Με την εγκύκλιο 1067/2015 του Υπουργείου Οικονομικών (Οδηγίες
για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9, 67, 69 και 70 του ν. 4172/2013) παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τον υπολογισμό της προκαταβολής φόρου
εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα. (με έντονα γράμματα οι ρυθμίσεις που αφορούν τους δικηγόρους). Ειδικότερα προβλέπονται τα εξής: «Άρθρο 69 -Προκαταβολή του φόρου εισοδήματος
από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα: Με τις διατάξεις
του άρθρου αυτού ορίζεται ο τρόπος με τον οποίο βεβαιώνεται η προκαταβολή βάσει
της ετήσιας
δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και βάσει των λοιπών τίτλων
βεβαίωσης του φόρου για το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα του
διανυόμενου φορολογικού έτους. Ως προκαταβολή βεβαιώνεται ποσό ίσο με το 55%
του φόρου που προκύπτει μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα του διανυόμενου
φορολογικού έτους, αφαιρουμένων παρακρατηθέντων και προκαταβληθέντων φόρων.
Δηλαδή, αν ο φορολογούμενος αποκτά φορολογητέο εισόδημα πέραν της
επιχειρηματικής δραστηριότητας (π.χ. από μισθωτή εργασία και συντάξεις,
κεφάλαιο κ.λπ.) οι φόροι των εισοδημάτων αυτών δεν λαμβάνονται υπόψη για τον
υπολογισμό της προκαταβολής. Στη βεβαίωση προκαταβολής κατά τις διατάξεις του
άρθρου αυτού, λαμβάνεται υπόψη και το ποσό του φόρου που προκύπτει λόγω
τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματος. Όταν το φυσικό πρόσωπο που δηλώνει
εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία και συντάξεις, αλλά φορολογείται βάσει
αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών ή δαπανών απόκτησης περιουσιακών στοιχείων
(τεκμαρτό εισόδημα), φορολογείται με την κλίμακα των μισθωτών (παρ. 1 α άρθρου
34) και δεν υπολογίζεται προκαταβολή. Στις περιπτώσεις όμως φυσικών προσώπων
που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (θετικό ή αρνητικό) αν
φορολογηθούν βάσει τεκμαρτού εισοδήματος με τους φορολογικούς συντελεστές του
άρθρου 29 (περ.β' και γ' της παρ.1 του άρθρου 34), επιβάλλεται προκαταβολή για
όλο το εισόδημα που φορολογήθηκε με το άρθρο 29. Για την καλύτερη κατανόηση
αυτών παραθέτουμε τα παρακάτω παραδείγματα: i)Έστω, φυσικό πρόσωπο αποκτά
εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις 6.000 ευρώ, από κεφάλαιο (ακίνητη
περιουσία) 8.000 ευρώ, αλλά τελικώς φορολογείται με τεκμαρτό εισόδημα 16.000
ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, το εισόδημα από μισθωτή εργασία θα φορολογηθεί με
την κλίμακα του άρθρου 15, το εισόδημα από κεφάλαιο με την κλίμακα του άρθρου
40 και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίου 2.000 ευρώ με την κλίμακα του άρθρου
29, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων δεν προκύπτει από μισθωτή
εργασία. Στην περίπτωση αυτή βεβαιώνεται προκαταβολή, για το ποσό των 2.000
ευρώ. ii)Έστω, φυσικό πρόσωπο αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις
9.000 ευρώ, από κεφάλαιο (ακίνητη περιουσία) 1.000 ευρώ, από επιχειρηματική
δραστηριότητα 2.000 ευρώ και τελικώς φορολογείται για τεκμαρτό εισόδημα 18.000
ευρώ. Στην περίπτωση αυτή το εισόδημα από μισθωτή εργασία φορολογείται με την
κλίμακα του άρθρου 15, το εισόδημα από κεφάλαιο με την κλίμακα του άρθρου 40,
το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με την κλίμακα του άρθρου 29 και η
διαφορά του τεκμαρτού εισοδήματος 6.000 ευρώ με την κλίμακα του άρθρου 15,
καθόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων προκύπτει από μισθωτή εργασία ή /
και συντάξεις (άρθρο 34 παρ.1 α'). Εν προκειμένω, βεβαιώνεται προκαταβολή μόνο
για το ποσό του φόρου που προκύπτει από το πραγματικό εισόδημα της
επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλαδή τις 2.000 ευρώ. iii)Έστω φυσικό πρόσωπο
αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα 7.000 ευρώ και φορολογείται
για τεκμαρτό εισόδημα 11.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή το σύνολο του
εισοδήματος (πραγματικό και προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίου), φορολογείται με
τις διατάξεις του άρθρου 29 και βεβαιώνεται προκαταβολή με βάση όλο το ποσό του
προκύπτοντος φόρου επί του εισοδήματος των 11.000 ευρώ.
