Φοροδιαφυγή – Δεδικασμένο επί μη απόδοσης ΦΠΑ (νομολογία)

AΠ 446/2014: Φοροδιαφυγή – Δεδικασμένο επί μη απόδοσης ΦΠΑ: «Κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 του Κ.Ποιν.Δ. "αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διάφορος χαρακτηρισμός", και κατά την παράγραφο 3 "αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη
δεδικασμένου, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, 2) ταυτότητα προσώπου, ήτοι του κατηγορουμένου, του δικασθέντος από την απόφαση που στηρίζει το δεδικασμένο, και 3) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Η "πράξη", κατά το άρθρο 57, νοείται υπό την έννοια της υλικής ή φυσικής πράξεως του καθημερινού βίου, με οποιονδήποτε νομικό χαρακτηρισμό και αν κρίθηκε κατ' ουσία, έστω και αν αυτός επιτρεπτά μεταβλήθηκε. Και τούτο διότι και υπό διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό πρόκειται περί της αυτής πράξεως, αφού απαιτείται το αυτό γεγονός και όχι το αυτό έγκλημα. Για την ταυτότητα της πράξεως απαιτείται ταυτότητα τόπου και χρόνου, ενώ ο χρόνος δεν επηρεάζει την ταυτότητα της πράξεως, μόνον όταν είναι αποδεδειγμένο ότι αυτή άπαξ τελέστηκε. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα, όπου κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλεια της, για την συνδρομή του στοιχείου της ταυτότητας των πράξεων απαιτείται σύμπτωση της χρονικής διάρκειας στην τέλεση αυτών.
Εξ άλλου, η από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, καθόσον η αόριστη προβολή αυτών, όχι μόνο δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να τους απορρίψει αιτιολογημένα, αλλά ούτε καν το υποχρεώνει να απαντήσει σ' αυτούς.
Στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Αλεξανδρούπολης που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και εξέδωσε την προσβαλλόμενη 819/2012 απόφαση, ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, προέβαλε την ένσταση του δεδικασμένου, επικαλούμενος ότι για την ίδια πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε πρωτοδίκως, είχε καταδικαστεί αμετακλήτως σε προγενέστερο χρόνο με τις 544/2011 και 778/2011 αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου, ζήτησε δε να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αλεξανδρούπολης με την ως άνω προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως και απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ακολούθως δε τον καταδίκασε για το έγκλημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, σε συνολική ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Από την παραδεκτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος: 1) με την αμετάκλητη 544/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αλεξανδρούπολης, υπό την ιδιότητα του ως ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της ΟΕ με την επωνυμία ΑΦΟΙ Δ., για παράβαση του άρθρου 18 παρ. 1 στοιχ. α του Ν. 2523/1997 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι(6) μηνών, για μη απόδοση στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), συνολικού ποσού 83.001,97 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/7/2005 έως 31/12/2005, όπως φαίνονταν στην 188/12-5-2006 πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ της αρμόδιας Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης, με σκοπό τη φοροδιαφυγή. Ειδικότερα, όπως φαίνεται από την προσκομιζόμενη κατάσταση χρεών στην 10870/31-7-2006 μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης, και διαλαμβάνεται στο διατακτικό της ως άνω απόφασης, βεβαιώθηκε στις 19/7/2006, σε βάρος του, το ποσό των 63.916,67 ευρώ, ως καταλογιζόμενος και μη αποδοθείς φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), μετά του ποσού των 19.085,30 ευρώ-που αποτελούσαν προσαυξήσεις του παραπάνω φόρου-και συνολικά το ποσό των 83.001,97 ευρώ, 2) Με την αμετάκλητη 778/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αλεξανδρούπολης, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ Δ. ΟΕ", για παράβαση του άρθρου 18 παρ. 1 στοιχ. α του Ν. 2523/1997 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, για μη απόδοση στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), συνολικού ποσού 82.131,90 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 9/1/2006 έως 31/12/2006, όπως φαίνονταν στην 21/14-2-2007 πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ της αρμόδιας Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης, με σκοπό τη φοροδιαφυγή. Ειδικότερα, όπως φαίνεται από την προσκομιζόμενη κατάσταση χρεών στην 6222/26-4-2007 μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης, και διαλαμβάνεται στο διατακτικό της ως άνω απόφασης, βεβαιώθηκε στις 18/4/2007 σε βάρος του το ποσό των 64.848,59 ευρώ, ως καταλογιζόμενος και μη αποδοθείς φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), μετά του ποσού των 17.288,31 ευρώ (που αφορούσε προσαυξήσεις του παραπάνω φόρου) και συνολικά το ποσό των 82.131,90 ευρώ. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη 819/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αλεξανδρούπολης, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της Ο.