Διαταγή πληρωμής κατά του Δημοσίου: Αντισυνταγματική η απαγόρευση εκτέλεσης εις βάρος του (νομολογία)
ΑΠ 369/2014: Διαταγή πληρωμής κατά του Δημοσίου.
Αντισυνταγματική η απαγόρευση εκτέλεσης εις βάρος του Δημοσίου κατ’αρ.1 παρ.2
ν.3068/2002. Η απαγόρευση εκτέλεσης κατά του Δημοσίου των αποφάσεων των
διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές γίνουν αμετάκλητες κατ’ άρθ. 19 παρ.1-2 ν.
1715/1951 δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη και όχι
αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
«Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ' του Συντάγματος, όπως
ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται
αναγκαστικά και κατά του
Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει",
κατά δ' αυτή του άρθρ. 95 παρ.5 του Συντ. " Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη
να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής
γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει
αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Σε
εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο
άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να
συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να
προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της
υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά
την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών,
πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης
ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που
κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν.3301 /2004, με το άρθρο 20 του
οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο,
δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν
εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων
γ'- ζ' της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι
κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή
διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.
Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί
με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να
ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ.
Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο
28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα
Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε
άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες,που αναγνωρίζονται στο παρόν
Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και
αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη
κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική...
αρχή... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και
θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση,
από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική
προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι:
"Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από...
δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το
δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το
ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω
διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν
άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των
προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται
όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική
ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το
δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα
απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες
συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και
Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του
επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι
αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του
Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές
εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις
απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων
για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως
εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν
επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα
της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας,
δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να
προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων
έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση.Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ'αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 18/1989, "Η
άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, (ενώπιον του ΣτΕ), δεν έχει ανασταλτικό
αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά". Σύμφωνα με τις
διατάξεις των παρ/φων 1-2 του άρθρου 19 του ν.1715/1951, όπως η παρ/φος 2 αυτού
συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν.2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19,
(δηλ. μόνο η σημερινή παρ/φος 1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18
του ΕισΝΚΠολΔ., η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά
τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, (καταψηφιστικής), καθώς και η προθεσμία για
την άσκησή της. αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και
στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, (=παρ.1), η δε
εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών
διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου, αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν
αμετάκλητες, (=παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του ν.2717/1999
-Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι
ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από
τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές,
αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το
αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε
την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της
αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών
αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσης τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι
εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών
αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες (διατάξεις) του
άρθρου 19 του ν.1715/1951, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται καταργημένη από τον
ΚΔΔ. (ΑΠ 199/07). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του ν.1715/1951 και
του ΚΔΔ, συνάγεται ότι, η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών
προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά
τελεσίδικης καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού - δικαστηρίου, καθώς και η
προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός
από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επελεύσεως
των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη
αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ.1 του ν.2717/1999 - Κώδικας
Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα
ίδια δικαστήρια, (διοικητικά), επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη
δικαιώματος αποζημιώσεως, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί
καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων
διαδίκων, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης
καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που
ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής, και θα στηρίζεται στην ίδια με
αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του
δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του
προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο.
Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού
τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική
δίκη, καταψηφιστικη αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής
αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη
τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που
πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του
Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου,
στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, και να επικαλεσθεί το
δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν
επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την
εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της
δεύτερης (καταψηφιστικής) αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο
άρθρο 19 του ν.1715/1951, ( βλ. ΣτΕ 12/2011 ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 156/2009 ). Από
όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι, ο διάδικος
που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό
εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω) απόφαση και το
δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον
δικαστή του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δ' αυτή, η έκδοση
διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις
του ν.1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του
διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, (όπως ακριβώς δεν
εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια
αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης
αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι
διατάξεις του ν.1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές
αποφάσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αρ.1 του ΚΠολΔικ αναίρεση
επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο
περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας
δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές
προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη
εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006, και ΟΛ ΑΠ 4/2005)". (areiospagos.gr)
Σχόλια