Άρθρο προς άρθρο όλες οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου
Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου Επείγοντα μέτρα
εφαρμογής ν.4334/2015 (Α'80)» γίνεται αναλυτική παράθεση των προτεινόμενων
αλλαγών στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άρθρο προς άρθρο:
I. Βιβλίο πρώτο - Γενικές διατάξεις (κεφ. 1 έως 23).
1. Άρθρο 14: Προστίθεται νέα περίπτωση γ' στο άρθρο 14
ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία διαφορές που αφορούν κοινόχρηστες δαπάνες και
υπάγονται στην καθ' ύλην λόγο ποσού αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων δικάζονται
από τα δικαστήρια αυτά. Οι διαφορές αυτές δεν δημιουργούν πολύπλοκα νομικά
ζητήματα, ώστε να υπάγονται συλλήβδην χωρίς διαφοροποιήσεις ανάλογα με την αξία
του
αντικειμένου τους στην αποκλειστική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου
σύμφωνα με το άρθρο 17 § 3. Οι υπόλοιπες διαφορές του άρθρου 17 § 3, εν όψει
των συχνά δυσχερών νομικών θεμάτων που παρουσιάζουν, συνεχίζουν να εκδικάζονται
αποκλειστικά από το μονομελές πρωτοδικείο.
2. Άρθρα 16 και 200: Λόγω της ουσιαστικής εξαφάνισης του
θεσμού των δικολάβων, κρίθηκε σκόπιμο να καταργηθούν και οι αντίστοιχες
διατάξεις του ΚΠολΔ που προέβλεπαν ειδικές ρυθμίσεις για τους δικολάβου και
συγκεκριμένα αυτές των άρθρων 16 περ. 7 (για τις αμοιβές των δικολάβων) και 200
(για το ευεργέτημα της πενίας και την δικαστική πληρεξουσιότητα). Να σημειωθεί
ότι σε αντίθεση με τον προγενέστερο (ν.δ. 3026/1954), ο νέος Κώδικα Δικηγόρων
(ν. 4194/2013) δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τους δικολάβους.
3. Άρθρο 17: Γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές στην
αρίθμηση και τίθεται στην περ. 3 η επιφύλαξη, λόγω της προσθήκης της ειδικής
ρύθμισης στο άρθρο 14 παρ. 1 περ. γ'.
4. Άρθρο 47: Βελτιώθηκε λεκτικά και τροποποιήθηκε εν μέρει
το περιεχόμενο του, ώστε για λόγους οικονομία της δίκης και προς αποφυγή
παρέλκυσης της, να μην είναι δυνατή η προσβολή με ένδικο μέσο της απόφασης
κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την απόφαση σε ανώτερο. Το ανώτερο
δικαστήριο ως τέτοιο διαθέτει κατά τεκμήριο τα εχέγγυα ορθής δικαστικής κρίσης.
5. Άρθρο 79 παρ. 1: Με τη νέα παρ. 1 του άρθρου 79
περιορίζεται η δικονομική δυνατότητα άσκησης κυρίας παρέμβασης μόνο στον πρώτο
βαθμό. Με την ισχύουσα ρύθμιση που επιτρέπει την κύρια παρέμβαση σε κάθε στάση
της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας διαδικασίας, είναι συχνός ο αιφνιδιασμός των
αρχικών διαδίκων όταν η αντιποίηση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος γίνεται
από τρίτον απευθείας στον δεύτερο Βαθμό και ως εκ τούτου η δικονομική στάση των
αρχικών διαδίκων και τα μέσα επίθεσης και άμυνας αυτών κατά κανόνα είναι ήδη
γνωστά. Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποτρέπεται το φαινόμενο αυτό.
6. Άρθρο 89: Καταργήθηκε η πρόβλεψη για άσκηση της
προσεπίκλησης το αργότερο ως τη συζήτηση στο ακροατήριο, με σκοπό την
εναρμόνιση των διατάξεων της τακτικής διαδικασίας και των ειδικών διατάξεων που
εφαρμόζονται για την άσκηση της.
7. Άρθρο 91: Τέθηκε η επιφύλαξη του άρθρου 238, καθόσον στο
άρθρο αυτό και εν όψει της δομής της νέας τακτικής διαδικασίας του άρθρου 237,
τίθενται συγκεκριμένα χρονικά όρια για τη συμμετοχή τρίτων στη δίκη στην
τακτική διαδικασία στο μονομελές και στο πολυμελές πρωτοδικείο.
8. Άρθρο 94: Απαλείφθηκε η πρόβλεψη στην παρ. 1 για
υποχρεωτική παράσταση των διαδίκων με πληρεξούσιο δικηγόρο για την κατάρτιση
της έγγραφης συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου. Από τον κανόνα της
υποχρεωτικής παράστασης με πληρεξούσιο δικηγόρο εξαιρούνται στην παρ. 2 μόνο οι
μικροδιαφορές, λόγω της φύσης και του ύψους του αντικειμένου των εκδικαζόμενων
διαφορών, καθώς και οι περιπτώσεις αποτροπής επικείμενου κινδύνου. Η
ασφαλιστική δικλείδα της παρ. 3 παραμένει.
9. Άρθρο 115: Τέθηκε στην παρ. 2 η επιφύλαξη των άρθρων 237
και 238, δεδομένου ότι η τακτική διαδικασία στα μονομελή και πολυμελή
πρωτοδικεία είναι κατά κανόνα έγγραφη. Προς γενική ενίσχυση της έγγραφης
διαδικασίας και στα ειρηνοδικεία, η κατάθεση έγγραφων προτάσεων είναι υποχρεωτική
σύμφωνα με τη νέα παρ. 3 ενώπιον όλων των δικαστηρίων. Από την υποχρέωση αυτή,
λόγω του μικρού οικονομικού αντικειμένου της διαφοράς και της εν γένει
απλότητας των υποθέσεων, εξαιρούνται οι μικροδιαφορές, στις οποίες ούτως ή
άλλως επιτρέπεται η παράσταση των διαδίκων χωρίς την παρουσία πληρεξουσίων
δικηγόρων.
10. Άρθρο 116 παρ. 2: Με την διάταξη του άρθρου 116 παρ. 2,
η οποία εντάσσεται συστηματικά στο πλαίσιο των θεμελιωδών δικονομικών αρχών,
υπογραμμίζεται το στοιχείο της αυξημένης ευθύνης των διαδίκων, με την καθιέρωση
γνήσιας δικονομικής υποχρέωσης τους να συμβάλλουν με την εν γένει δικονομική
τους συμπεριφορά και ιδίως με την επιμελή διεξαγωγή της δίκης, την εμπρόθεσμη
επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων, την έγκαιρη προβολή ισχυρισμών και προσαγωγή
αποδεικτικών μέσων στην επίσπευση της δίκης και στην ταχεία επίλυση της
διαφοράς.
II. Βιβλίο δεύτερο - Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια
(κεφ. 1 έως 11).
III. Βιβλίο δεύτερο - Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια
(κεφ. 12 απόδειξη).
1. Άρθρο 340: Σύμφωνα με την μέχρι σήμερα ισχύουσα διάταξη
του άρθρου 270 παρ. 2 «το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που
πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική του
καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και
αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των
άρθρων 393 και 394». Η νόθευση αυτή που πραγματοποιείται στο δεύτερο εδάφιο της
παραπάνω διάταξης στο σύστημα της αυστηρής απόδειξης που καθιερώνει το πρώτο
εδάφιο, με την πρόβλεψη της «συμπληρωματικότητας» ερμηνεύθηκε από τη θεωρία
ποικιλοτρόπως. Κατά μια άποψη λαμβάνονται υπόψη μόνο τα αποδεικτικά μέσα του
άρθρου 339 και αν ο δικαστής δεν σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση από αυτά,
τότε και τα μη πληρούντα. Κατά μια άλλη άποψη κρατούσα και στη νομολογία
λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά και παράλληλα με τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα του
άρθρου 339. Η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή τάχθηκε υπέρ της δεύτερης από τις
ανωτέρω θέσεις, η οποία δέχεται πληρούντα και μη πληρούντα αποδεικτικά μέσα
σωρευτικά. Έτσι στο άρθρο 340 προστίθεται παρ. 1 στην οποία επαναδιατυπώνεται η
παρ. 2 του παλαιού άρθρου 270 ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα κατά την
ερμηνεία και την εφαρμογή της. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τα αποδεικτικά
μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου και αξιολογεί αυτά κατά την αποδεικτική
δύναμη που έχει το καθένα σύμφωνα με τον νόμο. Λαμβάνει όμως υπόψη του
σωρευτικά και παράλληλα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του
νόμου, με τις εξαιρέσεις που ισχύουν για το μη επιτρεπτό της εμμάρτυρης
απόδειξης, τα οποία και εκτιμά ελεύθερα.
2. Άρθρο 370: Γίνεται αναρρύθμιση των παρ. 2 και 3 σε 1 και
2 αντίστοιχα μετά την κατάργηση της παρ. 1 από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.
2915/2001.
3. Άρθρο 393: Συγχωνεύονται στην παρ. 1 οι παρ. 1 και 3 και
η παλιά παρ. 3 αναριθμείται σε 2. Επίσης αυξάνεται το χρηματικό όριο του μη
επιτρεπτού της εμμάρτυρης απόδειξης από 20.000 σε 30.000 ευρώ.
4. Άρθρο 394: Γίνεται σαφέστερο ότι το άρθρο αυτό αποτελεί
εξαιρετική ρύθμιση.
5. Άρθρο 396: Με το άρθρο 396, το οποίο είχε καταργηθεί με
το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 προβλέπεται, -με την επιφύλαξη των
οριζομένων στα άρθρα 237 και 238, τα οποίο περιλαμβάνουν ειδικές ρυθμίσεις για
την εμμάρτυρη απόδειξη- ότι το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει έναν
τουλάχιστον μάρτυρα από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά. Σε περίπτωση
ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί μάρτυρας από κάθε ομόδικο εφόσον το δικαστήριο
κρίνει ότι υφίστανται μεταξύ των ομοδίκων διαφορετικά συμφέροντα. Η τελευταία αυτή
περίπτωση ισχύει και για τη διαδικασία των άρθρων 237 και 238 και για το λόγο
αυτό δεν τίθεται η σχετική επιφύλαξη και στο εδάφιο αυτό της διάταξης.
6. Άρθρο 400: Στο άρθρο 400 καταργείται η παρ. 3 και έτσι
μπορεί να εξετάζονται ως μάρτυρες και πρόσωπα που έχουν συμφέρον από τη δίκη,
των οποίων βέβαια η κατάθεση σταθμίζεται από το δικαστήριο.
7. Άρθρα 421-424: Με τα νέα άρθρα 421-424 προβλέπεται με
αναλυτικές ρυθμίσεις το επώνυμο αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων, το
οποίο προστέθηκε στον κατάλογο του άρθρου 339 με το άρθρο 36 του Ν. 3994/2011.
Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται: α) ότι οι ένορκες βεβαιώσεις, μέχρι πέντε
τον αριθμό, συντάσσονται από ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο προαποδεικτικά, β)
απαιτείται προηγούμενη (προ 2 ημερών) κλήτευση του αντιδίκου με το περιεχόμενο
που ορίζει το άρθρο 422, γ) μπορούν κατά την εξέταση των ενόρκως βεβαιούντων να
παρίστανται οι διάδικοι και σε περίπτωση που προβάλλουν ενστάσεις
καταχωρίζονται μεν στο προοίμιο της βεβαίωσης, αλλά κρίνονται από το δικαστήριο
στο οποίο θα υποβληθούν, δ) οι όροι και περιορισμοί που ισχύουν για τους
μάρτυρες στις διατάξεις των άρθρων 393, 394, 398 παρ. 2, 399, 400, 402, 405,
407, 408, 409 παρ. 2, 411 και 413 εφαρμόζονται ανάλογα και στους ενόρκως
βεβαιούντες. Σε περίπτωση τέλος που δεν τηρηθούν όλες οι ανωτέρω διατυπώσεις
δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο ούτε στην έμμεση απόδειξη. Οι ένορκες
βεβαιώσεις διαδραματίζουν βασικό ρόλο και στην αποδεικτική διαδικασία των
άρθρων 237 και 238, αφού ως μάρτυρας σε περίπτωση που κριθεί αναγκαία η
εμμάρτυρη απόδειξη καλείται ένας (από κάθε πλευρά) από τους ενόρκως
βεβαιώσαντες. Με αυτόν τον τρόπο, προσδοκάται ότι θα αναβαθμιστεί παράλληλα και
το ουσιαστικό περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων και θα μειωθούν οι περιπτώσεις
ψευδορκίας, αφού πλέον αυτός που την παρέχει γνωρίζει ότι η αξιοπιστία της
μαρτυρίας του ενδέχεται να υποβληθεί σε προφορικό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή.