Όταν υποβάλλεται δήλωση
για πρώτη φορά, το προς βεβαίωση ποσό της προκαταβολής περιορίζεται στο μισό
και όταν η προκαταβολή φόρου είναι μέχρι 30 ευρώ δεν βεβαιώνεται. Επίσης, δεν
βεβαιώνεται προκαταβολή όταν η δήλωση υποβάλλεται από τους κληρονόμους του
θανόντος φορολογούμενου. Η προκαταβολή που βεβαιώνεται, συμψηφίζεται με φόρο
που προκύπτει στο επόμενο φορολογικό έτος, ανεξάρτητα από την κατηγορία του
εισοδήματος που προκύπτει ο φόρος αυτός. Αν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει φορολογική
δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει στη βεβαίωση του προκαταβλητέου ποσού
φόρου, με βάση την υπάρχουσα εγγραφή για το εγγύτερο, πριν από την παράλειψη
υποβολής της δήλωσης φορολογικό έτος, εφόσον διαπιστώνεται ότι ο υπόχρεος
εξακολουθεί να αποκτά το εισόδημα. Επισημαίνεται ότι δεν υπολογίζεται
προκαταβολή στην περίπτωση που υποβάλλεται εκπρόθεσμη δήλωση φορολογίας
εισοδήματος φυσικού προσώπου μετά την παρέλευση του φορολογικού έτους για το
οποίο αυτή βεβαιώνεται. Για παράδειγμα, αν υποβληθεί δήλωση φορολογίας
εισοδήματος φορολογικού έτους 2014 (1.1.2014 - 31.12.2014) εκπρόθεσμα μέσα στο
φορολογικό έτος 2016 δεν θα υπολογισθεί προκαταβολή φόρου εισοδήματος, γιατί το
φορολογικό έτος 2015 έναντι του οποίου θα γινόταν η βεβαίωση της προκαταβολής έχει
παρέλθει. Περαιτέρω, με την παρ.4 του άρθρου αυτού, σε προκαταβολή φόρου 4% ή
10% κατά περίπτωση υπόκεινται μόνο οι αμοιβές των αρχιτεκτόνων και μηχανικών
επί μελετών για τις οποίες προβλέπεται θεώρηση των σχεδίων ή μελετών ή χορήγηση
σχετικής άδειας από την αρμόδια Υπηρεσία. Ο προκαταβλητέος φόρος υπολογίζεται
με συντελεστή 4% στο ποσό της συμβατικής αμοιβής των αρχιτεκτόνων και μηχανικών
για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν έργα χωροταξικά (χωροταξικές και
ρυθμιστικές μελέτες), πολεοδομικά (πολεοδομικές και ρυμοτομικές μελέτες),
συγκοινωνιακά (μελέτες συγκοινωνιακών έργων, οδών, σιδηροδρομικών γραμμών,
μικρών τεχνικών έργων, έργων υποδομής αερολιμένων και κυκλοφοριακές), υδραυλικά
(μελέτες εγγειοβελτιωτικών έργων, φραγμάτων, υδρεύσεων και αποχετεύσεων,
μελέτες οργάνωσης και επιχειρησιακής έρευνας, λιμενικών έργων,
γεωργοοικονομικές- γεωργοτεχνικές εγγείων βελτιώσεων, γεωργοκτηνοτροφικού
προγραμματισμού, γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και αλιευτικές) και
τοπογραφικά (γεωδαιτικές, φωτογραμετρικές, χαρτογραφικές, κτηματογραφικές και
τοπογραφικές μελέτες). Ο προκαταβλητέος φόρος υπολογίζεται με συντελεστή 10%
επί της συμβατικής αμοιβής για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν
οποιασδήποτε άλλης φύσης έργα (κτιριακά, ηλεκτρομηχανολογικά κ.λπ.) και για την
επίβλεψη της εκτέλεσης αυτών, καθώς και των έργων για τα οποία ο προκαταβλητέος
φόρος ορίζεται σε 4% και της ενέργειας πραγματογνωμοσύνης κ.λπ. για τα έργα
αυτά. Για τις λοιπές περιπτώσεις που δεν προβλέπεται θεώρηση ή χορήγηση
σχετικής άδειας, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου αυτού αλλά μόνο οι
διατάξεις του άρθρου 64, δηλαδή παρακρατείται φόρος με συντελεστή 20% (σχετ.
