Αγωγή που δεν επιδόθηκε: Θεραπεύεται το ανυπόστατο εφόσον ο εναγόμενος δεν αντιλέξει κατά τη συζήτηση της επικαλούμενος δικονομική βλάβη (νομολογία)
Αγωγή που δεν επιδόθηκε: Θεραπεύεται το ανυπόστατο εφόσον ο
εναγόμενος δεν αντιλέξει κατά τη συζήτηση της επικαλούμενος δικονομική βλάβη.
(ΑΠ 1081/2014): «Από τη διάταξη του άρθρ. 215§1(α) ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η αγωγή
ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο
απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, προκύπτει ότι η
άσκηση της αγωγής είναι σύνθετη διαδικαστική πράξη, η οποία ολοκληρώνεται αν
μετά την κατάθεση του αγωγικού δικογράφου ακολουθήσει και η επίδοσή του στον
εναγόμενο προκειμένου αυτός να ενημερωθεί για την εναντίον του αγωγή,
διαφορετικά αυτή είναι ανυπόστατη και η συζήτησή της απαράδεκτη.
Έτσι η επίδοση
του αγωγικού δικογράφου ανάγεται σε όρο του υποστατού της αγωγής, που
διασφαλίζει το κατοχυρωμένο από το άρθρ. 20§1 του Συντάγματος δικαίωμα ακρόασης
του εναγομένου, εφόσον η επίδοση της αγωγής συνδυασθεί και με την επιβαλλόμενη
από το άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ κλήση προς τον εναγόμενο να παραστεί κατά τη συζήτησή
της σε συγκεκριμένη δικάσιμο. Το ανυπόστατο της αγωγής, που προκαλείται από την
έλλειψη επίδοσής της στον εναγόμενο, μπορεί ασφαλώς να καλυφθεί με τη
μεταγενέστερη επίδοσή της, με την έννοια ότι έκτοτε και πάντως όχι αναδρομικά
θα θεωρηθεί ολοκληρωμένη η άσκηση της αγωγής και θα επέλθουν κατά το άρθρ.
221§1(γ) ΚΠολΔ οι συνέπειες που συνδέει με την άσκησή της το ουσιαστικό δίκαιο.
Με δεδομένο ωστόσο ότι η επίδοση της αγωγής αποσκοπεί πρωτίστως να διασφαλίσει
το δικαίωμα ακρόασης του εναγομένου, ναι μεν η διάταξη του άρθρ. 215§1(α) ΚΠολΔ
δεν μπορεί να παραμεριστεί με συμφωνία των μερών, που θα προβλέπει διαφορετικό
τρόπο άσκησης της αγωγής, όμως, εφόσον ο εναγόμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση
της αγωγής και δεν αντιλέγει παρά την έλλειψη επίδοσής της σ' αυτόν ή επέσπευσε
ο ίδιος τη συζήτησή της, θεωρείται ότι αναπληρώνεται κατ' αυτό τον τρόπο η
ελλείπουσα επίδοση της αγωγής και κατ' επέκταση θεραπεύεται το ανυπόστατο της
αγωγής ως διαδικαστικής πράξης. Επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να
συναχθεί τόσο από τη διάταξη του άρθρ. 271§1 ΚΠολΔ, που επιβάλλει στο
δικαστήριο να εξετάσει την ύπαρξη νόμιμης επίδοσης της αγωγής και της κλήσης
προς συζήτησή της (μόνο) σε περίπτωση απουσίας ή μη νόμιμης παράστασης του
εναγομένου κατά τη συζήτησή της, οπότε εξ αντιδιαστολής μπορεί να συναχθεί ότι
η έλλειψη επίδοσης της αγωγής ως όρος του υποστατού αυτής καλύπτεται στην
περίπτωση που ο εναγόμενος παρίσταται χωρίς αντίρρηση στη συζήτησή της ή την
επέσπευσε ο ίδιος, όσο και από τη διάταξη του άρθρ. 310§2 ΚΠολΔ, που εξομοιώνει
την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους κατά τη δημοσίευση
μη οριστικών αποφάσεων με επίδοση των αποφάσεων σ' αυτούς. Διαφορετική εξ άλλου
από την παντελή έλλειψη επίδοσης της αγωγής είναι η ελαττωματική επίδοσή της, η
οποία δεν έχει κατ' αρχήν ως συνέπεια το ανυπόστατο της αγωγής, αλλά το
απαράδεκτο της συζήτησής της σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου. Όμως με
παντελή έλλειψη επίδοσης της αγωγής ισοδυναμεί η επίδοσή της σε διεύθυνση
άσχετη με τον εναγόμενο, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται πράγματι για
επίδοση προς τον εναγόμενο (πρβλ. ΟλΑΠ 3/2007, ΑΠ 8/2011). Ωστόσο ενδέχεται και
στην περίπτωση αυτή να παραστεί χωρίς αντίρρηση ο εναγόμενος στη συζήτηση της αγωγής,
οπότε θα πρέπει και πάλι να θεωρηθεί ότι η παρουσία του αναπληρώνει την
ελλείπουσα επίδοση. Αντίστοιχα στο χρόνο συζήτησης της αγωγής ή ανάλογα της
επίσπευσης της συζήτησής της από τον εναγόμενο τοποθετείται η έναρξη των
ουσιαστικών συνεπειών της (ΑΠ 1629/1973). Εφόσον πάντως ο εναγόμενος παρέστη
στη συζήτηση της αγωγής προβάλλοντας κατ' ένσταση την έλλειψη νόμιμης επίδοσής
της σ' αυτόν, η έλλειψη αυτή είναι κρίσιμη, αν παράλληλα επικαλεστεί και
αποδείξει βλάβη του από την έλλειψη επίδοσης της αγωγής που δεν μπορεί να
αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησής της. Πρόκειται
για δικονομική βλάβη, που δεν συνέχεται με την ίδια την υπόσταση της αγωγής ως
διαδικαστικής πράξης, αλλά με το παραδεκτό μόνο της συζήτησής της και κατ' αυτή
μόνο την έννοια είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ,
προκειμένου να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ανεπίδοτης αγωγής και όχι
βέβαια για να κριθεί ανυπόστατη η ίδια η αγωγή. Συνεπώς παραδεκτά συζητείται η ανεπίδοτη αγωγή, εφόσον ο εναγόμενος συμμετέχει
νόμιμα στην πρώτη συζήτησή της και δεν προβάλει κατ' ένσταση την έλλειψη
επίδοσής της, επικαλούμενος κατά το άρθρ. 160§1 ΚΠολΔ αντίστοιχη δικονομική
βλάβη του (ΑΠ 204/1978, 621/1980, 408/2004, 1974/2008). (areiospagos.gr)
Σχόλια