8. Άρθρο 461: Λόγω της υποχρεωτικής κατάθεσης προτάσεων σε
όλα τα δικαστήρια (βλ. άρθρο 115 παρ. 3) καταργείται η δικονομική δυνατότητα
προφορικής υποβολής της ένστασης πλαστογραφίας.
9. Άρθρο 468: Με την τροποποίηση που επέρχεται στην παρ. 1
γίνεται σαφές ότι δεν επιτρέπεται πλέον προφορική άσκηση της αγωγής ενώπιον του
ειρηνοδικείου για μικροδιαφορές. Αν και η κατάθεση προτάσεων στις μικροδιαφορές
δεν είναι υποχρεωτική, κατά τη νέα διατύπωση του άρθρου 115 παρ. 3, σε
περίπτωση που ο διάδικος επιλέξει να καταθέσει προτάσεις θα το πράξει το
αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο.
10. Άρθρο 472: Το άρθρο 472 που προέβλεπε τη δικονομική
δυνατότητα αντιπροσώπευσης του διαδίκου από συγκεκριμένα πρόσωπα καταργείται.
11. Άρθρο 484: Τροποποιείται, λόγω της κατάργησης της
περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης.
IV. Βιβλίο τρίτο - Ένδικα μέσα και ανακοπές (κεφ. 1 έως 6).
1. Άρθρο 495 παρ. 3: Αναγκαία συνέπεια της κατάργησης της
προφορικής άσκησης αγωγών κ.λπ στο ειρηνοδικείο, αποτελεί η κατάργηση της
προφορικής άσκησης ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, η οποία
προβλεπόταν στην παρ. 3 του άρθρου 495.
2. Άρθρο 495 παρ. 4: Γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές στην
αρίθμηση.
3. Άρθρο 498 παρ. 2: Έγινε σύντμηση των προπαρασκευαστικών
προθεσμιών κλήτευσης των διαδίκων σε εναρμόνιση με τις αντίστοιχες προθεσμίες
του άρθρου 228. Οι προθεσμίες αυτές κρίνονται επαρκείς, λαμβανομένου υπόψη ότι
ακόμα και στην περίπτωση εφέσεως σε απόφαση που εκδόθηκε ερήμην στον πρώτο
βαθμό, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης.
4. Άρθρα 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3: Η μεταβολή της
καταχρηστικής τριετούς προθεσμίας των άρθρων 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3 για την
άσκηση έφεσης και αναίρεσης αντίστοιχα στις περιπτώσεις μη επίδοσης της
απόφασης, έγινε διότι η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή θεώρησε ότι η προθεσμία των
τριών ετών υπήρξε υπερβολικά μεγάλη και έπρεπε να περιορισθεί σε διετή για την
ταχεία περάτωση των δικών.
5. Άρθρο 524: Στο άρθρο 524 η προσαρμογή κατέστη αναγκαία
μετά τις μεταβολές στην τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων
δικαστηρίων. Η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση
ερημοδικίας του άρθρου 528. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν έχει εφαρμογή το άρθρο
237, αλλά οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης και η προσθήκη
εντός του τριημέρου, όπως ισχύει και στην περίπτωση της κατ' αντιμωλίαν
διεξαγωγής της πρωτοβάθμιας δίκης στις ειδικές διαδικασίες. Στην παρ. 3
επανέρχεται η παλαιότερη διατύπωση.
6. Άρθρο 527: Στο άρθρο 527 η προσαρμογή, αναφορικά με τους
πραγματικούς ισχυρισμούς στην δευτεροβάθμια δίκη, κατέστη αναγκαία μετά την
κατάργηση του άρθρου 269, οι διατάξεις του οποίου επαναφέρθηκαν στο άρθρο αυτό.
Στην τακτική διαδικασία των άρθρων 237 και 238 το χρονικό σημείο για την
παραδεκτή προβολή οψιγενών ισχυρισμών είναι αυτό της παρέλευσης της προθεσμίας
για την κατάθεση προτάσεων, κατά τους ορισμούς του άρθρου 237 παρ. 1. Αν οι
σχετικοί ισχυρισμοί γεννήθηκαν πριν το χρονικό σημείο αυτό και δεν συντρέχουν
οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 527 (αριθμοί 3 έως 6), τότε δεν μπορούν να
προβληθούν παραδεκτά στη δευτεροβάθμια δίκη. Λόγω της δυνατότητας άσκησης
κύριας παρέμβασης μόνο στον πρώτο βαθμό, καταργήθηκε η σχετική πρόβλεψη που
υπήρχε στην διάταξη αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς του κυρίως
παρεμβαίνοντος (το πρώτον) στη δευτεροβάθμια δίκη.
7. Άρθρο 538: Επανέρχεται η παλαιά διάταξη ως είχε πριν την
τροποποίηση που υπέστη από το άρθρο 45 παρ. 1 του Ν. 3994/2011. Σε προσβολή με
αναψηλάφηση υπόκεινται οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου (ολομέλειας και τμημάτων)
μόνο όταν δικάζει κατ' ουσίαν και όχι ως ακυρωτικό. Η εξαίρεση του κανόνα
αναφορικά με το επιτρεπτό αναψηλάφησης όταν στηρίζεται στον λόγο του αριθμού 10
του άρθρου 544 (δωροληψία ή εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην
έκδοση της απόφασης δικαστή) καταργήθηκε από την Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.
8. Άρθρο 544 αριθμ. 6: Με σκοπό την πληρότητα της διάταξης,
προστίθεται στον λόγο αναψηλαφήσεως του αριθμού 6 ο ψευδής όρκος ενόρκως
βεβαιώσαντος, δεδομένου ότι οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν επώνυμο αποδεικτικό
μέσο του καταλόγου του άρθρου 339.
9. Άρθρο 546 παρ. 1: Γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές στην
αρίθμηση.
10. Άρθρο 548: Γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές στην
αρίθμηση. Στην διαδικασία της κατ' αναψηλάφηση δίκης η κατάθεση των προτάσεων
γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως
τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση, κατά ρητή
παραπομπή στο άρθρο 524 παρ. 1 εδ. β'.
11. Άρθρο 560: Στο άρθρο 560 διευρύνθηκαν οι λόγοι αναίρεσης
αποφάσεων του ειρηνοδικείου με την προσθήκη δυο νέων λόγων, με σκοπό την
ενότητα της νομολογίας και την εξασφάλιση ορθότερης δικαστικής κρίσης.
Προστέθηκαν ως λόγοι αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη
πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση
και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή
ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
12. Άρθρο 562 παρ. 4: Λόγω της κατάργησης της εισηγητικής
έκθεσης στον Άρειο Πάγο, η διάταξη της παρ. 4 τροποποιήθηκε αντίστοιχα.
13. Άρθρο 564 παρ. 2: Στο πλαίσιο τη γενικότερης σύντμησης
των δικονομικών προθεσμιών και σε εναρμόνιση με την προθεσμία επίδοσης της
αγωγής στην αλλοδαπή σύμφωνα με το άρθρο 215 παρ. 2, η αντίστοιχη προθεσμία
επίδοσης της αναίρεσης συντμήθηκε σε εξήντα (60) ημέρες.
14. Άρθρο 565: Γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές στην
αρίθμηση.
15. Άρθρο 568 παρ. 2 στ. γ': Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή
εισηγητής αρεοπαγίτης προς τον οποίον διαβιβάζεται ο φάκελος της δικογραφίας,
ορίζεται μόνο για να κρίνει το απαράδεκτο της αναίρεσης ή το απαράδεκτο ή το
προδήλως αβάσιμο όλων των λόγων της (αρχικών και προσθέτων), κατά τα ειδικότερα
στο άρθρο 571 οριζόμενα.
16. Άρθρο 569 παρ. 2: Σε περίπτωση προσθέτων λόγων,
αντίγραφο του δικογράφου που τους περιέχει παραδίδεται από τη γραμματεία του
Αρείου Πάγου και στον εισηγητή της υπόθεσης για τους σκοπούς του άρθρου 571.
17. Άρθρο 571: Η κατάργηση της εισήγησης του άρθρου 571
κρίθηκε αναγκαία για τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που αφορούν
καταδίκες για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων λόγω της εισηγήσεως
και για εξοικονόμηση χρόνου μάταιης εργασίας. Μετά την κατάργηση της εισήγησης
κατέστη αναγκαία η προσαρμογή των άρθρων 562 παρ. 4, 565 παρ. 2, 569 παρ. 2,
574 και 575. Παράλληλα εισάγεται εκ νέου η διάταξη που ίσχυε πριν το ν.
3994/2011 αναφορικά με το «φιλτράρισμα» των αναιρέσεων στον Άρειο Πάγο.
Εισηγητής δικαστής πλέον ορίζεται μόνο για να κρίνει σε πρώτο στάδιο
περιπτώσεις απαραδέκτου της αναίρεσης ή απαραδέκτου ή προδήλως αβασίμου (όλων)
των λόγων αυτής. Σε μια τέτοια περίπτωση ακολουθείται η διαδικασία που
περιγράφεται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 571.
18. Άρθρο 574: Λόγω της κατάργησης της εισηγητικής έκθεσης
το άρθρο 574 τροποποιείται αντίστοιχα. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
αγορεύουν μόνο εφόσον το ζητήσουν.
19. Άρθρο 575: Λόγω της κατάργησης της εισηγητικής έκθεσης
το άρθρο 574 τροποποιείται αντίστοιχα.
20. Άρθρο 580 παρ. 3: Με το άρθρο 580 παρ. 3 αποσαφηνίζεται
ότι μετ' αναίρεση η υπόθεση, όταν συντρέχει περίπτωση να συζητηθεί στον Άρειο
Πάγο, εισάγεται δια κλήσεως στο ίδιο τμήμα.
21. Άρθρο 581 παρ. 2: Διευκρινίζεται ότι η κατάθεση των
προτάσεων στο δικαστήριο της παραπομπής γίνεται μέχρι την έναρξη της συζήτησης,
σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. β'.
22. Άρθρο 585 παρ. 2: Σε συμφωνία με τις προθεσμίες της
τακτικής διαδικασίας των άρθρων 237 και 238, οι νέοι λόγοι ανακοπής
προτείνονται με πρόσθετο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται και επιδίδεται στον
αντίδικο εντός εξήντα ημερών από την κατάθεση της ανακοπής. Στις ειδικές
διαδικασίες η προθεσμία των οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση διατηρείται.
V. Βιβλίο τέταρτο - Ειδικές διαδικασίες (κεφ. 1 έως 4).
1. Άρθρα 591 έως 645 (γενικά): Στις ειδικές διαδικασίες,
στις οποίες η εμμάρτυρη απόδειξη έχει μεγαλύτερη δικονομική Βαρύτητα και η
αμεσότητα διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο, λόγω της ειδικής φύσης των
επιμέρους διαδικασιών, παραμένει σε ισχύ η προφορική διαδικασία. Τα άρθρα 1 έως
590 εφαρμόζονται και εδώ, εκτός αν αντιβαίνουν προς ειδικές διατάξεις. Η
εφαρμοστέα διαδικασία περιγράφεται στο άρθρο 591 παρ. 1-7 και περιληπτικά έχει
ως εξής: Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα (30) ημέρες
και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο
εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση.
Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση. Οι διάδικοι το αργότερο
κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα και
μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να
καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αξιολογούνται οι
αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες Βεβαιώσεις,
έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών
που προτάθηκαν. Με σκοπό την απλοποίηση του υπάρχοντος συστήματος των ειδικών
διαδικασιών και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, οι ειδικές διαδικασίες
ενοποιήθηκαν και κατατάχθηκαν συστηματικά σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες, όπως
ήδη αναφέρθηκε στο γενικό μέρος της παρούσας: α) Στις διαφορές από την
οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592-613), β) στις
περιουσιακές διαφορές (άρθρα 614-622Β) και γ) στις διαταγές (άρθρα 623-646). Η
ενοποίηση αυτή κρίθηκε από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή επιβεβλημένη, καθόσον
η πληθώρα των μέχρι σήμερα ειδικών διαδικασιών, οι οποίες μάλιστα εκδικάζονται
από τα αρμόδια δικαστήρια κατά ενιαίο τρόπο με την ίδια δικονομική διαδικασία,
δεν φαίνεται να προσφέρει κάποιο πλεονέκτημα στην ουσιαστική απονομή της
δικαιοσύνης. Αντίθετα το δαιδαλώδες ισχύον σύστημα των ειδικών διαδικασιών και
οι χωρίς ουσιαστικό λόγο ενυπάρχουσες σε αυτό δικονομικές αποκλίσεις,
περιπλέκουν περισσότερο, παρά Βοηθούν το έργο των συμμετεχόντων στην κάθε δίκη
διαδίκων, πληρεξούσιων δικηγόρων και δικάζοντος δικαστή.
