ΑΠ 153/2015: Προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων – Η άγνοια του διαδίκου για την επίδοση σε αυτόν της απόφασης δεν συνιστά ανωτέρα βία:
«..Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 περ. β/ ΚΠολΔ, όπως το άρθρο τούτο
ισχύει από 25.4.1994 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 παρ. 18 του Ν
2207/1994, κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην έφεση επιτρέπεται από τη
δημοσίευσή τους, ενώ κατά τις διατάξεις των άρθρων 503 παρ. 1, 518 παρ. 1 και
652 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η τελευταία των οποίων αναφέρεται στην προθεσμία
των ενδίκων
μέσων της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης κατά απόφασης
εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αν ο διάδικος
που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, η
προθεσμία της ανακοπής είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της
απόφασης, αν δε ο εκκαλών διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη,
η προθεσμία της έφεσης είναι επίσης τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση
της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων
προκύπτει ότι η προθεσμία της έφεσης για την ερήμην απόφαση αρχίζει από την
επίδοσή της και τρέχει συγχρόνως με την προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.
Μετά δε την κατάργηση των άρθρων 506 και 515 του ΚΠολΔ με το άρθρο 3 παρ. 15
και 19, αντίστοιχα, του Ν 2207/1994, η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά
οποιασδήποτε ερήμην απόφασης δεν αναστέλλει την προθεσμία της έφεσης, σε
περίπτωση δε απόρριψης της ανακοπής ερημοδικίας η κατά της τελευταίας αυτής
απόφασης έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα
απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή (ΑΠ 709/2007, ΑΠ 890/2003).
Περαιτέρω, η προθεσμία της άσκησης αίτησης αναίρεσης κατά τα άρθρα 564 παρ. 3
και 652 παρ. 1 ΚΠολΔ αν η απόφαση δεν επιδοθεί είναι τρία χρόνια και αρχίζει
από τη δημοσίευσή της, αν δε επιδοθεί και ο αναιρεσείων διαμένει στο εξωτερικό
ή η διαμονή του είναι άγνωστη είναι ομοίως τριάντα ημέρες και αρχίζει από την
επίδοση της απόφασης. Η προθεσμία δε άσκησης αναίρεσης κατά απόφασης που
εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, και ανεξάρτητα αν εκδόθηκε ερήμην ή αντιμωλία, δεν
συντρέχει με την προθεσμία άσκησης έφεσης κατ’ αυτής. Η πρώτη (προθεσμία
αναίρεσης) ηρεμεί κατά τη διάρκεια της δεύτερης (προθεσμία έφεσης) και αρχίζει
από τότε που έληξε η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, οπότε η πρωτόδικη
απόφαση τελεσιδίκησε, υποκείμενη σε αναίρεση (ΑΠ 709/2007, ΑΠ 1000/2001)…Κατά το άρθρο 152 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο διάδικος που δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανωτέρας βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Τούτο με την έννοια ότι εάν γίνει δεκτή η αίτηση θεωρείται ότι η εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη είναι εμπρόθεσμη. Ως ανωτέρα βία στη διάταξη αυτή νοείται το παρακωλυτικό της τήρησης της προθεσμίας γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με ενέργειες άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ Ολ 29/92, ΑΠ 1440/2010, ΑΠ 1051/2009, ΑΠ 1236/2008). Δόλος δε του αντιδίκου είναι κάθε από πρόθεση συμπεριφορά που συνίσταται στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αποσιώπηση των αληθινών και τείνει στην παραγωγή, την ενίσχυση ή τη διατήρηση της κρίσιμης εσφαλμένης αντίληψης ή εντύπωσης (ΑΠ 1440/2010 ΑΠ 1266/2001). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 135 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την παρ. 1 αυτού, σε συνδυασμό με άρθρ. 134 παρ. 1 καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία επίδοσης στο διάδικο εκείνο που είναι άγνωστης διαμονής, ενώ με την παρ. 2 προβλέπεται η ευχέρεια εκείνου που επισπεύδει επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής, τηρώντας τη διαγραφόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία, να δημιουργήσει τεκμήριο για την ιδιότητα του παραλήπτη ως άγνωστης διαμονής (ΑΠ 1440/2010, ΑΠ 1266/2001), το οποίο τεκμήριο είναι αμάχητο, όπως τούτο προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 135 παρ. 2 εδάφ. τελευταίο, με το οποίο ορίζεται ότι αποκλείεται η ανταπόδειξη (λέξεις « ... ισχύει το τεκμήριο ότι ο τόπος ή η συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης είναι άγνωστα και η ανταπόδειξη αποκλείεται»). Εξάλλου, κατά το άρθρο 653 παρ. 1 ΚΠολΔ, ανακοπή ερημοδικίας κατά απόφασης που έχει εκδοθεί κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, επιτρέπεται και όταν υφίσταται ανώτερη βία, ήτοι και αν ακόμη είναι νόμιμη και εμπρόθεσμη η κλήτευση του διαδίκου που απουσιάζει κατά τη συζήτηση. Από τις παραπάνω διατάξεις, λαμβανόμενες σε συνδυασμό, προκύπτει ότι η άγνοια του διαδίκου για την γενομένη προς αυτόν έγκυρη επίδοση απόφασης υποκείμενης σε ανακοπή ερημοδικίας, και εντελώς ανυπαίτια αν είναι, δεν αποτελεί, καθ’ εαυτήν, περιστατικό ανώτερης βίας το οποίο παρακωλύει την εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας για άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, η απόφαση αναιρείται, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Μέσω δε του παρόντος λόγου ελέγχεται και το παραδεκτό της άσκησης του ενδίκου μέσου, δηλαδή αν αυτό είχε ασκηθεί κατά τους νομίμους τύπους και εντός της προθεσμίας". (areiospagos.gr)
Σχόλια