ΠΟΛ.1120/25.4.2014). Με τις περιπτώσεις α', γ' και δ' της παραγράφου 5 του
άρθρου αυτού, ορίζεται ο προκαταβλητέος φόρος επί των δικηγορικών αμοιβών
(15%), οι περιπτώσεις για τις οποίες δεν υπολογίζεται και δεν αποδίδεται
προκαταβλητέος φόρος επί των αμοιβών αυτών, η υποχρέωση παρακράτησης και ο
υπολογισμός του φόρου κατά την καταβολή μερισμάτων από δικηγορικούς συλλόγους,
ταμείο συνεργασίας ή διανεμητικό λογαριασμό σε δικηγόρους, καθώς και η υποβολή
των στοιχείων που αποδεικνύουν το ύψος της δικηγορικής αμοιβής. Ειδικότερα,
υπολογίζεται προκαταβολή φόρου με συντελεστή 15% επί των ακαθαρίστων αμοιβών
των δικηγόρων, που αναγράφονται επί των γραμματίων προκαταβολής ως ποσά
αναφοράς επί των οποίων υπολογίζονται από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους
προκαταβολές υπέρ όσων ορίζονται στο άρθρο 61 του ν. 4194/2013 (Κώδικας
Δικηγόρων) για τις παραστάσεις που πραγματοποιούν ενώπιον των δικαστηρίων και
όπως οι αμοιβές αυτές κάθε φορά ισχύουν με βάση τις διατάξεις του παραρτήματος
III του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα. Η προκαταβολή αυτή του φόρου υποχρεωτικά
υπολογίζεται και αποδίδεται από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους με ευθύνη
των προέδρων τους. Ο προκαταβλητέος φόρος 15% επί των δικηγορικών αμοιβών δεν
οφείλεται στις περιπτώσεις που παρακρατείται φόρος 20% σύμφωνα με τις διατάξεις
της περ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 64 για κάθε άλλου είδους δικηγορικές αμοιβές
(σχετ. ΠΟΛ.1120/25.4.2014). Επισημαίνεται ότι, όταν καταβάλλονται αμοιβές σε
δικηγόρους, παρακρατείται φόρος με συντελεστή 20% στο ακαθάριστο ποσό της
αμοιβής μετά την αφαίρεση της αμοιβής που αναγράφεται επί του γραμματίου
προκαταβολής ως ποσό αναφοράς και εφόσον η καταβαλλόμενη επιπλέον του
γραμματίου αμοιβή ξεπερνά το ποσό των 300 ευρώ. Για παράδειγμα, το ποσό
αναφοράς που αναγράφεται επί του γραμματίου προκαταβολής του οικείου
Δικηγορικού Συλλόγου του δικηγόρου «Χ» για παράστασή του στο Τριμελές
Διοικητικό Πρωτοδικείο, για υπόθεση της Ο.Ε. «Α», ανέρχεται στο ποσό των 250
ευρώ. Η εταιρεία «Α» για τις υπηρεσίες αυτές καταβάλλει στο δικηγόρο αμοιβή
ύψους 700 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η πιο πάνω εταιρεία κατά το χρόνο
καταβολής της αμοιβής θα προβεί σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% επί του
ποσού των 450 ευρώ (700 ευρώ μείον 250 ευρώ). Δεν υπολογίζεται προκαταβλητέος
φόρος επί των ακαθαρίστων αμοιβών των δικηγόρων που αναγράφονται επί των
γραμματίων προκαταβολής ως ποσά αναφοράς για παραστάσεις που πραγματοποιούν ενώπιον
των δικαστηρίων, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν οι
δικηγόροι οι οποίοι συνδέονται με τον εντολέα τους με σύμβαση έμμισθης εντολής
και αμείβονται με πάγια αντιμισθία. Σε αυτή την περίπτωση, στο οικείο γραμμάτιο
προκαταβολής, εκτός από την ένδειξη «πάγια αντιμισθία», θα αναγράφεται και ο
εντολέας του δικηγόρου. Και τούτο καθόσον ως «εισόδημα από μισθωτή εργασία και
συντάξεις» με βάση τις διατάξεις της παρ. ε' της παρ.2 του άρθρου 12 του
ν.4172/2013, θεωρείται και το εισόδημα που αποκτούν οι δικηγόροι ως πάγια
αντιμισθία για την παροχή νομικών υπηρεσιών, επί του οποίου ενεργείται
παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του νόμου αυτού.