2. Άρθρα 592 έως 613: Στην πρώτη κατηγορία των οικογενειακών
διαφορών υπήχθησαν συστηματικά οι γαμικές διαφορές και οι διαφορές που
προκύπτουν από το νόμο 3719/2008 για την ελεύθερη συμβίωση (άρθρο 592 § 1), οι
διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρο 592 § 2) και οι λοιπές
οικογενειακές διαφορές (άρθρο 592 § 3). Σύμφωνα με τη διάρθρωση του
καταρτισθέντος σχεδίου, για τις διαφορές αυτές προβλέπονται αρχικά κοινές
διατάξεις (άρθρα 593-602) και στη συνέχεια ακολουθούν οι ειδικές διατάξεις
(άρθρα 603- 605: γαμικές διαφορές, άρθρα 606-609: διαφορές από τις σχέσεις γονέων
και τέκνων, άρθρα 610-613: λοιπές οικογενειακές διαφορές). Οι διατάξεις αυτές
αποδίδουν κατά βάση στην ουσία τους το ισχύον δίκαιο.
3. Άρθρα 614 έως 622Β: Στη δεύτερη κατηγορία των
περιουσιακών διαφορών υπήχθησαν συστηματικά οι μισθωτικές διαφορές (άρθρο 614 §
1), οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία (άρθρο 614 § 2), οι εργατικές
διαφορές (άρθρο 614 § 3), οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής
ασφάλισης (άρθρο 614 § 4), οι διαφορές από αμοιβές (άρθρο 614 § 5), οι διαφορές
για ζημιές από αυτοκίνητα (άρθρο 614 § 6), οι διαφορές από δημοσιεύματα ή
ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρο 614 § 7) και οι διαφορές από πιστωτικούς
τίτλους (άρθρο 614 § 8). Από τις ανωτέρω περιουσιακές διαφορές, λόγω του
ειδικού χαρακτήρα τους ξεχωριστή ρύθμιση με ειδικές διατάξεις προβλέπεται για
τις μισθωτικές διαφορές (άρθρα 615-620: το άρθρο 620 αφορά και στις διαφορές
από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία), για τις εργατικές διαφορές (άρθρα 621-
622), για τις διαφορές από αμοιβές (άρθρο 622Α), καθώς και για τις διαφορές από
πιστωτικούς τίτλους (άρθρο 622Β).
4. Άρθρο 621 παρ. 2 εδ. β': Ως προς τις εργατικές διαφορές
διατηρείται η ισχύουσα ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία αν κάποιος από τους
διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή εμφανιστεί και δεν
λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες
όλοι οι διάδικοι. Για τις υπόλοιπες περιουσιακές διαφορές ισχύει πλέον ο
κανόνας των άρθρων 271 επ., στα οποία γίνεται παραπομπή με το άρθρο 591 παρ. 1.
5. Άρθρο 665 (καταργηθέν): Αναφορικά με τις εργατικές
διαφορές καταργείται το ισχύον άρθρο 665 και συνεπώς πλέον αφενός ισχύει ο
γενικός κανόνας του άρθρου 94 ως προς την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο,
αφετέρου η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 96 οριζόμενα.
Παράλληλα καταργείται η δικονομική δυνατότητα εκπροσώπησης του εργαζομένου από
άλλον εργαζόμενο και του εργοδότη από υπάλληλο του.
6. Άρθρα 623-645: Στην τρίτη κατηγορία των διαταγών
υπήχθησαν συστηματικά η διαταγή πληρωμής (άρθρα 624-636) και η διαταγή απόδοσης
της χρήσης μισθίου (άρθρα 637- 646). Η διαταγή πληρωμής ρυθμίζεται ειδικότερα
στα άρθρα 623-636. Η διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου ρυθμίζεται ειδικότερα
στα άρθρα 637-645. Ειδικά ως προς την τελευταία κατηγορία δικαστικών διαταγών, η
Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, διατήρησε τις ρυθμίσεις του ν. 4055/2012, οι
οποίες φαίνεται ότι διατηρούν μια δικαιότερη ισορροπία ανάμεσα στα συμφέροντα
των μισθωτών και των εκμισθωτών επιφέροντας μικρές μόνο νομοτεχνικές
βελτιώσεις.
7. Άρθρο 623: Ορίζεται ρητά πλέον ότι η έκδοση διαταγής
πληρωμής από τους δικαστές των πολιτικών δικαστηρίων, προϋποθέτει ιδιωτικού
δικαίου διαφορά.
8. Άρθρο 624 παρ. 2: Αίρεται το κώλυμα για την έκδοση
διαταγής πληρωμής για πρόσωπα που κατοικούν στο εξωτερικό, ή δεν είναι γνωστής
διαμονής, αλλά έχουν νόμιμα διορισμένο αντίκλητο.
9. Άρθρα 631, 632 παρ. 3: Οριοθετείται η αναστολή της
εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής από τις επιπλέον διαδικαστικές δυνατότητες
του άρθρου 724. Η δυνατότητα του δανειστή να προχωρήσει στην εγγραφή
προσημειώσεως υποθήκης, ή στην επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως δεν επηρεάζεται
από τυχόν αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, για όσο χρόνο
διαρκεί η προθεσμία ασκήσεώς της και ο οφειλέτης είναι κάτοικος εξωτερικού, η
έχει άγνωστη διαμονή, ή για όσο χρόνο δεν επιτρέπεται, λόγω της δικαστικής
αναστολής της εκτελεστότητάς της η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως.
Η προθεσμία και η άσκηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής δεν
αποδυναμώνουν την εκτελεστότητά της, με εξαίρεση τη διαταγή πληρωμής, που έχει
εκδοθεί και επιδοθεί στον αντίκλητο, οπότε η προθεσμία της ανακοπής αναστέλλει
την εκτελεστότητά της, για προφανείς λόγους προστασίας του οφειλέτη, που δεν
έχει γνωστή διαμονή, ή δεν διαμένει στην ημεδαπή.
10. Άρθρο 632 παρ. 1: Επαναφέρεται η καθ' ύλην αρμοδιότητα
και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στην εκδίκαση ανακοπής κατά της διαταγής
πληρωμής, με κριτήρια καθ' ύλην αρμοδιότητας και ορίζεται ως εφαρμοστέα
διαδικασία αυτή των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. Βεβαίως όταν η
απαίτηση για την οποία αυτή εκδόθηκε προέρχεται από πιστωτικούς τίτλους,
εφαρμοστέα είναι και η διάταξη του άρθρου 622Β, ως ειδικότερη ρύθμιση.
11. Άρθρο 632 παρ. 6: Προβλέπεται η δικονομική δυνατότητα
σωρεύσεως της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής στο ίδιο δικόγραφο με την
ανακοπή κατά της εκτελέσεως, όταν αυτή επισπεύδεται με εκτελεστό τίτλο τη
διαταγή πληρωμής, εφόσον βέβαια πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της
αντικειμενικής σώρευσης (Βλ. και άρθρο 218).
12. Άρθρο 632 παρ. 7: Ο ανακόπτων αντιμετωπίζεται πλέον ως
ερημοδικών ενάγων. Συνεπώς αν ο ανακόπτων δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το
δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή.
VI. Βιβλίο πέμπτο - Ασφαλιστικά μέτρα (κεφ. 1 έως 8).
1. Άρθρο 682: Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών
μέτρων είναι η ύπαρξη δικαιώματος του αιτούντος, που προκύπτει από το
ουσιαστικό δίκαιο. Το δικαίωμα, σύμφωνα με την ήδη ισχύουσα διάταξη του
δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 682, μπορεί να τελεί υπό αίρεση
(αναβλητική) ή προθεσμία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει το δικαίωμα να είναι
«γεννημένο», έστω και αν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία, να έχει, δηλαδή,
συντελεστεί ο νομικός λόγος παραγωγής του. Δεν καλύπτονται υπό την ισχύουσα
διάταξη οι μελλοντικές απαιτήσεις, των οποίων ο λόγος παραγωγής δεν έχει ακόμη
συντελεστεί. Η τελευταία αυτή περίπτωση δεν εξομοιώνεται με γεννημένο δικαίωμα
υπό αναβλητική αίρεση, αφού δεν έχουν ακόμη υπάρξει οι νόμιμες προϋποθέσεις για
τη γέννηση της απαίτησης. Στο στάδιο αυτό το μόνο που υπάρχει είναι απλώς ένα
δικαίωμα προσδοκίας, δηλαδή μια πλήρως μελλοντική απαίτηση (Βλ. Mix.
Σταθόπουλου, Γεν. Ενοχ. Δίκαιο, 2004, παρ. 27, σελ. 1383-1384). Χαρακτηριστική
περίπτωση τέτοιας μελλοντικής απαίτησης είναι εκείνη της συμμετοχής στα
αποκτήματα μετά την έγερση αγωγής διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή της έναρξης
διάστασης των συζύγων, αλλά πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή
τη συμπλήρωση διετούς διάστασης, Για να καλυφθούν από το εύρος της διάταξης του
άρθρου 682 παρ. 1 και αυτές οι περιπτώσεις, τίθεται η προτεινόμενη ρύθμιση ότι
το ασφαλιστέο δικαίωμα μπορεί να αφορά και μέλλουσες απαιτήσεις. Οι εν λόγω
απαιτήσεις θα πρέπει, Βέβαια, να τελούν υπό τον αυτονόητο όρο του οριστού τόσο
του οφειλέτη, όσο και του περιεχομένου τους.
2. Άρθρο 686: Για την πληρέστερη προετοιμασία κατά την
υποβολή των αιτήσεων δικαστικής προστασίας, την αποφυγή αοριστιών και
ακυροτήτων, ως και την διασφάλιση της Βεβαιότητας της διαδικασίας επιβάλλεται η
έγγραφη κατάρτιση των δικογράφων και στα ειρηνοδικεία. Καταργείται προς τούτο
το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, καθώς και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5. Στο πρώτο
εδάφιο της παρ. 4 προβλέπεται ότι γνωστοποίηση του τόπου και του χρόνου της
συζήτησης της αιτήσεως μπορεί να γίνεται, εκτός των άλλων τρόπων, και με
ηλεκτρονικά μέσα. Με την νέα ρύθμιση παρέχεται η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως
ενός νέου, ταχέος, άμεσου, αποτελεσματικού και λιγότερο δαπανηρού μέσου. Εξ
άλλου, στην παρ. 6 ορίζεται ότι στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μόνο η
πρόσθετη παρέμβαση μπορεί πλέον να ασκηθεί και προφορικά, όχι και η κυρία, λόγω
της σοβαρότητας του δικαιώματος που εισάγεται προς διάγνωση.
3. Άρθρο 689: Κατά την ισχύουσα διάταξη η επέμβαση του
Υπουργού Δικαιοσύνης στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εις Βάρος
αλλοδαπού δημοσίου, με την έκδοση εκ μέρους του σχετικής άδειας, αναφέρεται
στην εκ μέρους του στάθμιση της σκοπιμότητας της λήψεως των μέτρων αυτών από
της πλευράς της μη διαταράξεως ή της εξυπηρετήσεως των καλών σχέσεων της Χώρας
με την οικεία αλλοδαπή Πολιτεία. Με την νέα ρύθμιση το ζήτημα τίθεται σε
ορθότερη Βάση, ως συνάρτηση του επείγοντος χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων
και της δυνατότητας εκτελέσεώς τους στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Έτσι δεν
είναι απαράδεκτη η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά αλλοδαπού
δημοσίου χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού της Δικαιοσύνης, και συνακόλουθα
η έκδοση σχετικής αποφάσεως, αλλά κωλύεται η εκτέλεση του εις βάρος του αλλοδαπού
δημοσίου διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου (πρβλ. άρθρο 923). Η ως άνω άδεια
απαιτείται πλέον για την εκτέλεση της αποφάσεως που διατάσσει ασφαλιστικό
μέτρο. Η άνευ αδείας διενεργουμένη εκτέλεση είναι άκυρη. Η ακυρότητα επέρχεται
σύμφωνα με το άρθρο 159 αρ. 1 χωρίς την ανάγκη ύπαρξης δικονομικής βλάβης.
4. Άρθρο 690: Μετά τις μεταρρυθμίσεις που επέφερε ο ν.