Ε με την επωνυμία ΑΦΟΙ Δ., για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 στοιχ. γ, 2 στοιχ. α και 7 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και 34 παρ. 1 και 2 του Ν. 3220/2007, κατ' εξακολούθηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών. Ειδικότερα, το δικαστήριο, αφού απέρριψε τον εγγράφως υποβληθέντα και καταχωρηθέντα στα πρακτικά συνεδρίασης ορισμένο και σαφή αυτοτελή ισχυρισμό του περί δεδικασμένου, που συνοδευόταν από τα συνυποβληθέντα έγγραφα, με την αιτιολογία ότι "οι 544/2011 και 778/2011 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημ/κείου Αλεξανδρούπολης αφορούν αξιόποινες πράξεις διαφορετικές της δικαζόμενης υπόθεσης και δη αυτής της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος με την πρωτόδικη απόφαση", ακολούθως τον κήρυξε ένοχο του ότι υπό την ως άνω ιδιότητά του, στην Αλεξανδρούπολη στις 2/1/2007 και 1/10/2007, δεν προέβη στην πληρωμή βεβαιωμένων στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία Αλεξανδρούπολης χρεών της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας προς το Δημόσιο, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 205.377,13 ευρώ, και συγκεκριμένα, 1) ποσού 96.141,70 ευρώ (ήτοι 83.001,97 ευρώ για φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για το έτος 2005, που βεβαιώθηκε οριστικά στις 21/7/2006, το οποίο πλέον, μετά από καταβολές εκ μέρους του ποσού 15.296,55 ευρώ, καθώς και προσαυξήσεις τόκων, είχε ανέλθει στο ποσό των 96.141,70 ευρώ) που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης στις 21/7/2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 31/8/2006 και έληξε στις 2/1/2007, 2) ποσού 109.235,43 ευρώ (ήτοι 82.131,90 ευρώ για φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για το έτος 2006, που βεβαιώθηκε οριστικά στις 18/4/2007, το οποίο πλέον, μετά από προσαυξήσεις τόκων είχε ανέλθει στο ποσό των 109.235,43 ευρώ), που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης στις 18/4/2007 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 31/5/2007 και έληξε στις 1/10/2007. Η ποινική δίωξη σε βάρος του ασκήθηκε δυνάμει της 23333/17-2-2010 μηνυτήριας αναφοράς του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης, για καθυστέρηση καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο, υπό την ως άνω ιδιότητά του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1,2,3,6,του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και ακολούθως από τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2007.
Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη, που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των αρμοδίων υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλόμενου φόρου και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 18 του ίδιου Ν. 2523/1997, δυνάμει του οποίου διώκεται το αδίκημα της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή Φ.Π.Α. κτλ, κατά την παράγραφο 1 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2δ του άρθρου 2 του Ν. 3943/2011, όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει αυτούς ..., καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, τιμωρείται με ποινές κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι και οι δύο παραβάσεις προβλέπονται από τις ίδιες διατάξεις του Ν. 2523/1997, που αντικατέστησε τον Ν. 1882/1990, συγκροτούνται από τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά, τα οποία τελούν σε αδιάσπαστη ενότητα τόπου, χρόνου, τρόπου τέλεσης και υλικού αντικειμένου, τυποποιούνται με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο ως προς την αντικειμενική, αλλά και ως προς την υποκειμενική τους υπόσταση, αφού για την τεκμηρίωση και των δύο απαιτείται η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου, φέρουν τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό (φοροδιαφυγή) και αφορούν την προστασία του ίδιου έννομου αγαθού (διασφάλιση των δικαιωμάτων του Δημοσίου και ότι αφορά τη μη απώλεια εσόδων από φόρους κτλ δικαιώματα). Διαφέρουν μόνο ως προς το είδος και το ύψος της ποινής, διαφοροποίηση η οποία δεν αναιρεί την ταυτότητα των παραβάσεων, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 57 του Κ.Ποιν.Δ. Στην έννοια λοιπόν της φοροδιαφυγής που θεσπίζεται με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, περιλαμβάνεται και η μη απόδοση του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας, ως ειδικότερη μορφή φοροδιαφυγής. Με βάση όμως τα ανωτέρω, προκύπτει ότι από τις 544/2011 και 778/2011 αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις του Τριμελούς Πλημ/κείου Αλεξανδρούπολης παρήχθη αρνητικό δεδικασμένο, που κωλύει τη δίωξη του αναιρεσείοντος και για την πράξη για την οποία μεταγενέστερα διώχθηκε και τελεσιδίκως καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως το δικαστήριο της ουσίας με το να απορρίψει την ένσταση περί δεδικασμένου, την οποία προέβαλε ο κατηγορούμενος, αν και συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, παραβίασε την διάταξη του άρθρου 57 του Κ.Ποιν.Δ και αναιρετέα κατάστησε την απόφασή του, κατά τον από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του Κ.Ποιν.Δ βάσιμο λόγο αναιρέσεως, κατ' αποδοχή του οποίου πρέπει, να αναιρεθεί η προβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη». (areiospagos.gr)

Σχόλια