Πώληση μετοχών στο χρηματιστήριο χωρίς εντολή. Αδικοπραξία. Χρόνος προσδιορισμού του ύψους της ζημίας (νομολογία)
ΑΠ 2047/2014-Πώληση μετοχών στο χρηματιστήριο χωρίς
εντολή- Αδικοπραξία – Χρόνος προσδιορισμού του ύψους της ζημίας: «Από τις διατάξεις
των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι εκείνος που υπαιτίως και
παρανόμως καταστρέφει εντελώς ξένο πράγμα υποχρεούται σε αποζημίωση του
παθόντος, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει τόσο την ανόρθωση της θετικής
ζημίας, αναγόμενη στην αντικειμενική αξία του πράγματος, όσο και το διαφυγόν
κέρδος από τη στέρηση της χρήσεως αυτού. Ως χρόνος
προσδιορισμού του ύψους της ζημιάς λαμβάνεται ο χρόνος της έκδοσης της αποφάσεως και ως τέτοιος θεωρείται κατά του δικονομικούς κανόνες ο χρόνος της πρώτης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτησης (Ολ.ΑΠ 1/1997, ΑΠ 1382/2011, ΑΠ 39/2009). Δεν αποκλείεται όμως να αναχθεί ο προσδιορισμός του ύψους της ζημιάς σε προγενέστερο χρόνο και μάλιστα στο χρόνο κατά τον οποίο οχλήθηκε ο ζημιώσας για την αποκατάσταση αυτής (ΑΠ 802/2013, ΑΠ 846/2003). Η όχληση όμως στην περίπτωση αυτή, ως απαιτεί το άρθρο 340 ΑΚ πρέπει κατά το περιεχόμενό της να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής, δηλ. πρέπει να καλείται ο οφειλέτης να εκπληρώσει συγκεκριμένη παροχή, προσδιοριζόμενη κατά είδος και ακριβή ταυτότητα και το ακριβές ποσό της τυχόν χρηματικής αντιδικίας, πρέπει δε να γίνει κατά ή μετά από τη λήξη της προθεσμίας υπό την οποία τελούσε η παροχή. Η υπερημερία και οι δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες της (αρ.343 ΑΚ) αρχίζουν από τη στιγμή, που θα συντρέξουν όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις (ΑΠ 802/2013, ΑΠ 1039/2007, ΑΠ 846/2003). Κατ' ακολουθίαν σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από την απώλεια τίτλων, όπως επί παρανόμως εκποίησης μέρους του χαρτοφυλακίου του παθόντος, τους οποίους ο τελευταίος δεν σκόπευε να εκποιήσει, ούτε επικαλείται ότι ήτο δυνατή η πώληση αυτών σε περίπτωση που έδιδε μία τέτοια εντολή πωλήσεως αυτών, η αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας του προσδιορίζεται με βάση την αξία αυτών κατά το χρόνο της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού η ζημία του τελευταίου συνιστάται στη στέρηση της ιδιοκτησίας του επί των τίτλων, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ζημιώσαντος. Δεν αποκλείεται όμως η αξία αυτών, ιδίως όταν διακυμαίνεται συνεχώς, όπως επί χρηματιστηριακής τιμής μετοχών, οπότε δεν είναι αυτή γνωστή κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, να υπολογισθεί με βάση κάποιο άλλο χρονικό σημείο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι η αποζημίωση που θα επιδικασθεί από το δικαστήριο δεν θα υπερβαίνει την ανωτέρω αξία κατά το χρόνο της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως αυτή βεβαίως θα προκύπτει από τις αποδείξεις. Εξάλλου κατά το αρθρ.1 του πρώτου πρωτοκόλλου της σύμβασης της Ρώμης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και αποτελεί υπερεθνική νομοθετική ρύθμιση κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, ορίζεται "ότι παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη νόμιμη επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων στην αγωγή του ιστορούσε ότι ο αναφερόμενος