2915/2001 δεν εκδίδεται απόφαση που να διατάζει αποδείξεις. Έτσι η αναφορά περί
προαποδείξεως στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων καθίσταται περιττή και δεν
έχει πλέον θέση η συγκεκριμένη ρύθμιση στην παρ. 1 του άρθρου. Ούτως ή άλλως οι
διάδικοι υποχρεούνται σε προαποδεικτική προσκόμιση όλων των αποδεικτικών τους
μέσων και προσαγωγή των μαρτύρων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για κύρια απόδειξη ή
ανταπόδειξη. Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων αρκεί πιθανολόγηση. Για τη
διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού έχει τούτο ιδιαίτερη σημασία, αφού,
σύμφωνα με το άρθρο 347, στις περιπτώσεις που ο νόμος αρκείται σε πιθανολόγηση,
το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους κανόνες που ρυθμίζουν την αποδεικτική
διαδικασία. Δηλαδή, με μέτρο την ανάγκη ταχείας παροχής της ζητούμενης
προσωρινής δικαστικής προστασίας, ο δικαστής θα κρίνει ελεύθερα, κάθε φορά, αν
θα εφαρμόσει μια από τις γενικές διατάξεις που συνθέτουν την αποδεικτική
διαδικασία, στο πλαίσιο της διαγνωστικής δίκης. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο
347, ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τον κατάλογο του άρθρου 339 που απαριθμεί τα
αποδεικτικά μέσα. Εδώ ισχύει ελεύθερη απόδειξη, στο πλαίσιο της οποίας ο δικαστής
έχει την ευχέρεια να στηριχτεί σε οποιαδήποτε «πρόσφορα μέσα», τα οποία είναι
σε θέση να πιθανολογήσουν την αλήθεια των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων.
5. Άρθρο 691: Για λόγους αρτιότερης νομοτεχνικής διατύπωσης,
στις διατάξεις του άρθρου 691 περιλαμβάνονται μόνο οι ρυθμίσεις που αφορούν την
απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ ρυθμίσεις για την προσωρινή διαταγή,
αποσπώνται και εντάσσονται στο επόμενο άρθρο. Η υφιστάμενη ρύθμιση που
περιέχεται στην παρ. 1 («και με την απόφαση του δέχεται ή απορρίπτει ολόκληρη ή
εν μέρει την αίτηση») καταργείται διότι είναι περιττή. Ο κώδικας του 1968 όριζε
ότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων καταχωριζόταν στα πρακτικά, στα οποία
αναγραφόταν το διατακτικό και σύντομη σημείωση του σκεπτικού (735 § 1
ΚΠολΔ/1968). Όμως, με το ν.δ. 958/1971 καταργήθηκε ο τρόπος αυτός έκδοσης της
απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, όπως επίσης έπαψε να είναι υποχρεωτική η
τήρηση πρακτικών. Ήδη η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων καταχωρίζεται σε
αυτοτελές διαδικαστικό έγγραφο. Τέλος η προθεσμία των σαράντα οκτώ ωρών ή των
τριάντα ημερών αντίστοιχα για τη δημοσίευση της απόφασης των ασφαλιστικών
μέτρων, υπολογίζεται με χρονικό σημείο τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή
σημειώματος, εφόσον βέβαια έχει δοθεί τέτοια προθεσμία στους διαδίκους.
6. Άρθρο 691 Α: Για λόγους καλύτερης νομοτεχνικής διατύπωσης
και σαφέστερης κατάστρωσης των ρυθμίσεων δημιουργείται νέο άρθρο, στο οποίο
περιλαμβάνονται οι υφιστάμενες διατάξεις που αφορούν την προσωρινή διαταγή.
Στην παρ. 2 του άρθρου αντικαθίστανται οι αδόκιμοι όροι « αντίδικος» και
«εκδικάζει» της παλαιάς ρυθμίσεως με την ορθότερη διατύπωση «καθ' ου η αίτηση»
και «δικάζει».
7. Άρθρο 693: Η παρ. 1 του άρθρου 693 ΚΠολΔ τροποποιείται
και διατυπώνεται στην μορφή που είχε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 105
παρ. 3 ν. 4172/2013. Ο δικαιοπολιτικός λόγος της τροποποίησης υπαγορεύεται από
την ανάγκη επιταχύνσεως της πολιτικής δίκης μέσω της μειώσεως των αγωγών που
ασκούνται, κατ' επιταγή του νόμου. Η υποχρεωτική άσκηση αγωγής παραμένει
αμετάβλητη στις ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις των άρθρων 715 παρ. 5, 727, 729
παρ. 5 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η άσκηση αγωγής και η προθεσμία ασκήσεώς της επαφίεται
στην ευχέρεια του δικαστηρίου που εκδικάζει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών
μέτρων. Οι διατάξεις του άρθρου 693 ΚΠολΔ ως ίσχυαν προ της τροποποίησής του με
τον ως άνω νόμο έχουν λειτουργήσει επί σειρά ετών και είναι οικείες στο νομικό
κόσμο. 0 κίνδυνος διαιωνίσεως αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, ελλείψει διατάξεως
του δικαστηρίου περί ασκήσεως αγωγής, σταθμίζεται ως λίαν περιορισμένος σε
σχέση με την ανάγκη επιταχύνσεως. Ακόμη και εάν δεν διαταχθεί άσκηση αγωγής
εντός ορισμένης προθεσμίας, ο ηττηθείς διάδικος διαθέτει παραδεδεγμένους
τρόπους αντιμετωπίσεως του κινδύνου αυτού (λ.χ. άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής
αγωγής από τον ηττηθέντα στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων διάδικο, ανάκληση της
αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων επί τη Βάσει μεταβολής συνθηκών ή και άνευ
αυτής εάν έχει ασκηθεί αρνητική αναγνωριστική αγωγή). Με την νέα ρύθμιση της
παρ. 2 απαιτείται όχι μόνο η έκδοση, αλλά και η επίδοση της διαταγής πληρωμής,
ώστε να λαμβάνει γνώση και να καθορίζει την περαιτέρω στάση του εκείνος εις
βάρος του οποίου διετάχθη το ασφαλιστικό μέτρο. Το δεύτερο εδάφιο για την
υποβολή νέας αιτήσεως καταργείται, διότι η υφισταμένη ρύθμιση κρίνεται περιττή.
8. Άρθρο 696: Η παρ. 2 του άρθρου 696 καταργείται, καθόσον
τυγχάνει περιττή.
9. Άρθρο 697: Η διάταξη δεν θέτει περιορισμούς για την
ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων που δεν εκδόθηκε από
το δικαστήριο κύριας δίκης και προπάντων δεν απαιτεί μεταβολή των πραγμάτων.
Έτσι η ανάκληση ή μεταρρύθμιση ενεργεί ως υποκατάστατο των καταρχήν
απαγορευμένων από το άρθρο 699 ενδίκων μέσων, δηλαδή, μπορεί να βασίζεται και
σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της αποφάσεως, εξ αιτίας των οποίων δεν είναι
πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε. Ο ίδιος δικαιολογητικός
λόγος επιβάλλει τον έλεγχο αποφάσεως που απέρριψε ασφαλιστικό μέτρο προς
αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Έτσι, με την
προτεινόμενη συμπληρωματική ρύθμιση, το δικαστήριο της κυρίας δίκης έχει την
δυνατότητα και ευχέρεια, εκτιμώντας το ενώπιον του εισφερθέν αποδεικτικό υλικό
να καταστήσει ανενεργό, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση που εσφαλμένως απέρριψε
το ασφαλιστικό μέτρο και να διατάξει, κατόπιν σχετικώς υποβληθέντος αιτήματος,
την λήψη νέου ή τροποποιημένου ασφαλιστικού μέτρου.
10. Άρθρο 702: Στην παρ. 3 του άρθρου αντικαθίσταται ο
αδόκιμος όρος «πείθεται» και τίθεται ο ορθός «πιθανολογεί».
11. Άρθρο 724: Το άρθρο 724 υπό την υφισταμένη (πριν από την
τροποποίηση) ρύθμιση καθιερώνει τη διαταγή πληρωμής ως τίτλο για την αυτοδύναμη
εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Η
διαταγή πληρωμής στηρίζεται μόνο στο πραγματικό και αποδεικτικό υλικό που
προσκόμισε ο δανειστής, χωρίς οποιαδήποτε δυνατότητα ακρόασης του οφειλέτη
επομένως δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική
απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης
χρηματικής αξίωσης του δανειστή. Μολονότι αποτελεί η διαταγή πληρωμής εκτελεστό
τίτλο εν τούτοις με την παρεχομένη δυνατότητα αναστολής της εκτελεστότητας της
(άρθρο 632 § 2) δεν διαφοροποιείται από την μη κηρυχθείσα προσωρινώς εκτελεστή
οριστική απόφαση, της οποίας μεταγενέστερα διατάχθηκε αναστολή της προσωρινής
εκτελεστότητας. Υπάρχει λοιπόν όχι μόνον απόλυτη ομοιότητα ανάμεσα στη διαταγή
πληρωμής και στην οριστική απόφαση, αλλά υπεροχή της τελευταίας. Επί πλέον, με
βάση την οριστική, και μη καταστάσα τελεσίδικη, απόφαση μπορούν να επιβληθούν
αυτοδύναμα ασφαλιστικά μέτρα (άρθρα 519 § 1 και 521 § 1), προδήλως τα ίδια
ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπει και το άρθρο 724. Ως εκ τούτου κρίνεται
αναγκαία η εισαγωγή της παρούσας ρύθμισης, με την οποία καθιερώνεται η οριστική
απόφαση ως τίτλος για την αυτοδύναμη εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και την
επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης.
12. Άρθρο 727: Στόχος του άρθρου 727 είναι να διασφαλίσει
την κοινή νομοθετική ρύθμιση όλων των ασφαλιστικών μέτρων που συνίστανται στην
υλική και νομική δέσμευση αντικειμένων, ανεξάρτητα από το εάν αυτά αποβλέπουν
στην εξασφάλιση της μελλοντικής έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης για την
ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων (κάτι που επιδιώκεται με τη συντηρητική
κατάσχεση) ή στην εξασφάλιση της μελλοντικής άμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης μη
χρηματικών απαιτήσεων (στην οποία αποβλέπει η δικαστική μεσεγγύηση).Η διάταξη
αυτή παραπέμπει σε διατάξεις της συντηρητικής κατάσχεσης, που εφαρμόζονται και
στη δικαστική μεσεγγύηση, προσαρμοσμένες αναλόγως στις ιδιαιτερότητες της. Με
την εισαγομένη νέα ρύθμιση κρίνεται ότι, πλην των ήδη προβλεπομένων, εφαρμοστέα
στη δικαστική μεσεγγύηση τυγχάνουν και τα άρθρα 713 και 714 του Κώδικα για την
επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης πλοίων, αεροσκαφών και ακινήτων με απλή
επίδοση προς τον τρίτο της απόφασης που διέταξε την κατάσχεσή τους. Σε
περίπτωση δικαστικής μεσεγγύησης απαιτείται οπωσδήποτε αφαίρεση των
δεσμευόμενων αντικειμένων, παράδοσή τους στο μεσεγγυούχο και σύνταξη σχετικής
έκθεσης από το δικαστικό επιμελητή, στην οποία πρέπει να περιγραφούν
λεπτομερώς. Αυτό Βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητη η επίδοση της
απόφασης στον τρίτο και στις δημόσιες αρχές που τηρούν τα βιβλία κατασχέσεων
για ακίνητα, πλοία ή αεροσκάφη, όμως το ζήτημα τούτο ρυθμίζεται με την
παραπομπή του άρθρου 727 στο άρθρο 715.
13. Άρθρο 729: Προκειμένου να μην αιφνιδιάζονται οι διάδικοι
και χάνουν τα δια δικαστικής αποφάσεως προσωρινώς κτηθέντα δικαιώματα αυξάνεται
η προβλεπομένη στην παρ. 5 του άρθρου 729 προθεσμία ασκήσεως τακτικής αγωγής
για τη συγκεκριμένη αξίωση σε εξήντα ήμερες και ως αφετηρία τίθεται όχι η
δημοσίευση αλλά η επίδοση της απόφασης που επιδικάζει προσωρινά απαίτηση ή
μεταρρυθμίζει προσωρινά απόφαση κατά το άρθρο 728 παρ. 2.
14. Άρθρο 729Α: Κρίνεται ότι η υφισταμένη ρύθμιση τυγχάνει
ανεφάρμοστη στην πράξη, και ως εκ τούτου δεν έχει πλέον λόγο υπάρξεως και
καταργείται.
