Δικηγορικές αμοιβές: Νόμιμη η παρακράτηση ποσοστών υπέρ των διανεμητικών λογαριασμών. Οι ελάχιστες αμοιβές δεν αντίκεινται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού (ΣτΕ)
ΣτΕ 3154/2014 (Γ’/7μ) - Οι δικηγόροι αποτελούν φορείς
οικονομικής δραστηριότητας και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην έννοια των
επιχειρήσεων κατά το ενωσιακό δίκαιο, οι δε δικηγορικοί σύλλογοι, εφόσον
εκδίδουν πράξεις δεσμευτικές για τα μέλη τους συνιστούν ενώσεις επιχειρήσεων /ωστόσο,
ο καθορισμός πίνακα ελάχιστων αμοιβών για τους δικηγόρους, δεν αποτελεί ρύθμιση
που έχει ανατεθεί στους δικηγορικούς συλλόγους, αλλά ανήκει στην κανονιστική
εξουσία του κράτους, κατ’ άρθρο 7 ν. 2753/1999.
Επειδή, περαιτέρω ο καθορισμός του παρακρατούμενου ποσοστού
επί των αμοιβών των δικηγόρων από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, υπέρ
των διανεμητικών λογαριασμών, ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης,
μετά από απόφαση των εν λόγω δικηγορικών συλλόγων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο
άρθρο 161 παρ. 6, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο μετά την
προσθήκη της παραγράφου αυτής με το άρθρο 25 του ν. 723/1977 (ΕτΚ Α’, φ. 300),
και επομένως το επίμαχο θέμα ρυθμίζεται με κανονιστικού χαρακτήρα διάταξη που
θεσπίζει κεντρικό όργανο του κράτους (ΣτΕ 3776/2009). Συνεπώς, ο λόγος
ακυρώσεως κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι η ρύθμιση περί
διανεμητικού λογαριασμού αντίκειται στις ως άνω παρατεθείσες ενωσιακές
διατάξεις του ανταγωνισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, ο αιτών προβάλλει αντίθεση της ρύθμισης περί
ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής προς την Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά»
της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 376 της 27/12/2006).
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 της ως άνω Οδηγίας, η
προθεσμία μεταφοράς της παρήλθε στις 28 Δεκεμβρίου 2009, ενσωματώθηκε δε στην
εθνική έννομη τάξη με το ν. 3844/2010 (ΕτΚ Α΄, φ. 63/3.5.2010). Σκοπός της
Οδηγίας είναι η εξάλειψη των εμποδίων στην άσκηση των δικαιωμάτων της ελεύθερης
εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, υπάρχει δε ειδική αναφορά
στους παρέχοντες νομικές υπηρεσίες (προοίμιο, αιτιολογική σκέψη 33), και
συνεπώς το υπό κρίση αντικείμενο καταρχήν υπάγεται, ως εκ του περιεχομένου του,
στις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Δυνάμει της εν λόγω Οδηγίας κάθε κράτος μέλος
οφείλει να αξιολογήσει, μεταξύ άλλων, κατά πόσον νομικό σύστημα δραστηριότητας
παροχής υπηρεσιών που προβλέπει «υποχρεωτικές ελάχιστες ή/και ανώτερες τιμές,
με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται ο πάροχος» (άρθρο 15 παρ. 2 περ. ζ΄)
είναι συμβατό με τις προϋποθέσεις της μη εισαγωγής διακρίσεων, της
αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (άρθρο 15 παρ. 3). Στην προκείμενη
περίπτωση, ωστόσο, η Οδηγία δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων
στον αιτούντα παραβάσεων (2002 έως το α΄ εξάμηνο του 2006), η δε προσβαλλόμενη
απόφαση εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας στην
εθνική έννομη τάξη, δεν είχε δε άμεσο αποτέλεσμα, τουλάχιστον ως προς
υποχρεωτικές ελάχιστες τιμές, δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα, στην παρ.
1 του άρθρου 15 της Οδηγίας προβλέπεται διακριτική ευχέρεια του κράτους να
διατηρήσει ρυθμίσεις εφόσον προηγουμένως τις αξιολογήσει σε σχέση με τις
προϋποθέσεις που θέτει η παρ.3 του ίδιου άρθρου (μη εισαγωγή διακρίσεων,
αναγκαιότητα, αναλογικότητα). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι
απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι η Οδηγία είναι, εν
προκειμένω, εφαρμοστέα».
Σχόλια