υπάλληλος - προστηθείς της αναιρεσιβλήτου - εναγομένης χρηματιστηριακής εταιρίας, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που του επεδείκνυε, τη θέση του στην τελευταία (εταιρία) αλλά και το ανεπαρκές σύστημα εσωτερικού ελέγχου των συναλλαγών με τους πελάτες της αναιρεσίβλητης και με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του (επί ζημία του ενάγοντος) παράνομο περιουσιακό όφελος ιδιοποιούμενος τις αποδόσεις των μετοχών του, πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από 30-4-1998 και ιδίως από 5-1-1999 έως και την 18-10-1999, μαζί με τις αναφερόμενες στην αγωγή αγοραπωλησίες των μετοχών του ενάγοντος, για τις οποίες ο τελευταίος έδιδε σχετική εντολή αγοράς ή πωλήσεως και τις επίσης αναγραφόμενες στην αγωγή αγορά πωλήσεως μετοχών του τελευταίου χωρίς την εντολή του, με συνέπεια αυτός να ζημιωθεί κατά το ποσό που θα έπρεπε οι μετοχές να συνθέτουν το χαρτοφυλάκιό του, σύμφωνα με τις πραγματικές εντολές αγοραπωλησιών κατά την 3η Νοεμβρίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία ανακαλύφθηκε η προαναφερθείσα παράνομη δραστηριότητα του δευτέρου των εναγομένων (προστηθέντος υπαλλήλου). Το δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε επίσης "Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι οι αξίες των ανωτέρω απολεσθέντων μετοχών του προς αποκατάσταση χαρτοφυλακίου του ενάγοντος, κατά την προαναφερθείσα ημεροχρονολογία. (3-11-1999) είναι υψηλότερες εκείνων των ίδιων μετοχών, κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης του χρηματιστηρίου της 10-1-2001, ημεροχρονολογία πρώτης συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά την οποία ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 42.338.501 δρχ, με βάση το επίσημο δελτίο τιμών του ΧΑΑ, πλέον των μερισμάτων, ύψους 469.110 δρχ., ήτοι συνολικά σε 42.807.611 δρχ., σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγομένης, που προβλήθηκαν και πρωτόδικα, τους οποίους ουδόλως αμφισβήτησε ο ενάγων (διαφωνεί αυτός μόνο ως προς το χρόνο προσδιορισμού της αξίας των απωλεσθέντων μετοχών του χαρτοφυλακίου του), με συνέπεια να συνάγεται σχετική ομολογία (αρθ.261 ΚΠολΔ). Επομένως, σύμφωνα και με την οικεία νομική σκέψη που προηγήθηκε, η θετική ζημία του τελευταίου από την παράνομη και υπαίτια εκποίηση του χαρτοφυλακίου του, ανέρχεται στο τελευταίο ποσό, από το οποίο πρέπει ν'αφαιρεθεί ποσό 19.131.155 δρχ., που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αντιστοιχεί στο πραγματικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του". Με τ'ανωτέρω δεκτά γενόμενα το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των αρθρ.914, 297, 298 ΑΚ με το να δεχθεί ως χρόνο προσδιορισμού της αξίας των μετοχών όχι την 3-11-1999, διότι τότε δεν επήλθε η ζημία που σε κάθε περίπτωση είχε επέλθει σε χρόνο προγενέστερο, όταν δηλ. προέβη στην παράνομη πράξη ο προστηθείς υπάλληλος, αλλά όπως αναφέρει στην αγωγή του τότε έλαβε γνώση απλώς των παρανόμων πράξεων, ούτε επικαλείται ο αναιρεσείων ότι την ημεροχρονολογία αυτή είχε δώσει εντολή προς πώληση. Το Δικαστήριο δέχεται ότι "δεν σκόπευε να εκποιήσει" αλλά ούτε και η από 23-11-1999 εξώδικη επιστολή (επίδοση 24-11-1999) επέφερε υπερημερία, διότι σ'αυτή αναφέρεται περί αποκαταστάσεως του χαρτοφυλακίου (δηλαδή in natura αποκατάσταση, όχι πώληση), άλλως στην