15. Άρθρο 730: Για την ικανοποίηση της αξίωσης προς απόδοση
των προσωρινώς καταβληθέντων μπορεί κατ' ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου να
επιτραπεί και η κατάσχεση ακατάσχετων, στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται για
απαιτήσεις διατροφής συζύγου, δηλαδή επιτρέπεται να κατασχεθούν ως το μισό
απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, οι οποίες αλλιώς είναι
ακατάσχετες (982 παρ. 3 σε συνδ. με παρ. 2 δ). Με τη νέα ρύθμιση στην παράγραφο
3 του ανωτέρω άρθρου παρέχεται η δυνατότητα κατασχέσεως όχι μόνο πραγμάτων,
αλλά και απαιτήσεων.
16. Άρθρο 734: Στην παρ. 3 η υφισταμένη πρόβλεψη για την
εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 652 παρ. 3 περί ορισμού σύντομων προθεσμιών
τυγχάνει ανεφάρμοστη στην πράξη, και ως εκ τούτου δεν έχει πλέον λόγο υπάρξεως
και καταργείται. Η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της αποφάσεως, που διέταξε
ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής, ρυθμίζεται από τα άρθρα 696-698. Εξαίρεση
αποτελεί η διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3, η οποία δεν εφαρμόζεται, όταν
πρόκειται για απόφαση του ειρηνοδικείου, αφού η δυνατότητα εφέσεως κατά της
αποφάσεως αυτής παρέχει ευρύτερη προστασία. Με την νέα ρύθμιση της παρ. 5
εισάγεται και η εξαίρεση του άρθρου 697, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που
διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής δεν ανακαλούνται ούτε
μεταρρυθμίζονται από το δικαστήριο της κύριας δίκης, ως ίσχυε μέχρι τώρα. Η
διόρθωση της εσφαλμένης αποφάσεως θα γίνει από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο,
κατόπιν εφέσεως που θα ασκηθεί.
17. Άρθρο 736: Ως αρμόδιο δικαστήριο για την ακύρωση των
αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως, σωματείων ή συνεταιρισμών ορίζεται, σύμφωνα
με το άρθρο 17 αριθ. 3, το μονομελές πρωτοδικείο. Κρίνεται ότι ως πλέον αρμόδιο
δικαστήριο να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως των ίδιων αποφάσεων είναι το
μονομελές πρωτοδικείο, αφού δεν δικαιολογείται απόκλιση από τις γενικές
διατάξεις του άρθρου 683 παρ. 2 και 3 με τη διατήρηση της αρμοδιότητας του
ειρηνοδικείου. Για το λόγο αυτό με την νέα ρύθμιση το άρθρο 736 καταργείται.
VII. Βιβλίο έκτο - Εκούσια δικαιοδοσία (κεφ. 1 έως 2).
1. Άρθρα 740 παρ. 1: Όπως είναι γνωστό με τις διατάξεις των
άρθρων 17 και 20 του Ν. 4055/2012 όλες οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας
υπήχθησαν στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, πλην της περίπτωσης της ανακοπής
των άρθρων 787 και 82 Α. Κ. Στη συνέχεια όμως με τους Ν. 4077/2012 και
4138/2013 επήλθαν και νέες τροποποιήσεις σχετικά με την αρμοδιότητα των
υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας. Η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή προκρίνει, ως
δικαστήριο γενικής αρμοδιότητας για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το
μονομελές πρωτοδικείο. Για να εξασφαλιστούν όμως τα εχέγγυα ορθής κρίσης και να
εμπεδωθεί η ασφάλεια δικαίου ορισμένες ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις, όπως είναι
η υιοθεσία και η ιατρικώς υποβοηθούμενη ανθρώπινη αναπαραγωγή υπάγονται στην
αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου. Αντίστοιχα στην αρμοδιότητα του
ειρηνοδικείου υπάγονται πλέον ορισμένες απλούστερες υποθέσεις, τις οποίες ρητά
προβλέπει ο νόμος.
2. Άρθρο 747 παρ. 1: Με την τροποποίηση που επέρχεται στη
διάταξη αυτή η αίτηση ασκείται ενώπιον όλων των δικαστηρίων, δηλαδή και ενώπιον
του ειρηνοδικείου μόνο με δικόγραφο. Εξάλλου, ενόψει της πιο πάνω ρύθμισης της
αρμοδιότητας με τη διάταξη του άρθρου 740 παρ. 1, επιβάλλεται να προβλεφθεί ότι
η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και
όχι μόνο στη γραμματεία του ειρηνοδικείου.
3. Άρθρο 748: Προς αποφυγή παρερμηνειών διασαφηνίζεται στην
παρ. 1 του άρθρου 748, ότι στις υποθέσεις αρμοδιότητας πολυμελούς πρωτοδικείου,
δηλαδή στις υποθέσεις υιοθεσίας και ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ο
προσδιορισμός δικασίμου της υπόθεσης γίνεται από τον πρόεδρο. Στις παραγράφους
3 και 4 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται η λέξη «ειρηνοδίκης» με την
προσιδιάζουσα πλέον λέξη «δικαστής».
4. Άρθρο 749: Στο άρθρο 749 ορίζεται ότι στις υποθέσεις
εκούσιας δικαιοδοσίας εκτός από την απόπειρα συμβιβασμού δεν επιτρέπεται ούτε ο
συναφής θεσμός της διαμεσολάβησης.
5. Άρθρο 750: Γίνεται η αναγκαία τροποποίηση ώστε να είναι
δυνατή η παράσταση του εισαγγελέα όχι μόνο στο ειρηνοδικείο, αλλά και στα άλλα
αρμόδια δικαστήρια.
6. Άρθρο 751: Γίνεται η αναγκαία αντικατάσταση της λέξης
«ειρηνοδίκης» από τη λέξη «δικαστής».
7. Άρθρο 754: Προβλέπεται η ματαίωση της συζήτησης σε
περίπτωση που δεν εμφανισθεί κανένας διάδικος ή εμφανισθούν οι διάδικοι και δεν
λάβουν μέρος στη συζήτηση κανονικά. Σε περίπτωση όμως που δεν εμφανισθεί ο
αιτών (ή τρίτος) ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος στη συζήτηση κανονικά, το
δικαστήριο δεν ματαιώνει τη συζήτηση, αλλά εξετάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν.
8. Άρθρα 755 και 756: Τα άρθρα 755 και 756 που αφορούν τον
τρόπο τήρησης των πρακτικών και του τρόπου και του χρόνου έκδοσης απόφασης
καταργούνται και στα ζητήματα αυτά εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της
διαδικασίας στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρο 741).
9. Άρθρο 759 παρ. 2: Προβλέπεται η διεξαγωγή της αυτοψίας ή
πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με τις προβλέψεις των νέων ρυθμίσεων του άρθρου 591
παρ. 4.
10. Άρθρο 776 παρ. 1: Προβλέπεται η τήρηση βιβλίων εκούσιας
δικαιοδοσίας σε όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια και όχι μόνο στα ειρηνοδικεία,
αφού τα δικαστήρια αυτά είναι αρμόδια για την εκδίκαση των υποθέσεων της
εκούσιας δικαιοδοσίας, ανάλογα με την υλική αρμοδιότητά τους κατά τα ανωτέρω
εκτιθέμενα.
11. Άρθρο 782 παρ. 1: Ορίζεται ως αρμόδιο για τη βεβαίωση γεγονότων
προς σύνταξη ληξιαρχικής πράξης το ειρηνοδικείο.
12. Άρθρο 786: Σύμφωνα με την παρ. 1, για το διορισμό ή την
αντικατάσταση προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου ορίζεται, ως αρμόδιο, αντί
του ειρηνοδικείου, το μονομελές πρωτοδικείο. Επιπλέον, προστίθεται παρ. 4, με
την οποία σαφώς πλέον διευκρινίζεται ότι η ευθύνη των διορισμένων μελών της
προσωρινής διοίκησης και των εκκαθαριστών περιορίζεται στις πράξεις ή
παραλείψεις τους, κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
13. Άρθρο 796 παρ. 6: Γίνεται η παραπομπή στις αντίστοιχες
πλέον διατάξεις του άρθρου 612.
14. Άρθρα 797 και 798: Διευκρινίζεται ότι αρμόδιο σχετικά
δικαστήριο είναι το ειρηνοδικείο.
15. Άρθρο 799: Σε συμφωνία προς το άρθρο 740 ορίζεται, ως
αρμόδιο δικαστήριο, για την ιατρικώς υποβοηθούμενη ανθρώπινη αναπαραγωγή το
πολυμελές πρωτοδικείο.
16. Άρθρο 800: Καταργείται η δυνατότητα υποβολής αίτησης για
υιοθεσία σε κάθε δικαστήριο της ελληνικής επικράτειας και επανέρχεται η
ισχύσασα πριν από το ν. 4138/2013 ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά
δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την τέλεση της υιοθεσίας, όταν ο υιοθετών ή ο
υιοθετούμενος είναι ελληνικής ιθαγένειας, ακόμη και αν δεν έχουν τη συνήθη
διαμονή τους στην Ελλάδα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι αρμόδια τα
δικαστήρια της πρωτεύουσας του Κράτους. Παράλληλα σε εναρμόνιση με το άρθρο
606, καθορίζεται στην παρ. 6 το δέκατο έκτο έτος ηλικίας του ανηλίκου ως το
χρονικό σημείο από την συμπλήρωση του οποίου ο ανήλικος μπορεί να παρίσταται
αυτοπροσώπως στο δικαστήριο και να διενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις
αναφορικά με την υιοθεσία. Η παρ. 2 τροποποιείται επίσης αντίστοιχα.
17. Άρθρο 808 παρ. 3: Προστίθενται νέα εδάφια στην παρ. 3
του άρθρου 808 αναφορικά με την ιδιόγραφη διαθήκη, όταν έχει οριστεί
αποκλειστικά εξωτικός κληρονόμος. Σε αυτές τις περιπτώσεις το αρμόδιο
δικαστήριο προκειμένου να κηρύξει την ιδιόγραφη διαθήκη ως κύρια, διατάσσει
γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για την απόδειξη της γραφής και της υπογραφής του
διαθέτη. Στη σχετική δίκη καλείται υποχρεωτικά το ελληνικό δημόσιο. Η διάταξη
αυτή σκοπεύει να καταπολεμήσει το φαινόμενο των πλαστών διαθηκών και να
διαφυλάξει τα συμφέροντα και του δημοσίου, το οποίο καλείται ως κληρονόμος στην
εξ αδιαθέτου διαδοχή στην έκτη τάξη, σύμφωνα με το άρθρο 1824 ΑΚ. Παράλληλα με
τις μεταβατικές διατάξεις καταργείται η παρ. 1 του άρθρου 77 του Ν. 4182/2013
(Α' 185), η οποία όριζε ότι «α. Εξωτικός εγκαθίσταται ως κληρονόμος κληρονομιάς
που δεν έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους μόνο με δημόσια διαθήκη, β. Αν με
ιδιόγραφη διαθήκη διαθέτη που δεν είναι εν ζωή κατά την έναρξη ισχύος του
παρόντος νόμου έχει εγκατασταθεί εξωτικός ως κληρονόμος κληρονομιάς που δεν
έχει εξ αδιαθέτου κληρονόμους, το δικαστήριο διατάσσει γραφολογική
πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της
υπογραφής του διαθέτη. Στην περίπτωση αυτή καλείται υποχρεωτικά στη δίκη,
τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση, το Ελληνικό Δημόσιο».
18. Άρθρα 843 και 851: Ορίζεται ως αρμόδιο δικαστήριο το
ειρηνοδικείο.
VIII. Βιβλίο έβδομο - Διαιτησία.
Άρθρο 867: Γίνεται η αναγκαία προσαρμογή στις νέες διατάξεις
των ειδικών διαδικασιών και ειδικότερα των εργατικών διαφορών.
Άρθρα 878, 879, 880: Επαναφέρονται από το ειρηνοδικείο στην
αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου τα σχετικά με τον ορισμό διαιτητών
ζητήματα.
Άρθρο 882 παρ. 6: Γίνεται παραπομπή στην προσήκουσα πλέον
διάταξη του άρθρου 622Α.
Άρθρο 898: Γίνεται παραπομπή στην προσήκουσα διαδικασία των
περιουσιακών διαφορών.
Άρθρο 901: Γίνεται παραπομπή στην προσήκουσα διαδικασία των
περιουσιακών διαφορών.
IX. Βιβλίο όγδοο - Αναγκαστική εκτέλεση (κεφ. 1 έως 9).
Άρθρα 908 και 909: Γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές στην
αρίθμηση.