Επίσης, δεν υπολογίζεται και δεν αποδίδεται προκαταβλητέος φόρος επί των ακαθαρίστων
αμοιβών των δικηγόρων, που αναγράφονται επί των γραμματίων προκαταβολής ως ποσά
αναφοράς για την παράσταση του δικηγόρου σε κάθε είδους συμβολαιογραφικές
πράξεις, διότι στην περίπτωση αυτή η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα
με έγγραφη συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, καθώς και επί των ακαθαρίστων
αμοιβών των δικηγόρων από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου που περαιώνεται
με απόφαση Δικαστηρίου καθόσον στην περίπτωση αυτή η αμοιβή του δικηγόρου
επιδικάζεται από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται
και η αποζημίωση του δικαιούχου. Το ίδιο ισχύει και για τις αμοιβές του
δικηγόρου ως συνδίκου στις διαδικασίες πτώχευσης. Περαιτέρω, υπολογίζεται
προκαταβλητέος φόρος στις περιπτώσεις που οι δικηγορικές αμοιβές ή το ύψος
αυτών συναρτάται άμεσα από το αποτέλεσμα των δικηγορικών υπηρεσιών ή της δίκης,
κατόπιν έγγραφης συμφωνίας, όπως π.χ. των εργατικών, αυτοκινητικών, κ.λπ.
υποθέσεων όπου ο δικηγόρος αμείβεται με εργολαβικό συμβόλαιο, με την απαραίτητη
προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της έγγραφης συμφωνίας που
αποδεικνύουν το ύψος της αμοιβής κ.λπ. όπως τα στοιχεία αυτά θα καθοριστούν με
την έκδοση σχετικής Υπουργικής Απόφασης στη Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη
φορολογία του εισοδήματος του δικηγόρου. Με την περ. ε' και την παρ. 6 του
άρθρου αυτού ορίζεται ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο
τύπος, το περιεχόμενο ο τρόπος υποβολής της δήλωσης και καταβολής του φόρου και
κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
(Σχετική η ΠΟΛ.1031/24.1.2014 Απόφαση Γ.Γ.Δ.Ε.)
Άρθρο 70 -Μείωση προκαταβλητέου φόρου από επιχειρηματική
δραστηριότητα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα: Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού
ορίζεται ότι ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει με αίτησή του τη μείωση του
προκαταβλητέου φόρου που βεβαιώθηκε με την υποβολή της δήλωσης φόρου
εισοδήματος του άρθρου 67 για τις περιπτώσεις που προκύψει μείωση του
εισοδήματος άνω του 25%. Η αίτηση υποβάλλεται μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του
φορολογικού έτους στο οποίο έγινε η βεβαίωση και αφορά μόνο τα ποσά του φόρου
που αντιστοιχούν σε μη ληξιπρόθεσμες δόσεις. Ορίζονται επίσης ενδεικτικά τα
στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η μείωση του
εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα. Για τα στοιχεία που
προσκομίζονται, το βάρος της απόδειξης φέρει ο φορολογούμενος και υπόκεινται
στον έλεγχο της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής. Αίτηση για μείωση της προκαταβολής
φόρου υποβάλλεται και όταν ο φορολογούμενος απεβίωσε τη σχετική δε αίτηση
πρέπει να υποβάλλουν οι κληρονόμοι του θανόντος στη Δ.Ο.Υ. μέσα στην ίδια
προθεσμία του φορολογικού έτους στο οποίο έγινε η βεβαίωση. Η φορολογική
διοίκηση υποχρεούται να απαντήσει εντός τριών (3) μηνών στην αίτηση μείωσης
προκαταβολής φόρου. Σε περίπτωση θετικής απάντησης προβαίνει στην έκπτωση
ανάλογου με την μείωση των εισοδημάτων φόρου από τις επόμενες δόσεις ενώ
προβαίνει σε οριστική εκκαθάριση της δήλωσης. Αν η παραπάνω προθεσμία περάσει
άπρακτη, ο φορολογούμενος μπορεί να καταβάλει τις από τη λήξη της προθεσμίας
και μετά, απαιτητές δόσεις του φόρου μειωμένες κατά το ποσοστό της μείωσης των
εισοδημάτων του. Ωστόσο, ο φορολογούμενος υποχρεούται να καταβάλει τυχόν
επιπλέον οφειλόμενο φόρο που θα προκύψει κατά τον έλεγχο της δήλωσης και την
οριστική εκκαθάρισή της. Όταν υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση και μειώνεται ο
φόρος, μειώνεται και η προκαταβολή φόρου. Ωστόσο, όταν γίνεται νέα εκκαθάριση
του φόρου μετά το τέλος του φορολογικού έτους για το οποίο αυτή βεβαιώνεται,
μειώνεται ο φόρος σε σχέση με την αρχική εκκαθάριση και η προκαταβολή φόρου
παραμένει η ίδια που είχε βεβαιωθεί με την εκκαθάριση της αρχικής δήλωσης.
Δείτε την εγκύκλιο στο http://www.taxheaven.gr/laws/circular/view/id/20591
Σχόλια