοθέν παραπεμπτικό βούλευμα και να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. 
Κατά τις διατάξεις όµως, των άρθρων 170 παρ. 1, 173 παρ. 1, και 174, του ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' ΕΣΔΑ προστατευόµενα δικαιώµατα του κατηγορουµένου, η ακυρότητα από τη µη τήρηση των διατάξεων αυτών (320-321 ΚΠΔ), από μη κλήτευση ή από άκυρη κλήτευση, είναι σχετική, ως αναγόµενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι' αυτό και αν δεν ο κατηγορούμενος παραστεί στον πρώτο βαθμό και δεν προβάλλει κατά την έναρξη της πρωτόδικης δίκης αντιρρήσεις στην πρόοδο αυτής, η σχετική αυτή ακυρότητα καλύπτεται. Εφόσον όµως, ο κατηγορούµενος κατ' αυτή δεν εµφανίστηκε ή εµφανισθείς πρόβαλε την ακυρότητα αυτή και το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισµό του αυτόν, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και µπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης, µόνο όµως, µε ειδικό λόγο έφεσης του κατηγορουμένου κατά της απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης, καλύπτεται. Γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού µέσου ή την όρκιση του πρώτου µάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ' άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 174 η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσµατος και της κλήσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου καλύπτεται αν ο κατηγορούµενος εµφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου η μη επίδοση ή η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και εκ του λόγου αυτού προβληθεί αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθµιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούµενος, αν εµµένει σε αυτήν, πρέπει να επαναφέρει στο εφετείο την πρόταση της μη επίδοσης ή της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας ή να την προβάλλει το πρώτον, αν καταδικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διαλαµβάνοντας στην τυχόν ασκηθείσα έφεσή του ειδικό λόγο εφέσεως περί αυτού. Αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για να µπορεί να προτείνει παραδεκτά και πάλι στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισµό του και τούτο θα γίνει πριν την ανάπτυξη της έφεσής του από τον εισαγγελέα ή πριν την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού µέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος. Η μη έγκυρη δε επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης αυτού στο ακροατήριο, η οποία και πάλιν μπορεί να καλυφθεί κατά τα παραπάνω. Τούτο ισχύει, πολύ περισσότερο, και στην περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο, παρά τα οριζόμενα στα άρθρα 314 και 319 παρ.5 ΚΠΔ, οπότε και στην περίπτωση αυτή και η επίδοση του βουλεύματος είναι άκυρη. Το αμετάκλητο όμως του παραπεμπτικού βουλεύματος στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319 παρ.5 ΚΠΔ, τέθηκε με την έννοια του σχετικώς αμετακλήτου.
Συνεπώς, εφόσον για έναν από τους συγκατηγορούμενους, που συμπαραπέμπονται, το βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο, κατά την παρ.2 του άρθρου 546 ΚΠΔ, νομίμως επιδίδεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 314 και 319 παρ.5 ΚΠΔ, η κλήση προς εμφάνιση αυτού στο ακροατήριο. Δεν δύναται δε να προβάλει ο παραπεμπόμενος κατηγορούμενος αντιρρήσεις ότι το βούλευμα αυτό δεν έχει καταστεί αμετάκλητο για τους συγκατηγορουμένους του ή για τον εισαγγελέα, λόγω μη παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης των ενδίκων μέσων από αυτόν. Το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποινικής υποθέσεως και δεν έχει νόημα να αναμείνει ο εισαγγελέας να καταστεί το παραπεμπτικό βούλευμα αμετάκλητο, ως προς όλους τους συγκατηγορουμένους και ως προς αυτόν τον ίδιο, ως εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής, όταν μάλιστα επίκειται η παραγραφή του διωκόμενου εγκλήματος.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Επομένως, σε περίπτωση αθώωσης στον πρώτο βαθμό του κατηγορουμένου και άσκησης εφέσεως εκ μέρους του εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής αποφάσεως, ο μη εκκαλών κατηγορούμενος, παραδεκτά μπορεί να επαναπροβάλει στο εφετείο αυτοτελείς ισχυρισμούς, όπως της μη κλήτευσης και της ακυρότητας της επιδόσεως της κλητεύσεώς του και του παραπεμπτικού βουλεύματος, όπως και της κατ'άρθρο 432 ΚΠΔ, όπως ίσχυεν, πριν την τροποποίηση με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 3904/23.12.2010 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τα άρθρα 75 παρ. 1 και 3 του ν. 3994/2011, εκδοθείσας διάταξης του εισαγγελέα περί αναστολής της διαδικασίας, εφόσον τους ισχυρισμούς του αυτούς είχε προβάλλει εγκαίρως και παραδεκτά και στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και αυτοί είχαν απορριφθεί ή αν δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό». (areiospagos.gr)

Σχόλια