Άρθρο 912: Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση αναστολής της
προσωρινής εκτελεστότητας το ένδικο μέσο της ανακοπής που ασκείται για την
εξαφάνιση της προσωρινώς εκτελεστής πρωτοβάθμιας απόφασης είναι εκείνο της
ανακοπής ερημοδικίας, ώστε να μην δημιουργούνται τα ερμηνευτικά προβλήματα, τα
οποία ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν με την προϊσχύσασα διατύπωση, που έκανε
λόγο μόνο για ανακοπή, υπονοώντας φυσικά, εμμέσως, ότι επρόκειτο για ανακοπή
ερημοδικίας. Η προηγούμενη διατύπωση δημιουργούσε ερμηνευτικά προβλήματα, διότι
εκτός από το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας υπάρχει και το γενικό ένδικο
βοήθημα της ανακοπής των άρθρων 583 επ., 933 επ. κ.λπ.
Άρθρα 913 και 914: Οι σκέψεις που αναπτύσσονται στο
προηγούμενο άρθρο 912 ισχύουν απαράλλακτα και για τις ρυθμίσεις των άρθρων 913
και 914.
Άρθρο 917: Γίνονται οι κατάλληλες προσαρμογές στην αρίθμηση.
Άρθρο 924: Για να καταστεί αποτελεσματικότερη η εφαρμογή της
ρύθμισης αυτής σχετικά με το διορισμό αντικλήτου προβλέπεται σε κάθε περίπτωση
ο διορισμός αντικλήτου που να κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του
τόπου της εκτέλεσης και όχι του ειρηνοδικείου, όπως προβλέπεται μέχρι σήμερα,
δεδομένου ότι θα είναι πιο εύκολο στον επισπεύδοντα δανειστή, να βρει αντίκλητο
στην περιφέρεια του πρωτοδικείου από ό,τι στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του
τόπου της εκτέλεσης.
Άρθρα 933, 934 και 937: 1. Η διάταξη του άρθρου 933 αλλά και
όλη η δομή της εκτελεστικής διαδικασίας με τις πολλές δυνατότητες του οφειλέτη
αλλά και οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή ζητώντας
είτε την ακύρωση μιας εκτελεστικής πράξης είτε τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων, οι
οποίες συνοδεύονται στις περισσότερες περιπτώσεις με τη δυνατότητα άσκησης
αίτησης για αναστολή της διαδικασίας, είχε επιβαρύνει ιδιαίτερα το χρόνο
διάρκειας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Μάλιστα, αν υπολογιστεί και το γεγονός
ότι στις περιπτώσεις των ανακοπών εξαντλείτο όλη η σειρά των προβλεπόμενων
ένδικων βοηθημάτων, τελικά η διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής
εκτέλεσης πολλές φορές ήταν ισοδύναμη με εκείνη της διαγνωστικής δίκης. Με το
προτεινόμενο σύστημα ακύρωσης των ελαττωματικών πράξεων της αναγκαστικής
εκτέλεσης και ειδικά για την περίπτωση της ικανοποίησης χρηματικών απαιτήσεων,
προβλέπεται ένα πιο συνεκτικό, σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα: Αμέσως μετά
την κατάσχεση διενεργούνται όλες οι κρίσιμες γνωστοποιήσεις και επιδόσεις και
πραγματοποιείται για να καλυφθεί η ανάγκη δημοσιότητας της διαδικασίας η
ανάρτηση στην προβλεπόμενη σχετική ιστοσελίδα, ώστε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό
διάστημα, λίγων ημερών, από την ημερομηνία της κατάσχεσης να έχουν γίνει όλες
αυτές οι ενέργειες και από εκείνη τη στιγμή να αρχίσει να τρέχει προθεσμία των
τριάντα ημερών για την άσκηση όλων των ανακοπών. Όποιος επιθυμεί να ασκήσει
ανακοπή θα πρέπει να συγκεντρώσει όλα τα παράπονά του σε μια ή περισσότερες
ανακοπές, οι οποίες πάντως θα εκδικαστούν σε μια δικάσιμο. Αν μεν ο ανακόπτων
είναι το ίδιο πρόσωπο, αυτός θα γνωρίζει την άλλη ή τις άλλες ανακοπές που έχει
ήδη ασκήσει, αν όμως είναι άλλος ο ανακόπτων, τότε με την επιμέλεια της
γραμματείας του δικαστηρίου θα προσδιορίζονται όλες οι ανακοπές για συζήτηση
στην ίδια δικάσιμο. 2. Περαιτέρω, η διαδικασία που ακολουθείται για την
εκδίκαση της ανακοπής είναι εκείνη που προβλέπεται για τις περιουσιακές
διαφορές, με κεντρική ρύθμιση εκείνη του άρθρου 591. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν
στο σύνολο τους την παλιά ειδική διαδικασία των εργατικών διαφόρων, μια
διαδικασία που ήταν πετυχημένη για την απλότητα αλλά και την αποτελεσματικότητά
της. Ρητά προβλέπεται στο άρθρο 937 παρ. 1 περ. β' ότι κατά της απόφασης που
εκδίδεται επί της ανακοπής, όταν πρόκειται για εκτέλεση με τίτλο δικαστική
απόφαση ή διαταγή πληρωμής επιτρέπεται μόνο η άσκηση έφεσης, ενώ στις
περιπτώσεις των λοιπών εκτελεστών τίτλων επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων
μέσων πλην εκείνου της ανακοπής ερημοδικίας. 3. Από το άλλο μέρος, στις
περιπτώσεις εκείνες που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό
τίτλο που δεν προέρχεται από δικαστική διαδικασία, όπως είναι λ.χ. τα
συμβολαιογραφικά έγγραφα ή τα πρακτικά συμβιβασμού ή άλλες διαταγές, που δεν
συνοδεύονται από δικαστική διάγνωση, είναι προφανές ότι, επειδή τα παράπονα
κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης θα προβληθούν το πρώτον με την ανακοπή του
άρθρου 933, πρέπει να προβλεφθεί η άσκηση ένδικων μέσων, ώστε η σχετική κρίση
να έχει υποστεί την επανειλημμένη βάσανο της δικαστικής λειτουργίας. Στην
τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η άσκηση ανακοπής
ερημοδικίας, αφού η δυνατότητα άσκησης έφεσης, καλύπτει την ανάγκη θεραπείας
ενός τέτοιου ελαττώματος. Επειδή, όμως, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης
δεν πρέπει να καθυστερεί με την άσκηση ένδικων μέσων, προβλέπεται ρητά ότι η
άσκηση ένδικων μέσων δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν, μετά
από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που μπορεί να υποβληθεί και αυτοτελώς,
το δικαστήριο του ένδικου μέσου διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς
παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής θα προξενήσει
ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογείται η ευδοκίμηση του ένδικου
αυτού μέσου. Η λύση αυτή ικανοποιεί όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα: Και του
επισπεύδοντος δανειστή που επιδιώκει το συντομότερο δυνατό την ικανοποίηση της
απαίτησής του, αλλά και του οφειλέτη, αν τα παράπονά του κατά της εκτελούμενης
απαίτησης και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης πιθανολογούνται ως
βάσιμα. 4. Η απόφαση επί της ανακοπής, δικαζόμενη με την ειδική διαδικασία των
περιουσιακών διαφορών, εκδίδεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών από τη
συζήτηση της ανακοπής.
7. Άρθρο 934: Η νέα διαχείριση της ανακοπής του άρθρου 933, όπως
προσδιορίστηκε προηγουμένως, επιβάλλει και την τροποποίηση του άρθρου 934, ώστε
όλες οι ανακοπές που αφορούν ενδεχόμενες πλημμέλειες που εντοπίζονται στο
χρονικό πλαίσιο από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη
δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης να πρέπει να ασκηθούν
μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης. Μέσα
στην ίδια προθεσμία προβάλλονται και οι αντιρρήσεις που αφορούν την απαίτηση.
Όταν επισπεύδεται κατάσχεση στα χέρια τρίτου, στην οποία επίσης ακολουθείται η
προδικασία της σύνταξης και επίδοσης επιταγής προς εκτέλεση, το ανωτέρω χρονικό
πλαίσιο επεκτείνεται μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ'
ου. Για όλες τις ενδεχόμενες πλημμέλειες που αφορούν την εγκυρότητα της
τελευταίας πράξης της εκτέλεσης η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες, αφότου η
πράξη αυτή ενεργηθεί, ενώ αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση
χρηματικών απαιτήσεων, η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες από την ημέρα του
πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα ημέρες
αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για
ακίνητα. Στην ίδια προθεσμία των τριάντα ημερών ασκείται, σε περίπτωση άμεσης
εκτέλεσης και η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση. Στην τελευταία αυτή
περίπτωση προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής ενώπιον του
δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή.
8. Άρθρο 939: Ρητά προβλέπεται ότι σε επείγουσες
περιπτώσεις, η απόφαση που διατάζει να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση ή
απόσπασμά αυτής γνωστοποιείται στα εκτελεστικά όργανα με επιμέλεια των διαδίκων
ή της γραμματείας του δικαστηρίου. Σε επείγουσες περιπτώσεις η γνωστοποίηση
μπορεί να γίνει από το δικαστήριο και με ηλεκτρονικά μέσα.
9. Άρθρο 943 παρ. 3: Διαγράφεται η κήρυξη.
10. Άρθρο 947 παρ. 1: Προσαρμόζεται η διαδικασία.
11. Άρθρο 950: Στην περίπτωση του άρθρου 950 αυξάνεται το
ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής έως το ποσό των 100.000 ευρώ και προβλέπεται
ρητά ότι η απαγγελία της προσωπικής κράτησης γίνεται υποχρεωτικά σωρευτική και
όχι εναλλακτική. Επίσης, προστίθεται νέα τρίτη παράγραφος, με την οποία
ρυθμίζεται η δυνατότητα εκτέλεσης της επικυρούμενης κατά το άρθρο 1441 ΑΚ από
το δικαστήριο συμφωνίας των συζύγων για την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων και
για την επικοινωνία με αυτά.
12. Άρθρο 952: Με την τροποποίηση της ισχύουσας διάταξης
επιδιώκεται η πληρέστερη προστασία των δανειστών. Η υποχρέωση του οφειλέτη για
γνωστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων αναφέρεται σε όλα τα δεκτικά
αναγκαστικής εκτέλεσης στοιχεία, κάτι που επιβάλλει η ανάγκη πραγμάτωσης της
αξίωσης του κατασχόντος δανειστή, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται η διαφάνεια στην
αναγκαστική εκτέλεση και καταπολεμούνται δόλιες τακτικές από την πλευρά του
οφειλέτη.
13. Άρθρο 953 παρ. 1: Διευκρινίζεται ότι αντικείμενο της
κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη μπορεί να είναι και κινητό πράγμα το οποίο
έχει ήδη κατασχεθεί και βρίσκεται στα χέρια του μεσεγγυούχου. Λόγω του
επιτρεπτού των πολλαπλών κατασχέσεων αυτό είναι πιθανό να συμβεί. Το κατασχεθέν
κινητό πράγμα θα μείνει στα χέρια του μεσεγγυούχου που ορίστηκε με την πρώτη
κατάσχεση, εκτός αν συντρέχει λόγος αλλαγής του.
14. Άρθρο 954: Με την παράγραφο 2 στοιχείο ε της διάταξης
του άρθρου 954 διευκρινίζεται ότι η ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται
υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι
πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή. Με την παράγραφο 4
της ίδιας διάταξης προβλέπεται ότι η απόφαση με την οποία διορθώνεται η
κατασχετήρια έκθεση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00' το μεσημέρι της
δέκατης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας και αναρτάται την ίδια ημέρα με
επιμέλεια της γραμματείας στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του
Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου
Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, χρόνος επαρκής για την γνώση της διόρθωσης από τους
ενδιαφερόμενους υπερθεματιστές.
15. Άρθρο 955: Με τη διάταξη αυτή, όπως τροποποιείται,
ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της προδικασίας του πλειστηριασμού κινητών
πραγμάτων. Με τη νέα αυτή διάταξη, λόγω της κατάργησης της περίληψης της
κατασχετήριας έκθεσης του άρθρου 960 και με σκοπό την κάλυψη της ανάγκης
δημοσιότητας του πλειστηριασμού, απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο
περιλαμβάνει τα στοιχεία που κατά το ισχύον καθεστώς περιέχει η (καταργηθείσα)
περίληψη, αναρτάται στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμού του Δελτίου
Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου
Ανεξάρτητα Απασχολούμενων. Η έκδοση του σχετικού αποσπάσματος, καθώς και η
ανάρτηση αυτού πραγματοποιείται από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή. Για την
ανάρτηση απαιτείται η έκδοση προεδρικού διατάγματος, το οποίο θα εξειδικεύει
τους όρους δημιουργίας της σχετικής ιστοσελίδας.