καταβολή του αναφερομένου ποσού. Ήτοι εν προκειμένω δεν αποτελεί η επίδοση της επιστολής όχληση, σαφή, ακριβή και ορισμένη, ώστε να επιφέρει την κατά τ'ανωτέρω υπερημερία του οφειλέτη. Το ποσό που επιδίκασε το Εφετείο δεν αποτελεί χρηματική παροχή αλλά την χρηματική αποτίμηση πραγμάτων, δηλαδή την ενσωματωμένη αξία των τίτλων. Σημειωτέον ότι, όπως δέχεται και το δικαστήριο της ουσίας ο αναιρεσείων δεν ισχυρίσθηκε ότι θα πωλούσε τις μετοχές του, κάνοντας χρήση των απορρεόντων εξ αυτών δικαιωμάτων, σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, προγενέστερο της πρώτης συζήτησης (3-11-1999 ή 24-11-1999), ώστε να καρπωθεί την αξία τους. Μη προσδιορίζοντας τούτο, αποδέχεται πως αυτό θα συμπίπτει με το χρονικό σημείο καταψήφισης του αιτήματός του, δηλ. την κατά τα ως άνω ημεροχρονολογία της συζήτησής της αγωγής του, ότε και μπορούσε να αποκαταστήσει τον ίδιο αριθμό μετοχών, που δια της παρανόμου πράξεως απώλεσε. Είναι δε όλως διάφορες και ανεπίδεκτες εφαρμογής αναλογικά οι διατάξεις του Ν.2533/1997 περί Συνεγγυητικού κεφαλαίου, αφού οι τελευταίες αφορούν τις προϋποθέσεις αποτίμησης του χαρτοφυλακίου σε περίπτωση πτωχεύσεως ή ανακλήσεως της αδείας Ε.Π.Ε.Υ., ότε από την ημερομηνία αυτής επέρχεται υπερημερία να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις της. (προβλ.ΑΠ 926/2011, απ 1845/2011). Τέλος και ως προς την επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου Ι του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν υφίσταται εν προκειμένω πλήρης στέρησης της ιδιοκτησίας, σε κάθε όμως περίπτωση δεν θίγετε με τις παραπάνω διατάξεις (αρ.914, 297, 298 ΑΚ) το δικαίωμα του Κράτους να θέσει σε ισχύ αυτές για τη ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, ούτε βεβαίως, παραβιάζεται το άρθρο 17 του Συντάγματος, αφού δεν πρόκειται περί στερήσεως της ιδιοκτησίας (πρβλ.ΣΤΕ 116, 117/2014). Επομένως η εκ του άρθρου 559 αριθ.1 επικαλούμενη πλημμέλεια είναι απορριπτέα ως αβάσιμη". (areiospagos.gr)
προσδιορισμού του ύψους της ζημιάς λαμβάνεται ο χρόνος της έκδοσης της αποφάσεως και ως τέτοιος θεωρείται κατά του δικονομικούς κανόνες ο χρόνος της πρώτης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτησης (Ολ.ΑΠ 1/1997, ΑΠ 1382/2011, ΑΠ 39/2009). Δεν αποκλείεται όμως να αναχθεί ο προσδιορισμός του ύψους της ζημιάς σε προγενέστερο χρόνο και μάλιστα στο χρόνο κατά τον οποίο οχλήθηκε ο ζημιώσας για την αποκατάσταση αυτής (ΑΠ 802/2013, ΑΠ 846/2003). Η όχληση όμως στην περίπτωση αυτή, ως απαιτεί το άρθρο 340 ΑΚ πρέπει κατά το περιεχόμενό της να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής, δηλ. πρέπει να καλείται ο οφειλέτης να εκπληρώσει συγκεκριμένη παροχή, προσδιοριζόμενη κατά είδος και ακριβή ταυτότητα και το ακριβές ποσό της τυχόν χρηματικής αντιδικίας, πρέπει δε να γίνει κατά ή μετά από τη λήξη της προθεσμίας υπό την οποία τελούσε η παροχή. Η υπερημερία και οι δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες της (αρ.343 ΑΚ) αρχίζουν από τη στιγμή, που θα συντρέξουν όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις (ΑΠ 802/2013, ΑΠ 1039/2007, ΑΠ 846/2003). Κατ' ακολουθίαν σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από την απώλεια τίτλων, όπως επί παρανόμως εκποίησης μέρους του χαρτοφυλακίου του παθόντος, τους οποίους ο τελευταίος δεν σκόπευε να εκποιήσει, ούτε