της
Ακριβής Ερμίδου, Ειρηνοδίκη Αθηνών
Τα ειρηνοδικεία ήταν αρχικώς δικαστήρια γαλλικής καταγωγής. Συστήθηκαν στη Γαλλία,
κυρίως από το 1790, με βασικό σκοπό να διαφυλάσσουν την ειρήνη και την
ομόνοια μεταξύ των πολιτών και να καταπαύουν τις ήσσονος σημασίας έριδες
με ταχύτητα και χωρίς πολύπλοκες διατυπώσεις. Γι αυτό στον ειρηνοδίκη
(juge de paix) είχαν ανατεθεί, εκτός από τα αμιγώς δικαιοδοτικά, και
συμβιβαστικά καθήκοντα (βλ. σχετικώς Οικονομίδου / Λιβαδά, Εγχειρίδιον πολιτικής
δικονομίας, 7η έκδ., α" τόμ., 1924, ανατ. 1988, σ. 131-132 Ευκλείδου
/ Παπαδοπούλου, Ερμηνεία της πολιτικής δικονομίας, 3η έκδ., α τόμ., σ. 99-100).
Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα στη Γαλλία,
έχει ήδη καταργηθεί η
διχοτόμηση της πρωτοβάθμιας δικαιοσύνης σε ειρηνοδικειακή και
πρωτοδικειακή, ενώ προσφάτως και στην Ιταλία οι αρμοδιότητες του ειρηνοδίκη
(giudice di pace) καταργήθηκαν και αντ' αυτού καθιερώθηκε ο θεσμός
του συμβιβαστή (con ciliatore) για ήσσονος αξίας υποθέσεις (άρθρο 17 ν.
374/1991, που τροποποίησε το άρθρο 7 του ιταλικού ΚΠολΔ).Η τύχη των ειρηνοδικείων στη χώρα μας γνώρισε ποικίλη νομοθετική αντιμετώπιση. Η κοινωνική ανάγκη να είναι η πολιτική δικαιοσύνη εύκολα προσιτή οπουδήποτε (βλ. Κεραμέα, Αστικό δικονομικό δίκαιο Ι, 2η έκδ., 1983, σ. 62 και σημ. 6, 78) οδήγησε σταδιακά στην αύξηση του αριθμού των ειρηνοδικείων, ο αριθμός των οποίων έφθασε τα 360 κατά το έτος 1969. Με το ν.δ. 100/1969, και τη συγχώνευση την οποία προέβλεψε, τα ειρηνοδικεία συγχωνεύθηκαν σε 155. Η ανάγκη ευχερούς προσπελάσεως στην πρωτοβάθμια δικαιοσύνη επέβαλε όμως την τάση σταδιακής διαδοχικής επαυξήσεώς τους (β.δ. 806/1972, ν. 196/1975, ν. 949/1979, ν. 1071/1980, ν. 1183/1981, ν. 1330/1983). Και ύστερα από τον τελευταίο διαγωνισμό των ειρηνοδικών που έλαβε χώρα ο έτος 2011 προσλήφθηκαν 160 αρχικά και στην συνέχεια 68 και 35 ειρηνοδίκες, ο αριθμός δε των οργανικών θέσεων των ειρηνοδικών σήμερα ανέρχεται σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 του ν. 4229/2014 σε 775.
Ωστόσο η διάκριση ανάμεσα στα ειρηνοδικεία και στα πρωτοδικεία είχε κάποιο ουσιαστικό νόημα, πριν εκατόν πενήντα χρόνια και πλέον όταν την καθιέρωσε ο νομοθέτης της εποχής εκείνης, ο Βαυαρός αντιβασιλέας Maurer. Όμως την εποχή εκείνη οι πτυχιούχοι της Νομικής ήταν ελάχιστοι, και καλά-καλά δεν έφταναν για να επανδρώσουν τα πρωτοδικεία και τα ανώτερα δικαστήρια. Στα χωριά λοιπόν μπορούσαν να σταλούν άνθρωποι με εμπειρική γνώση της λειτουργίας των δικαστηρίων, όπως λ.χ. δικαστικοί γραμματείς, ή φοιτητές που δεν είχαν ολοκληρώσει τη νομική τους εκπαίδευση. Άλλωστε, οι ειρηνοδίκες στα χωριά, θα φρόντιζαν περισσότερο να συντηρούν την ειρήνη ανάμεσα στους κατοίκους της περιοχής, παρά να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τον κυκεώνα της εκάστοτε πολυνομίας. Αν προσθέσουμε, σ' όλα αυτά, και το γεγονός ότι, την εποχή εκείνη, τα πρωτοδικεία δίκαζαν αποκλειστικά με τριμελή συγκρότηση, γίνεται πειστική η διάκριση ανάμεσα στους ειρηνοδίκες και στους πρωτοδίκες όπως καθιερώθηκε από τον Μάουρερ.