16. Άρθρο 956: Με το προστιθέμενο τελευταίο εδάφιο στην
παράγραφο 1 του άρθρου 956, ενόψει του γεγονότος της πρόβλεψης δυνατότητας
πολλαπλών κατασχέσεων, διευκρινίζεται ότι η ιδιότητα του μεσεγγυούχου που
ορίστηκε με την πρώτη κατάσχεση διατηρείται και για τις κατασχέσεις που
ενδεχομένως ακολουθήσουν.
17. Άρθρο 958: Με την τροποποιούμενη δεύτερη παράγραφο του άρθρου
958 προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων από περισσότερους
δανειστές του ιδίου οφειλέτη πάνω στο ίδιο περιουσιακό στοιχείο. Κάθε
διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης διενεργείται ξεχωριστά και δεν επηρεάζει η
μια την άλλη, ενώ, τέλος, προβλέπεται ότι δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των
εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου
δεν περατώθηκε.
18. Άρθρο 959: Για την οικονομία της διαδικασίας καθορίζεται
στην παρ. 1 ότι σε περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων ο πλειστηριασμός
διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου που ορίστηκε αρχικά από τον
πρώτο επισπεύδοντα. Οι διατάξεις του άρθρου 959 παρ. 1 έως 5 εφαρμόζονται
αναλόγως και στον πλειστηριασμό ακινήτων κατά ρητή παραπομπή του άρθρου 998
παρ. 1. Επιπροσθέτως για να αποφευχθεί το σοβαρό ενδεχόμενο του επηρεασμού του
αποτελέσματος του πλειστηριασμού κατά τη διαδικασία των προσφορών από εκείνους
που ενδιαφέρονται μόνο να αποκομίσουν αθέμιτα οφέλη από τους υποψήφιους
πλειοδότες, οι οποίοι ενδιαφέρονται σοβαρά, προβλέπεται στην παρ. 4 ότι αν
υποβλήθηκαν δύο ή περισσότερες γραπτές προσφορές, τα πράγματα που
πλείστηριάζονται κατακυρώνονται σε εκείνον που προσφέρει τη μεγαλύτερη
προσφορά, ενώ μόνο αν οι περισσότερες αυτές προσφορές είναι ίσες, η διαδικασία
συνεχίζεται με την υποβολή προφορικών προσφορών προς τον υπάλληλο του
πλειστηριασμού.
19. Άρθρο 960: Το άρθρο 960 καταργείται, αφού με τη νέα
διαδικασία της εκτέλεσης, όπως αυτή διαμορφώνεται, δεν υπάρχει ανάγκη πλέον
σύνταξης περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και κοινοποίησης αυτής.
20. Άρθρο 962: Ειδικά για τα κατασχεμένα πράγματα που
μπορεί, κατά την κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, να υποστούν φθορά,
λόγω της κατάργησης της κήρυξης του πλειστηριασμού από κήρυκα, ως θεσμού χωρίς
κανένα απολύτως πρακτικό αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι αυτά πλείστηριάζονται
αμέσως και αν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού θεωρήσει ότι απαιτείται
δημοσιότητα έχει τη δυνατότητα να προβεί σε κάθε κατάλληλη ενέργεια για την
εξασφάλιση δημοσιότητας. Ο κανόνας όμως, λόγω ακριβώς της ιδιάζουσας φύσης των
προς πλειστηριασμό κινητών πραγμάτων, είναι η έλλειψη δημοσιότητας.
21. Άρθρο 963: Καταργείται η κήρυξη του πλειστηριασμού από
κήρυκα, θεσμού χωρίς κανένα απολύτως πρακτικό αποτέλεσμα.
22. Άρθρο 965: Στη διάταξη του άρθρου 965 επιφέρονται
τροποποιήσεις σε επιμέρους ζητήματα της διαδικασίας. Έτσι: 1) Προβλέπεται ότι
κάθε πλειοδότης οφείλει να καταθέτει, σε μετρητά ή με εγγυητική επιστολή
τράπεζας, διάρκειας τουλάχιστον ενός μηνός ή με επιταγή που έχει εκδοθεί από
τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εγγυοδοσία ίση προς το τριάντα τοις εκατό
(30%) της τιμής της πρώτης προσφοράς. Επειδή η οικονομική κρίση στη χώρα μας
έχει ως συνέπεια τη δυσκολία στην κυκλοφορία των μετρητών, η εγγυοδοσία έστω
του μισού της τιμής της πρώτης προσφοράς αποτελεί ασφαλές αντικίνητρο για
όποιον δεν ενδιαφέρεται να πάρει σοβαρά μέρος στον πλειστηριασμό. Εννοείται πως
σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγυοδοσίας, θα διενεργηθεί αναπλειστηριασμός για
το υπόλοιπο της τιμής της πρώτης προσφοράς. 2) Το πλειστηρίασμα καταβάλλεται σε
μετρητά ή με επιταγή έκδοσης τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα και όχι
έκδοσης του υπερθεματιστή.
23. Άρθρο 970: Στη διάταξη του άρθρου 972 επέρχονται
τροποποιήσεις ως προς το διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου
του τόπου της εκτέλεσης και όχι του ειρηνοδικείου, όπως πρόβλεπε η μέχρι τώρα
ρύθμιση, ενώ αν δεν οριστεί, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που τυχόν υπέγραψε
την αναγγελία. Επίσης, αλλάζει η προθεσμία επίδοσης της αναγγελίας και
ορίζεται, για τη συντόμευση της όλης διαδικασίας, ότι η αναγγελία πρέπει να
επιδοθεί το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό και μέσα στην
ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση.
24. Άρθρο 973: Στη διάταξη του άρθρου 973 επέρχονται
τροποποιήσεις για επιμέρους λεπτομέρειες για την περίπτωση κατά την οποία ο
πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί και επισπεύδεται πάλι
με δήλωση.
25. Άρθρο 975: Το άρθρο 975 τροποποιείται μερικώς με σκοπό
την ορθότερη και δικαιότερη για τους δανειστές διάρθρωση του πίνακα κατάταξης.
Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στη δεύτερη τάξη υπολογίζονται με βάση το χρόνο
όχι μόνο της διενέργειας του πλειστηριασμού, αλλά και της κήρυξης της
πτώχευσης. Το ίδιο γίνεται και για τις απαιτήσεις της τρίτης τάξης, από τις
οποίες επιπροσθέτως αφαιρέθηκαν οι απαιτήσεις των δασκάλων, καθώς και των
δικηγόρων που αμείβονται κατ' υπόθεση. Στην ίδια τρίτη τάξη προστέθηκαν οι απαιτήσεις
του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενους και
επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που
επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές. Επιπροσθέτως στην πέμπτη τάξη κατατάσσεται το
δημόσιο, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης για απαιτήσεις τους που
προκύπτουν από κάθε αιτία με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που
επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές και χωρίς την ύπαρξη του χρονικού περιορισμού
για τον υπολογισμό τους που προβλέπει η ισχύουσα διάταξη. Για τις απαιτήσεις
της τέταρτης τάξης, ο χρόνος υπολογισμού τους περιορίζεται σε ένα έτος από τα
δύο του ισχύοντος καθεστώτος.
26. Άρθρο 977: Στη διάταξη του άρθρου 977 προβλέπεται για
πρώτη φορά και η ικανοποίηση από το εκπλειστηρίασμα και των μη προνομιούχων
απαιτήσεων σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που
πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές. Με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνονται και οι μη
προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν
υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του
πλείστηριάσματος.
27. Άρθρο 978: Τον κανόνα στην πρακτική αποτελεί η τυχαία
κατάταξη, με την έννοια ότι δεν υφίσταται τελεσίδικη απόφαση που διαπιστώνει
την απαίτηση. Με βάση και τη νομολογία του Αρείου Πάγου ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού δεν μπορεί να θέσει προθεσμία για την προσκομιδή τελεσίδικης
απόφασης. Δεν αποκλείεται έτσι να παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα μέχρι να
πληρωθεί ο σχετικός όρος. Με τη νέα ρύθμιση, λοιπόν, επιδιώκεται η είσπραξη του
πλειστηριάσματος αμέσως, χωρίς να είναι απαραίτητη η ύπαρξη βέβαιης απαίτησης ή
η έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής. Η λύση αυτή ωφελεί όχι μόνο
τους δανειστές, αλλά και τον οφειλέτη, αφού αυτός παύει να βαρύνεται με τους τόκους,
όπως συμβαίνει μέχρι τώρα. Σχετική ρύθμιση προβλέπει για τις τράπεζες το ν.δ.
4001/1959, αν και όχι για την περίπτωση της τυχαίας κατάταξης. Βεβαίως, η
προτεινόμενη λύση συναρτάται με προσκόμιση εγγυητικής επιστολής σε πρώτη
ζήτηση. Η παρούσα λύση ισχύει και για το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής
ασφάλισης. Η υποχρέωση καταβολής τόκων εκ μέρους του αρχικώς καταταγέντος
αναφέρεται σε τόκους υπερημερίας.
28. Άρθρο 980: Στην πράξη πολλές ανακοπές κατά του πίνακα
κατάταξης στη διαδικασία του πλειστηριασμού ασκούνται αβάσιμα, με συνέπεια να
διαιωνίζεται εκ των πραγμάτων η διαδικασία της κατάταξης. Έτσι, αντικαθίσταται
σχετικά η παράγραφος 2 του άρθρου 980 και η λήψη εγγυητικής επιστολής
προστατεύει επαρκώς σε περίπτωση που ήθελε ευδοκιμήσει η ανακοπή. Η υποχρέωση
καταβολής τόκων εκ μέρους του αρχικώς καταταγέντος αναφέρεται σε τόκους
υπερημερίας.
29. Άρθρο 983: Με τη νέα ρύθμιση της παραγράφου 4
αποσαφηνίζεται ότι η κατάσχεση εις χείρας τράπεζας ως τρίτης μπορεί να γίνει με
επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου και στην έδρα του πιστωτικού ιδρύματος ή σε
οποιοδήποτε κατάστημα αυτού. Η λύση αυτή εμφανίζεται εύλογη ενόψει της
ηλεκτρονικής διασύνδεσης του δικτύου των Τραπεζών. Η αντίθετη λύση θέτει στο
δανειστή σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια, αφού δεν μπορεί να γνωρίζει με ασφάλεια
που τηρείται ο λογαριασμός του οφειλέτη. Παράλληλα, εντάσσεται το περιεχόμενο
της σχετικής ρύθμισης του άρθρου 24 ν. 2915/2001 στον ΚΠολΔ, χωρίς όμως να
καταργείται η διάταξη αυτή, η οποία εξακολουθεί να ισχύει για όσες περιπτώσεις
δεν εφαρμόζεται ο ΚΠολΔ.
30. Άρθρο 985: Στη διάταξη αυτή αντικαθίσταται η πρώτη
παράγραφος και καθιερώνεται η υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δηλώσει, σε
περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια του, αν υφίσταται σε αυτό ακατάσχετη απαίτηση
κατά την έννοια του άρθρου 982 παράγραφοι 3 και 4.
31. Άρθρο 993 παρ. 2: Με τη νέα ρύθμιση που εισάγεται, για
την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου, που κατάσχεται, λαμβάνεται υπόψη η
εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης και
όχι η αντικειμενική αξία, όπως ορίζει η ισχύουσα ρύθμιση. Οι ειδικότερες
προϋποθέσεις για την εφαρμογή της νέας αυτής διάταξης θα καθοριστούν με
προεδρικό διάταγμα κατά τα ειδικότερα στις μεταβατικές διατάξεις οριζόμενα.
Μέχρι την έκδοση του διατάγματος αυτού, όπου προβλέπεται για το ακίνητο που
κατάσχεται αντικειμενική αξία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, θα
λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική αξία αυτή.
32. Άρθρο 995: Στη διάταξη αυτή επιφέρονται τροποποιήσεις
αναφορικά με τις επιδόσεις της κατασχετήριας έκθεσης σε περίπτωση κατάσχεσης
ακινήτου, με σημαντική νέα ρύθμιση τη δυνατότητα επίσκεψης από υποψήφιους
πλειοδότες του προς πλειστηριασμό ακινήτου. Προβλέπεται συγκεκριμένα στην παρ.