επικαλείται ότι ήτο δυνατή η πώληση αυτών σε περίπτωση που έδιδε μία τέτοια εντολή πωλήσεως αυτών, η αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας του προσδιορίζεται με βάση την αξία αυτών κατά το χρόνο της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού η ζημία του τελευταίου συνιστάται στη στέρηση της ιδιοκτησίας του επί των τίτλων, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ζημιώσαντος. Δεν αποκλείεται όμως η αξία αυτών, ιδίως όταν διακυμαίνεται συνεχώς, όπως επί χρηματιστηριακής τιμής μετοχών, οπότε δεν είναι αυτή γνωστή κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, να υπολογισθεί με βάση κάποιο άλλο χρονικό σημείο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι η αποζημίωση που θα επιδικασθεί από το δικαστήριο δεν θα υπερβαίνει την ανωτέρω αξία κατά το χρόνο της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως αυτή βεβαίως θα προκύπτει από τις αποδείξεις. Εξάλλου κατά το αρθρ.1 του πρώτου πρωτοκόλλου της σύμβασης της Ρώμης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και αποτελεί υπερεθνική νομοθετική ρύθμιση κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, ορίζεται "ότι παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη νόμιμη επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων στην αγωγή του ιστορούσε ότι ο αναφερόμενος υπάλληλος - προστηθείς της αναιρεσιβλήτου - εναγομένης χρηματιστηριακής εταιρίας, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που του επεδείκνυε, τη θέση του στην τελευταία (εταιρία) αλλά και το ανεπαρκές σύστημα εσωτερικού ελέγχου των συναλλαγών με τους πελάτες της αναιρεσίβλητης και με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του (επί ζημία του ενάγοντος) παράνομο περιουσιακό όφελος ιδιοποιούμενος τις αποδόσεις των μετοχών του, πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από 30-4-1998 και ιδίως από 5-1-1999 έως και την 18-10-1999, μαζί με τις αναφερόμενες στην αγωγή αγοραπωλησίες των μετοχών του ενάγοντος, για τις οποίες ο τελευταίος έδιδε σχετική εντολή αγοράς ή πωλήσεως και τις επίσης αναγραφόμενες στην αγωγή αγορά πωλήσεως μετοχών του τελευταίου χωρίς την εντολή του, με συνέπεια αυτός να ζημιωθεί κατά το ποσό που θα έπρεπε οι μετοχές να συνθέτουν το χαρτοφυλάκιό του, σύμφωνα με τις πραγματικές εντολές αγοραπωλησιών κατά την 3η Νοεμβρίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία ανακαλύφθηκε η προαναφερθείσα παράνομη δραστηριότητα του δευτέρου των εναγομένων (προστηθέντος υπαλλήλου). Το δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε επίσης "Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι οι αξίες των ανωτέρω απολεσθέντων μετοχών του προς αποκατάσταση χαρτοφυλακίου του ενάγοντος, κατά την προαναφερθείσα ημεροχρονολογία. (3-11-1999) είναι υψηλότερες εκείνων των ίδιων μετοχών, κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης του χρηματιστηρίου της 10-1-2001, ημεροχρονολογία πρώτης συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά την οποία ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 42.338.501 δρχ, με βάση το επίσημο δελτίο τιμών του ΧΑΑ, πλέον των μερισμάτων, ύψους 469.110 δρχ., ήτοι συνολικά σε 42.807.611 δρχ., σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγομένης, που προβλήθηκαν και πρωτόδικα, τους οποίους ουδόλως αμφισβήτησε ο ενάγων (διαφωνεί αυτός μόνο ως προς το χρόνο προσδιορισμού της αξίας των απωλεσθέντων μετοχών του χαρτοφυλακίου του), με συνέπεια να συνάγεται σχετική ομολογία (αρθ.261 ΚΠολΔ). Επομένως, σύμφωνα και με την οικεία νομική σκέψη που προηγήθηκε, η θετική ζημία του τελευταίου από την παράνομη και υπαίτια εκποίηση του χαρτοφυλακίου του, ανέρχεται στο τελευταίο ποσό, από το οποίο πρέπει ν'αφαιρεθεί ποσό 19.131.155 δρχ., που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αντιστοιχεί στο πραγματικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του". Με τ'ανωτέρω δεκτά γενόμενα το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των αρθρ.914, 297, 298 ΑΚ με το να δεχθεί ως χρόνο προσδιορισμού της αξίας των μετοχών όχι την 3-11-1999, διότι τότε δεν επήλθε η ζημία που σε κάθε περίπτωση είχε επέλθει σε χρόνο προγενέστερο, όταν δηλ. προέβη στην παράνομη πράξη ο προστηθείς υπάλληλος, αλλά όπως αναφέρει στην αγωγή του τότε έλαβε γνώση απλώς των παρανόμων πράξεων, ούτε επικαλείται ο αναιρεσείων ότι την ημεροχρονολογία αυτή είχε δώσει εντολή προς πώληση. Το Δικαστήριο δέχεται ότι "δεν σκόπευε να εκποιήσει" αλλά ούτε και η από 23-11-1999 εξώδικη επιστολή (επίδοση 24-11-1999) επέφερε υπερημερία, διότι σ'αυτή αναφέρεται περί αποκαταστάσεως του χαρτοφυλακίου (δηλαδή in natura αποκατάσταση, όχι πώληση), άλλως στην καταβολή του αναφερομένου ποσού. Ήτοι εν προκειμένω δεν αποτελεί η επίδοση της επιστολής όχληση, σαφή, ακριβή και ορισμένη, ώστε να επιφέρει την κατά τ'ανωτέρω υπερημερία του οφειλέτη. Το ποσό που επιδίκασε το Εφετείο δεν αποτελεί χρηματική παροχή αλλά την χρηματική αποτίμηση πραγμάτων, δηλαδή την ενσωματωμένη αξία των τίτλων. Σημειωτέον ότι, όπως δέχεται και το δικαστήριο της ουσίας ο αναιρεσείων δεν ισχυρίσθηκε ότι θα πωλούσε τις μετοχές του, κάνοντας χρήση των απορρεόντων εξ αυτών δικαιωμάτων, σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, προγενέστερο της πρώτης συζήτησης (3-11-1999 ή 24-11-1999), ώστε να καρπωθεί την αξία τους. Μη προσδιορίζοντας τούτο, αποδέχεται πως αυτό θα συμπίπτει με το χρονικό σημείο καταψήφισης του αιτήματός του, δηλ. την κατά τα ως άνω ημεροχρονολογία της συζήτησής της αγωγής του, ότε και μπορούσε να αποκαταστήσει τον ίδιο αριθμό μετοχών, που δια της παρανόμου πράξεως απώλεσε. Είναι δε όλως διάφορες και ανεπίδεκτες εφαρμογής αναλογικά οι διατάξεις του Ν.2533/1997 περί Συνεγγυητικού κεφαλαίου, αφού οι τελευταίες αφορούν τις προϋποθέσεις αποτίμησης του χαρτοφυλακίου σε περίπτωση πτωχεύσεως ή ανακλήσεως της αδείας Ε.Π.Ε.Υ., ότε από την ημερομηνία αυτής επέρχεται υπερημερία να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις της. (προβλ.ΑΠ 926/2011, απ 1845/2011). Τέλος και ως προς την επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου Ι του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν υφίσταται εν προκειμένω πλήρης στέρησης της ιδιοκτησίας, σε κάθε όμως περίπτωση δεν θίγετε με τις παραπάνω διατάξεις (αρ.914, 297, 298 ΑΚ) το δικαίωμα του Κράτους να θέσει σε ισχύ αυτές για τη ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, ούτε βεβαίως, παραβιάζεται το άρθρο 17 του Συντάγματος, αφού δεν πρόκειται περί στερήσεως της ιδιοκτησίας (πρβλ.ΣΤΕ 116, 117/2014). Επομένως η εκ του άρθρου 559 αριθ.1 επικαλούμενη πλημμέλεια είναι απορριπτέα ως αβάσιμη". (areiospagos.gr)
Σχόλια