ο Γιώργος Θεοτοκάς |
«-Συνοψίζω, κύριοι την προηγούμενην παράδοσιν.
Ο καθηγητής Θεόφιλος Νοταράς πρόβελνε ξαφνικά στην έδρα,
πελώριος, τετράγωνος, αλύγιστος, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω, συγκεντρωμένος,
τεντωμένος, έτοιμος, θαρρείς, να δώσει μάχη. Η ματιά του ήταν αγέρωχη, τα
φρύδια του σφιγμένα με πείσμα, το μέτωπό του μεγαλόπρεπο και κάθετο. Τα
κάτασπρα μαλλιά του, κομμένα σα βούρτσα, τα διατηρούσε ακόμα πυκνά. Τα γένια
του ήταν σχεδόν κατάμαυρα, παρά την ηλικία του, κι αυτό ήταν ένα από τα
περίεργα της ύπαρξής του. Με άσπρα μαλλιά και μαύρα γένια, με κολοσσιαίο
περπάτημα και ρωμαλέα φωνή, δε του ήταν δύσκολο να δαμάσει το ακροατήριο του,
το πιο απειθάρχητο ωστόσο ακροατήριο της Ελλάδας.
Εκείνον τον καιρό η μεγάλη αίθουσα της Νομικής έβραζε
αδιάκοπα από τα πιο θολά πάθη και τις πιο συγκεχυμένες ιδέες. Οι πόλεμοι είχαν
τελειώσει, η Καταστροφή είχε κλείσει απότομα και βάναυσα τον πρώτο αιώνα της νεοελληνικής
ανεξαρτησίας. Ο δεύτερος αιώνας άρχιζε μες στην αναρχία και την ασυναρτησία. Η
Ελλάδα βρέθηκε μονομιάς χωρίς πολίτευμα, χωρίς Σύνταγμα, μήτε θεσμούς, μήτε κρατική
οργάνωση, χωρίς ιδεολογίες, γιατί όλες είχανε χρεοκοπήσει στη συνείδηση του
έθνους. Οι νικημένες γενεές παραδόθηκαν, από τη μια μέρα στην άλλη, στην
απογοήτευση και την ηττοπάθεια, ενώ βοούσανε τριγύρω τους οι εμφύλιοι πόλεμοι,
χωρίς κανείς να ξέρει ακριβώς το γιατί, και συχνά έπαιζαν μυδραλιοβόλο στους δρόμους
της Αθήνας. Η σκέψη των πρεσβυτέρων είχε σταματήσει. Μονάχα οι πολύ νέοι είχαν
όρεξη να σκεφτούνε, μα δεν ήξεραν ακόμα τον τρόπο.
Η Νομική Σχολή, που συγκέντρωσε σε κάθε εποχή τα πιο ζωηρά
και πιο ανήσυχα στοιχεία της ελληνικής νιότης, ήταν ο καθρέφτης αυτής της ομαδικής
αναζήτησης των ιδεών. Εκεί μέσα ερχόντανε με βία να συναντηθούν και να
χτυπηθούν όλα τα πνευματικά ρεύματα μιας ανερμάτιστης γενεάς, που δεν είχε να
στηριχθεί πουθενά και δεν ήταν ικανή να καταλάβει μήτε που βρισκότανε μήτε τι ακριβώς
ήθελε. Μα ήθελε πολλά ακαθόριστα πράγματα με πάθος: ζωή, ανόρθωση, ελευθερία…
¨Ηταν γεμάτη καινούργιες ορμές που έπρεπε με κάθε τρόπο να ξοδευτούνε και
ξεσπάγανε συχνά σε πολιτικούς και κοινωνικούς φανατισμούς, χοντροκομμένους και
βάναυσους: Δημοκρατία, Βασιλεία, εθνικισμός, κομμουνισμός… Η ατμόσφαιρα της αίθουσας
ήταν πάντα βαριά από ηλεκτρισμό κ’ η παραμικρή πρόκληση μπορούσε να ανάψει
μονομιάς τη φωτιά – τις ζητωκραυγές, τους γιουχαϊσμούς, τα σφυρίγματα, τα
θούρια, τις βρισιές: άτιμοι, προδότες, δολοφόνοι… Το ξύλο έπεφτε για ψύλλου
πήδημα και τα τζάμια αλλάζανε συχνά.
Σα δε γινότανε καβγάς, άκουες ακατάπαυστα ένα θόρυβο υπόκωφο
και απειλητικό να ανεβαίνει από την είσοδο προς την έδρα κ’ αισθανόσουν πως η
θύελλα δεν ήτανε μακριά. Μα η εμφάνιση του καθηγητή Νοταρά καθάριζε προσωρινά
την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε γαλήνη.
Τα πάθη κοιμόντανε, τα νεύρα πειθαρχούσαν μια ολόκληρη ώρα, το
μουρμουρητό σταματούσε ολότελα, κ’ η φωνή του, ζεστή, μετρημένη και σίγουρη,
γέμιζε τη μεγάλη αίθουσα από άκρη σ’
άκρη.
-Συνοψίζω, κύριοι, την προηγούμενην παράδοσιν.
Η προηγούμενη παράδοση αφορούσε τις αλληλέγγυες ενοχές
γενικά και τη διάκριση της συνενοχής και της ολοκληρωτικής ενοχής. Ο Θεόφιλος
Νοταράς δε δεχότανε τον ορισμό του Dernburg, που λέει ότι η συνενοχή είναι μια
αλληλέγγυα ενοχή, που παράγεται από την βούληση των συμβαλλομένων, ενώ
τουναντίο στις ολοκληρωτικές ενοχές η αλληλεγγύη προέρχεται άμεσα από την
κατασκευή της σχέσης και δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης θέλησης.
Έβρισκε πως αυτός ο ορισμός ήταν υπερβολικά επιφανειακός και πως απλούστευε το
ζήτημα με επικίνδυνο τρόπο, και δεν ήθελε να συνηθίζουν τα παιδιά στις πολύ
απλοϊκές λύσεις των δύσκολων προβλημάτων. Προτιμούσε να θέτει μονομιάς μπροστά τους
τις νομικές έννοιες αυτούσιες, μ’ όλο το βάρος τους, μ’ όλην την ξηρότητά τους και
μ’ όλην κάποτε τη φαινομενική αχρηστία τους, για να μάθουν από μικροί να
σκέπτουνται σαν αληθινοί νομικοί.
-Η συνενοχή, έλεγε, περιέχει μίαν και μόνην ενοχήν, ήτις
αναφέρεται εις πλείστας υποκειμενικάς σχέσεις, ενώ τουναντίον η obligation in solidum,
η blos solidarische obligation, η λεγόμενη ενοχή εις ολόκληρον, περιέχει
πλείστας ενοχάς. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις έκαστος οφειλέτης οφείλει το
όλον και έκαστος πιστωτής δικαιούται να απαιτήσει το όλον, αλλά – και επί του
σημείου τούτου εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν σας, καθ’ ότι εδώ κείται η
θεμελιώδης διάκρισις των δύο εννοιών- αλλά, λέγω, επί της εις ολόκληρον ενοχής,
αντιθέτως προς ό,τι συμβαίνει επί συνενοχής, δι’ έκαστον πιστωτήν ως και δι’
έκαστον οφειλέτην χωρεί ιδιαίτερον ενοχικόν δικαίωμα…»
Σχόλια