Ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου ενόψει του επικείμενου
δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του -
ιδίως δε αυτών που αφορούν στην υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους
δικαίου σε μια δημοκρατική πολιτεία και την άσκηση παρεμβάσεων, με οποιονδήποτε
πρόσφορο τρόπο, για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού
ενδιαφέροντος (άρθρο 90 παρ. ζ’ Ν. 4194/2013) – δηλώνει, σύμφωνα με τη με αρ.
54/1-7-2015 κατά πλειοψηφία απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου τα εξής:
"Ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου δια της Ολομελείας των
Προέδρων των
Δικηγορικών Συλλόγων, ανώτατου θεσμικού συνδικαλιστικού μας
οργάνου, άρθρωσε έγκαιρα προγραμματικό λόγο θεσμικής αντίδρασης στις ασκηθείσες
πολιτικές των δανειστών σε βάρος τόσο του δικηγορικού σώματος, όσο και της
κοινωνίας των πολιτών.
Θυμίζουμε την πρώτη θεσμική αντίδραση – δικαστική προσφυγή
κατά των μνημονίων, του τέλους επιτηδεύματος, του ΕΝΦΙΑ, τη διεξαγωγή του
πρώτου πανελλήνιου δικηγορικού δημοψηφίσματος κατά της επιχειρηθείσας
τροποποίησης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με μείζον διακύβευμα την προστασία
των συμφερόντων των πλέον αδυνάτων συμπολιτών μας – δανειοληπτών κ.λπ.
Τούτων δοθέντων και μη δυναμένων να αμφισβητηθούν από
κανέναν, ο ΔΣΗ καλείται θεσμικά, σύμφωνα με τον ν. 4023/2011 αλλά και τις
διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), να τοποθετηθεί νομικά στο
δημόσιο διάλογο επί του επικειμένου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος μας έφερε αντιμέτωπους με ουσιώδη
προβλήματα επί του κύρους και του νοήματος του εν λόγω δημοψηφίσματος.Κατ’
αρχήν, ανακύπτουν τουλάχιστον επιφυλάξεις για την εκπλήρωση των βασικών
διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει ο ν. 4023/2011 ως προς τη διεξαγωγή
δημοψηφίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Όσον δε
αφορά στο δικαίωμα συμμετοχής μας στο δημόσιο διάλογο επί των ερωτημάτων που
τίθενται, αυτό, για να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα, προϋποθέτει την προηγούμενη
σαφή και πλήρη ενημέρωσή μας από αυτούς που ανέλαβαν την πρωτοβουλία.
Προϋποθέτει την ασφαλή γνώση μας τόσο επί του αντικειμένου του δημοψηφίσματος
όσο και των συνεπειών που θα έχει το «ναι» ή το «όχι». Η θεμελιώδης αυτή
προϋπόθεση, η οποία δεν είναι κενός τύπος, αλλά ουσιαστική επιβεβαίωση του
κράτους δικαίου, θεωρούμε ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ούτε για μας ούτε
βέβαια πολύ περισσότερο για τον κάθε πολίτη αυτής της χώρας που καλείται εντός
πολύ μικρού χρονικού διαστήματος να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον του
ίδιου και της χώρας.
Το έλλειμμα της αναγκαίας ενημέρωσης αποτυπώνεται άλλωστε
στο ίδιο το περιεχόμενο του ψηφοδελτίου, όπου γίνεται παραπομπή σε δύο κείμενα,
τα οποία ουσιαστικά κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα. Σε αίτημα του ΔΣΑ για
την αποστολή τους από τον αρμόδιο υπουργό, εστάλησαν μη επικυρωμένα κείμενα,
χωρίς τα αναγκαία στοιχεία επισήμου εγγράφου (χρονολογία, υπογραφές, σφραγίδες,
πιστοποίηση του εκδότη), σε σημείο που ήταν αδύνατη η επεξεργασία τους,
προκειμένου το σώμα να διαμορφώσει μια τελική θέση, θετική ή αρνητική.
Όπως είναι ευνόητο, αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση του Ν.
4023/2011 (άρθρο 3 παρ. 2), το ερώτημα ενός δημοψηφίσματος δεν μπορεί να είναι
ούτε ασαφές ούτε υπαινικτικό. Δεν μπορεί να αναζητούμε -εις μάτην- το
πραγματικό του νόημα. Δεν μπορεί να παραμένουν κρυφά και άδηλα ερωτήματα.
Οι πληροφορίες για την κατάθεση νέων προτάσεων από την
κυβέρνηση, δημιουργούν έτι περαιτέρω ερωτηματικά για το νόημα, το περιεχόμενο ή
και τη σκοπιμότητα αυτού του δημοψηφίσματος.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος ενδεχομένως υποκρύπτει καταστρατήγηση
της συνταγματικής απαγόρευσης διενέργειας δημοψηφισμάτων επί δημοσιονομικών
θεμάτων. Βασίζεται σε στρέβλωση των νομικών εγγυήσεων με την σύντμηση των
συνήθων εκλογικών προθεσμιών – ουσιώδη προϋπόθεση επαρκούς πληροφόρησης του
λαού -, την παραπομπή του ερωτήματος σε κείμενα που δεν πληρούν καν τη νομική
έννοια του «εγγράφου», αλλά και την πλήρη προχειρότητα ή τη μεθόδευση αναφορικά
με κρίσιμα πρακτικά θέματα, όπως ο διορισμός των δικαστικών αντιπροσώπων και τη
μορφή των ψηφοδελτίων. Πρόκειται για ζητήματα νομικού πολιτισμού, για τα οποία
αρκούμαστε μέχρι στιγμής στην κατανυκτική σιωπή των αρμόδιων φορέων.
Ας σημειωθεί ότι η σύντμηση των προθεσμιών και η εν γένει
τροποποίηση του σχετικού νόμου δια Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου – πρακτική
που επανειλημμένως ως σώμα έχουμε καταδικάσει – και μάλιστα όταν αυτή
πραγματοποιείται μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, καθώς και η δυσμενής
οικονομική συγκυρία που επήλθε από αυτή, καθιστά προβληματική την ελεύθερη και
ανόθευτη έκφραση του εκλογικού σώματος. Επιπροσθέτως επισημαίνουμε και την
σημερινή θέση του Συμβουλίου της Ευρώπης που απεφάνθη ότι οι συνθήκες
διεξαγωγής του δημοψηφίσματος δεν πληρούν τις διεθνείς προδιαγραφές.
Ανεξαρτήτως των επιφυλάξεών μας και των σχετικών
προβληματισμών που εκφράζουμε αναφορικά με τη νομιμότητα της διενέργειας του
δημοψηφίσματος, ο ΔΣΗ καλεί τα μέλη του και τους πολίτες να πράξουν το
επιβαλλόμενο από το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας καθήκον τους, με
ψυχραιμία, νηφαλιότητα και κυρίως απόλυτο σεβασμό στην διαφορετική άποψη,
διαφυλάσσοντας την ενότητα του ελληνικού λαού, που ούτως ή άλλως στην
συντριπτική του πλειοψηφία και από την επόμενη ημέρα του δημοψηφίσματος θα
αντιμετωπίζει μια εξαιρετικά δύσκολη πραγματικότητα. Τέλος σε αυτό το πλαίσιο
διαβεβαιώνουμε ότι τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου θα εξασφαλίσουν
την ομαλή διεξαγωγή του δημοψηφίσματος υπό τον θεσμικό ρόλο του δικαστικού
αντιπροσώπου".
Σχόλια