6 η δυνατότητα επίσκεψης του κατασχεθέντος ακινήτου από υποψήφιους πλειοδότες,
με τη συνοδεία του δικαστικού επιμελητή, ο οποίος στη συνέχεια θα συντάξει
έκθεση, κατ' εφαρμογή της γενικής διάταξης των άρθρων 931 και 117 ΚΠολΔ. Με τη
νέα ρύθμιση που εισάγεται, ως τιμή της πρώτης προσφοράς για το ακίνητο, που
εκπλειστηριάζεται, ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά
το χρόνο της κατάσχεσης και όχι η αντικειμενική αξία, όπως ορίζει η ισχύουσα
ρύθμιση. Οι ειδικότερες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της νέας αυτής διάταξης
θα καθοριστούν με προεδρικό διάταγμα κατά τα ειδικότερα στις μεταβατικές
διατάξεις οριζόμενα. Κατά το μεταβατικό χρόνο, μέχρι την έκδοση του διατάγματος
αυτού, εφαρμόζεται η μέχρι σήμερα ισχύουσα ρύθμιση και ως τιμή πρώτης προσφοράς
ορίζεται η αξία που προκύπτει από τον προσδιορισμό της αξίας του με αντικειμενικά
κριτήρια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ
43 Α'), όπως εκάστοτε ισχύουν και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων
κανονιστικών αποφάσεων.
33. Άρθρο 997: Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 997 γίνεται
μικρότερη η προθεσμία για την καταγγελία εκ μέρους του υπερθεματιστή της
μίσθωσης που καταρτίστηκε μετά την κατάσχεση του ακινήτου, ενώ στη δεύτερη
παράγραφο με τη νέα ρύθμιση επιδιώκεται η πληρέστερη διασφάλιση των
αποτελεσμάτων που επάγεται η επιβολή της κατάσχεσης. Ειδικότερα, με τη νέα
ρύθμιση προστίθεται ως αφετηριακό σημείο για την έναρξη των αποτελεσμάτων της
κατάσχεσης ακινήτου και το χρονικό σημείο της σύνταξης της έκθεσης, που
πιστοποιεί την άρνηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση να παραλάβει
το αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, με την προϋπόθεση όμως, ότι θα
ακολουθήσει η επίδοση αντιγράφου της κατάσχεσης μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών.
34. Άρθρο 999: Το άρθρο 999 καταργείται, αφού με τη νέα
διαδικασία της εκτέλεσης, όπως αυτή διαμορφώνεται, δεν υπάρχει ανάγκη πλέον
σύνταξης περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και κοινοποίησης αυτής.
35. Άρθρο 1000: Στο άρθρο 1000 γίνεται μεγαλύτερη η
προθεσμία πριν από τον πλειστηριασμό, μέσα στην οποία μπορεί να ζητηθεί η
αναστολή του πλειστηριασμού.
36. Άρθρο 1001 παρ. 1: Καταργείται η παρ. 1 του άρθρου 1001,
λόγω της κατάργησης του κήρυκα στον πλειστηριασμό.
37. Άρθρο 1009: Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 1009
ρυθμίζονται λεπτομέρειες αναφορικά με το δικαίωμα του υπερθεματιστή να
καταγγείλει τη μίσθωση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου που ήταν μισθωμένο για
την άσκηση σε αυτό επιχείρησης.
38. Άρθρο 1011 Α: Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 1011 Α
ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες του πλειστηριασμού πλοίου, οι οποίες
δικαιολογούνται, κατ' απόκλιση από τις ρυθμίσεις του πλειστηριασμού κινητών και
ακινήτων, από τη φύση του αντικειμένου της εκτέλεσης.
39. Άρθρα 1012 και 1015: Από τη ρύθμιση αυτή απαλείφονται οι
διατάξεις εκείνες που αφορούσαν την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης και τις
επιδόσεις αυτής. Για να καλυφθούν οι ανάγκες δημοσιότητας αντί για περίληψη της
κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στα ενδιαφερόμενα μέρη αντίγραφο αυτής.
40. Άρθρα 1047 και 1049: Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση του
άρθρου 1047, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, η προσωπική κράτηση
είναι ρητά δυνητική και όχι υποχρεωτική για το δικαστήριο για απαιτήσεις από
αδικοπραξία. Η απόφαση όμως που διατάζει την προσωπική κράτηση, σύμφωνα με τα
άρθρα 1047 και 1049, δεν εκτελείται αν εκείνος που καταδικάστηκε βρίσκεται κατά
το χρόνο της εκτέλεσης σε αδυναμία να εκπληρώσει τη χρηματική οφειλή του. Αυτό
σημαίνει ουσιαστικά ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία να
εκπληρώσουν τις πιο πάνω υποχρεώσεις τους, είναι ανεπίδεκτα προσωπικής
κράτησης. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για τα πρόσωπα που είναι οικονομικώς
εύρωστα, άλλα αποκρύπτουν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να αποφύγουν την
πληρωμή των βεβαιωμένων με δικαστική απόφαση υποχρεώσεων τους, απέναντι
ενδεχομένως δανειστών που είναι οικονομικώς ασθενέστεροι και αναμένουν ευλόγως
την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους για την κάλυψη των δικών τους αναγκών, κατά
κανόνα επιτακτικών. Κρίσιμος χρόνος για την εξακρίβωση της αδυναμίας του
οφειλέτη προς εξόφληση του χρέους του καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 1049
αυτός της εκτέλεσης της απόφασης.
Χ. Μεταβατικές και τελικές διατάξεις.
1) Με τις παραγράφους 1 έως 4 των μεταβατικών διατάξεων
ρυθμίζεται το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος των διατάξεων του προτεινόμενου
σχεδίου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής στις νέες
ρυθμίσεις όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης.
2) Άρθρο 3 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ: Καταργείται ενόψει της
επαναφοράς υποθέσεων της εκούσιας στην αρμοδιότητα των πρωτοδικείων.
3) Άρθρο 52 περ. 18 ΕισΝΚΠολΔ: Κατά τη διάταξη του άρθρου 22
του Α.Ν.1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» που εφαρμόζεται
αναλογικά και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρα 1 παρ. 1 του
Ν.Δ.31/1968, 62 του Ν. 1416/1984, 52 παρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ) ή άλλου
εξομοιούμενου με αυτά ως προς τη νομική μεταχείριση του ΝΠΔΔ, καθιερώνεται
αρμοδιότητα του Εισαγγελέα για την προσωρινή ρύθμιση της διακατοχής των δημοσίων
ή δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων (ακινήτων), που αμφισβητείται μεταξύ του
Δημοσίου ή Οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή ΝΠΔΔ και ιδιώτη. Η απόφαση που
εκδίδεται από τον Εισαγγελέα στα πλαίσια της ως άνω αρμοδιότητάς του, αποτελεί
πράξη δικαστικής αρχής σε ιδιωτική διαφορά (Αν.Ειδ.Δικ. 2/1977 Δ8. 147) και σαν
τέτοια αποτελεί, μετά την τελεσιδικία της, ιδιότυπο εκτελεστό τίτλο, πέραν από
αυτούς που ορίζονται στο άρθρο 904 ΚΠολΔ ή άλλες ειδικές διατάξεις και
εκτελείται κατά τις δικονομικές διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως.
Κρίνεται ότι έχουν πλέον εκλείψει οι λόγοι, οι οποίοι επέβαλαν την αρμοδιότητα
αυτή του Εισαγγελέα και γι' αυτό πρέπει να καταργηθεί, ώστε οι σχετικές
διαφορές να εκδικάζονται πλέον από τα αρμόδια δικαστήρια. Προς τούτο αντικαθίσταται
η σχετική διάταξη της περίπτωσης 18 του άρθρου 52 Εισαγωγικού νόμου του ΚΠολΔ
και απαλείφεται η διάταξη του άρθρου 22 Α.Ν. 1539/1938.
4) Οι μέχρι σήμερα στον ΚΠολΔ ισχύουσες ρυθμίσεις των άρθρων
632 παρ. 3 εδ. γ' και 938 παρ. 1 εδ. γ', οι οποίες προβλέπουν υποχρεωτική
συνεκδίκαση της αιτήσεως αναστολής με την ανακοπή των άρθρων 632 και 933
αντίστοιχα, οδήγησαν στο μη επιθυμητό αποτέλεσμα οι αιτήσεις αναστολής να
προσδιορίζονται για εκδίκαση σε πολύ μακρινό χρόνο, το οποίο επέφερε επίσης ως
συνέπεια, οι προσωρινές διαταγές που χορηγήθηκαν επί αυτών να «διαιωνίζονται».
Προς αποκατάσταση του προβληματικού αυτού φαινόμενου, προβλέπεται στις
μεταβατικές διατάξεις δικονομικό Βάρος για τους διαδίκους να επαναφέρουν τις
αιτήσεις αναστολής σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έκδοση του παρόντος
νόμου (έξι μήνες), με άμεση συνέπεια σε αντίθετη περίπτωση την αυτοδίκαια παύση
της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου που διατάχθηκε.
5) Προβλέπεται «προγραμματικά» στις μεταβατικές διατάξεις η
θεσμοθέτηση ενός ξεχωριστού θεσμού «εντολής για πληρωμή» (άρθρο 623 παρ. 2), ο
οποίος έχει αντληθεί από τον ευρωπαϊκό χώρο, με διαφορετικές από την ισχύουσα
διαταγή πληρωμής προϋποθέσεις έκδοσης. Η διαδικασία εκδόσεως, το περιεχόμενο, ο
τύπος και οι έννομες συνέπειες της νέας αυτής δικονομικής διαδικασίας θα
καθοριστούν με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
6) Για το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση του Προεδρικού
Διατάγματος που θα καθορίζει τα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της εμπορικής
αξίας των ακινήτων, ως βάση υπολογισμού γισ την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου
και τον προσδιορισμό της πρώτης προσφοράς, ορίζεται η αντικειμενική αξία, όπως
προβλέπουν και οι μέχρι σήμερα ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 993 παρ. 2 εδ.
γ'και 995 παρ. 1 εδ. δ'.
7) Για την ίδια ως άνω μεταβατική περίοδο που θα ισχύει η
αντικειμενική αξία για την εκτίμηση του κατασχεθέντος ακινήτου και την τιμή
πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό αυτού, εισάγεται ειδική νομοθετική
ρύθμιση για τις περιπτώσεις άκαρπου πλειστηριασμού. Κατά βάση εφαρμόζονται οι
διατάξεις του άρθρου 966 παρ. 1 έως 4, στις οποίες η μέχρι σήμερα ρύθμιση του
άρθρου 1003 παρ. 4 παρέπεμπε με ανάλογη εφαρμογή. Στη διαδικασία αυτή
παρεμβάλλεται ένα νέο διαδικαστικό στάδιο επαναληπτικού πλειστηριασμού, ο
χρόνος διεξαγωγής του οποίου ορίζεται εξ αρχής στην κατασχετήρια έκθεση και με
προκαθορισμένη μειωμένη τιμή πρώτης προσφοράς, ανερχόμενη στο ένα δεύτερο της
αξίας στην οποία εκτιμήθηκε το κατασχεμένο ακίνητο. Για τον επαναληπτικό αυτόν
πλειστηριασμό δεν τηρείται νέα προδικασία και νέες διατυπώσεις δημοσιότητας και
δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση της ανακοπής διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης,
κατά το άρθρο 954 παρ. 4. Η διαδικασία που ακολουθείται μετά τον επαναληπτικό
πλειστηριασμό σε περίπτωση που και αυτός δεν έχει αποτέλεσμα (δηλαδή δεν
εμφανιστούν πλειοδότες) είναι αυτή που και το σημερινό άρθρο 966 παρ. 3 και 4
περιγράφει.
8) Προβλέπεται «προγραμματικά» στις μεταβατικές διατάξεις η
διενέργεια πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός).
Προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα καθορίζει τις ειδικότερες
προϋποθέσεις για τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.
9) Λόγω της σημασίας που έχει η ναυτιλία για την χώρα μας,
αλλά και διεθνώς, δυνάμει του άρθρου 51 ν. 2172/1993 (Α' 207) συνεστήθησαν στο
Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιώς Ναυτικά Τμήματα, με αποκλειστική αρμοδιότητα
για τις ναυτικές διαφορές του Νομού Αττικής. Προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη
συγκέντρωση ναυτικών υποθέσεων στα Ναυτικά αυτά Τμήματα, μεγαλύτερη εξειδίκευση
και ενοποίηση της νομολογίας προστίθεται ειδική ρύθμιση στο άρθρο 51 παρ. 2 του
παραπάνω νόμου, σύμφωνα με την οποία το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα
(και όχι αποκλειστική εδώ) αρμοδιότητα για τις ναυτικές υποθέσεις της υπόλοιπης
επικράτειας. Από τη διάταξη αυτή δεν προκαλείται επιπλέον δαπάνη στον Κρατικό
Προϋπολογισμό, καθόσον για την εκδίκαση των πρόσθετων ναυτικών υποθέσεων θα
επιληφθούν τα ήδη υπάρχοντα ειδικά ναυτικά τμήματα που έχουν συστηθεί, τα οποία
ούτως ή άλλως δεν έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας».
Σχόλια