Νομιμοποίηση διαδίκων και έννομο συμφέρον ως διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης – Ακυρότητα προσυμφώνου (νομολογία)

ΑΠ 772/2014 – Νομιμοποίηση διαδίκων και έννομο συμφέρον ως διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης – Ακυρότητα προσυμφώνου: «Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, η συνδρομή αυτών ερευνάται
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη και η έλλειψη τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Ως νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αντίθετα, δεν νοείται, ούτε παρέχεται τέτοια εξουσία απλώς για αναγνώριση πραγματικών περιστατικών ή για αναγνώριση προϋποθέσεων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων (ΟλΑΠ 18/2005). Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της" επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, η μη απόδειξη των οποίων συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως κατ' ουσίαν αβάσιμης, η δε απόκρουση της νομιμοποίησης ή της συνδρομής εννόμου συμφέροντος από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση, και όχι ένσταση.
Εξάλλου, ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν. Άμεσο έννομο συμφέρον υπάρχει όταν από την ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης (άκυρη δικαιοπραξία κλπ.) προκαλείται αβεβαιότητα ως προ ορισμένη έννομη σχέση του ενάγοντος με τρίτο πρόσωπο και συνακόλουθος κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτού (άμεσος και επικείμενος ή και εξαρτώμενος από πρόσθετα μελλοντικά περιστατικά), για την αποτροπή του οποίου ζητείται, ως πρόσφορη και αναγκαία δικαιοδοτική πράξη, η έκδοση δικαστικής απόφασης. Ενώ παρόν είναι το έννομο συμφέρον όταν αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές Και παρούσες, και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες. Τα αναγκαία για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος περιστατικά μπορούν να προταθούν και με τις προτάσεις, εκτός από την περίπτωση της αναγνωριστικής αγωγής, στην οποία το έννομο συμφέρον επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία και πρέπει η προβολή τους να γίνεται μονό με την αγωγή. Οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις, της νομιμοποίησης των διαδίκων και της συνδρομής εννόμου συμφέροντος, συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση τους εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο με αρ. 1 του άρθρου 559,
και όχι στον αναιρετικό λόγο με αρ. 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008).
Ο προβλεπόμενος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς, στοιχειοθετείται όταν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόζεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα, η δε σχετική παραβίαση εκδηλώνεται είτε με σφαλμένη ερμηνεία είτε με εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με αυτόν τον λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων και τα νομικά σφάλματα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της επίδικης διαφοράς. Δηλαδή ελέγχεται αν η αγωγή και κάθε ισχυρισμός, που ασκεί έννομη επιρροή στη διαγνωστέα έννομη σχέση ή έννομη συνέπεια (ένσταση, αντένσταση κλπ.), απορρίφθηκαν ορθά ως μη νόμιμοι ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η αγωγή ή η ένσταση κλπ. έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27-28/1998). Κατά τη διάταξη άρθρου 559 ΚΠολΔ αρ. 1, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Οι εν λόγω ερμηνευτικοί κανόνες εφαρμόζονται από τοΝ5ίκαστήριο της ουσίας, όταν, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται ρητά στην απόφαση είτε να προκύπτει έμμεσα από αυτή, γεγονός που συμβαίνει όταν, καίτοι δεν γίνεται ρητή αναφορά για διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας ή ακόμη περιέχεται ρητή αναφορά ότι δεν υπάρχει κενό ή αμφιβολία, το δικαστήριο προχωρεί σε ερμηνεία της σύμβασης, από την οποία ερμηνεία αποκαλύπτεται ότι αυτό αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία ως προς τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων που το υποχρέωσαν να προβεί στην ερμηνευτική αναζήτηση της. Μόνη η μη αναφορά των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ στην απόφαση δεν συνιστά παραβίασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη κατά την ερμηνεία της σύμβασης τα ερμηνευτικά κριτήρια που αυτές προβλέπουν. Οι προαναφερόμενες διατάξεις παραβιάζονται, όταν το δικαστήριο, παρά την άμεση ή έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας ως προς την έννοια δικαιοπρακτικής δήλωσης, δεν προσφεύγει σ' αυτούς,για να αναζητήσει και να διαπιστώσει την αληθινή έννοιά της ή για να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους με την έννοια ότι ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο μέσω της ερμηνείας κατέληξε, δεν συμφωνεί με τα κριτήρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (Ολ.ΑΠ 26/2004).
Σύμφωνα με το άρθρο,181 ΑΚ, η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής,ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν φορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία - λόγος ακυρότητας) πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία εξωτερικά δικαιοπραξία αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε συνεξάρτητη και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ.. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης των συμβαλλόντων γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.) βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
Κατά το άρθρο 166 ΑΚ, προσύμφωνο είναι η προκαταρκτική ή προπαρασκευαστική σύμβαση, με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη (ή και μόνο το ένα από αυτά) δεσμεύονται να συνάψουν συγκεκριμένη οριστική σύμβαση μεταξύ τους (ή και με τρίτο πρόσωπο) και η οποία, σε περίπτωση αθέτησης της, παρέχει στο αντισυμβαλλόμενο μέρος αγώγιμη αξίωση για καταδίκη του υπόχρεου σε δήλωση βουλήσεως για την κατάρτιση της προσυμφωνημένης δικαιοπραξίας, οπότε με την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης θεωρείται, αυτοδικαίως και κατά νομικό πλάσμα, ως γενομένη η δήλωση βουλήσεως και τελεσμένη η προσυμφωνημένη δικαιοπραξία. Κατά το ίδιο άρθρο, το προσύμφωνο υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για τη συναπτέα οριστική σύμβαση, δηλαδή αυτό υπόκειται στον ίδιο νόμιμο συστατικό τύπο που προβλέπεται για την προσυμφωνημένη οριστική σύμβαση, ο οποίος είναι το ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό ή άλλο δημόσιο έγγραφο ή δήλωση ενώπιον αρχής, για την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση. Για να είναι έγκυρο το προσύμφωνο, πρέπει να υποβληθεί στον προβλεπόμενο συστατικό τύπο της οριστικής σύμβασης, αλλά και να περιέχει όλους τους ουσιώδεις όρους αυτής. Κατά τα λοιπά οι δύο συμβάσεις (προσύμφωνο και οριστική) είναι διακριτές και αυτοτελείς, η δε ακυρότητα του προσυμφώνου λόγω μη τήρησης νόμιμου τόπου ή για άλλη αιτία δεν συνεπιφέρει ακυρότητα και της οριστικής σύμβασης (που μπορεί να συνταχθεί και χωρίς προσύμφωνο), αν έχει τηρηθεί γι' αυτή ο νόμιμος τύπος και δεν εμφανίζει η ίδια άλλον λόγο ακυρότητας». (areiospagos.gr)

Σχόλια