Όμως από τη μακρινή εκείνη εποχή άλλαξαν ριζικά οι περιστάσεις. Εδώ και πολλά πλέον χρόνια, οι ειρηνοδίκες δεν είναι απλώς ειρηνοποιοί, για τη συμβιβαστική διευθέτηση των διαφορών. Είναι και αυτοί ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί με νομική παιδεία και κατάρτιση. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, ύστερα από την ανάθεση στους ειρηνοδίκες της αποκλειστικής αρμοδιότητας για την εκδίκαση των υποθέσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών του ν. 3869/2010 και την μεταφορά της εκουσίας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο στα Ειρηνοδικεία, αφενός μεν ο όγκος εργασίας των ειρηνοδικών έχει υπερδιπλασιασθεί, λαμβανομένου υπόψη του τεράστιου αριθμού των κατατεθειμένων αιτήσεων για ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, αφετέρου το επίπεδο της νομικής κατάρτισης των ειρηνοδικών κυρίως των νεώτερων, των προερχομένων από τον τελευταίο διαγωνισμό, είναι ιδιαίτερα υψηλός και εφάμιλλος εκείνου των πρωτοδικών.
Για τους λογούς αυτούς η εμμονή του νομοθέτη και της πολιτείας στην καθιερωμένη διάκριση ανάμεσα στα μονομελή πρωτοδικεία και στα ειρηνοδικεία, δεν έχει πλέον καμιά πειστική εξήγηση. Δεν υπάρχει καμιά εξήγηση γιατί να υφίστανται δικαστές δύο ταχυτήτων, εκείνων δηλ. που προέρχονται από την σχολή δικαστών και εκείνων που δεν φοιτούν στην σχολή δικαστών και με τον τρόπο αυτό να υφίσταται και να διαιωνίζεται μια αδικαιολόγητη διαφοροποίηση των δικαστών του πρώτου βαθμού. Αντίθετα θεωρούμε ότι παρίσταται ανάγκη, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα της προόδου, της εξέλιξης και της ανάγκης να επέλθουν ρηξικέλευθες αλλαγές στο δικαιικό μας σύστημα και να παύσει να υφίσταται η διχοτόμηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την ενοποίησή του, για την οποία εξάλλου υπάρχει σχετική συνταγματική πρόβλεψη.
Το ζήτημα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού από πολλών ετών αποτελεί μείζον θέμα, για το οποίο μέχρι τώρα έχουν γίνει στο παρελθόν δυο προσπάθειες με αντίστοιχη σύνταξη σχεδίου νόμου, πλην όμως δεν ευόδωσε για λόγους που σήμερα θα κρίνονταν αναχρονιστικοί. Ωστόσο δεν παύει να εξακολουθεί να αποτελεί αίτημα μεγάλου αριθμού συναδέλφων ειρηνοδικών και κυρίως των νεώτερων. Ακόμη τέθηκε στην Κοινή Ολομέλεια του Πρωτοδικείου και Εφετείου Θεσσαλονίκης, εν όψει του σχεδίου του νέου ΚΠολΔ, ως πρόταση που θα συνέβαλε στον εξορθολογισμό του συστήματος απονομής δικαιοσύνης με σκοπό την βελτίωση του ρυθμού απονομής της. Επίσης συμπεριελήφθη στο πρόγραμμα δυο υποψηφίων Προέδρων για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κατά τις αρχαιρεσίες του Μαΐου 2014, γεγονός που αναδεικνύει την σοβαρότητα αλλά και την ανάγκη να ανοίξει ο διάλογος για τον ζήτημα αυτό, αλλά και να ευοδώσει.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα, τουλάχιστον στους νέους ειρηνοδίκες του τελευταίου διαγωνισμού ειρηνοδικών, να εισαχθούν στην σχολή δικαστών με απλή αίτηση τους, και ύστερα από την παρακολούθηση ταχύρρυθμου τμήματος [4 ή 6 μηνών] να προάγονται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου στο βαθμό του πρωτοδίκη. Ο λόγος που προτείνεται ταχύρρυθμη φοίτηση για τους ειρηνοδίκες αυτούς κατά το μεταβατικό στάδιο, είναι ότι οι δικαστές αυτοί έχουν ήδη περάσει εξάμηνη δοκιμασία και έχουν ήδη αποκτήσει υπηρεσιακή εμπειρία, ούτως ώστε να μην απαιτείται περισσότερος χρόνος για επί πλέον επιμόρφωσή τους.
Με τις σκέψεις μας αυτές, επιθυμούμε να έρθουμε σε επαφή με τους συναδέλφους μας και να ανοίξουμε τον διάλογο ώστε σε πρώτη φάση, να εκφρασθούν απόψεις και να γίνουν παρατηρήσεις και προτάσεις επί του θέματος έτσι ώστε η οποία τυχόν μεταρρύθμιση, γίνει προς όφελος όλων και προ πάντων προς όφελος της δικαιοσύνης και της ταχείας απονομής αυτής.
Σχόλια