Η επιβολή διοικητικού προστίμου δεν εμποδίζει την επιβολή ποινικής κύρωσης - Αρχή ne bis in idem - Eγκατάσταση κεραίας κιν.τηλεφωνίας

ΑΠ 132/2013 (ποιν) -Τηλεπικοινωνίες. Εγκατάσταση κεραίας κινητής τηλεφωνίας άνευ άδειας της αρμόδιας αρχής. Ποινική ευθύνη (ν. 2801/2000). Αρμόδια πλέον αρχή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή Ελληνική Επιτροπή Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (ν. 2867/2000). Αιτιολογημένη καταδίκη εκπροσώπου εταιρίας για εγκατάσταση κεραιών κινητής τηλεφωνίας. Περιττή η διαφοροποίηση του σκεπτικού από το διατακτικό, το οποίο περιέχει με πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούν την πράξη. Αξίωμα ne bis in idem, που προβλέπεται και από το εγχώριο δίκαιο
και από το 7° Πρωτόκολλο της ΕΣΔA. Η επιβολή διοικητικού προστίμου δεν εμποδίζει την επιβολή ποινικής κυρώσεως. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων.
“Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1Δ, 5Α του ν.2801/2000 "ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και άλλες διατάξεις", όπως ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης αξιόποινης πράξεως, η εγκατάσταση σταθμού εκπομπής ή / και λήψης ραδιοσήματος και κατασκευή κεραίας χωρίς άδεια ή έγκριση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή από 7.500 μέχρι 38.000 ευρώ, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2Α του ίδιου νόμου, για την κατασκευή κεραίας σταθμού στην ξηρά, που χρησιμοποιείται για την εκπομπή ή / και τη λήψη ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, απαιτείται άδεια, η οποία χορηγείται από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 14 εδ. κ' του νεότερου ν. 2867/2000, που συγκροτεί, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), "η Ελληνική Επιτροπή Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤΤ) χορηγεί τις άδειες κατασκευής κεραιών σταθμών στην ξηρά, ασκώντας όλες τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 2801/2000 ...". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από 19-12-2000, που άρχισε η ισχύς του ανωτέρω τελευταίου νόμου, για την εγκατάσταση σταθμού βάσεως εκπομπής κινητής τηλεφωνίας και την κατασκευή κεραίας σταθμού στην ξηρά για λήψη ραδιοσήματος, απαιτείται σχετική άδεια αρχής, η οποία εκδίδεται από την άνω ανεξάρτητη διοικητική αρχή ΕΕΤΤ και όχι από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, που τις εξέδιδε μέχρι 19-12-2000.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατασκευής κεραιών κινητής τηλεφωνίας στην ξηρά, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, ανασταλείσα, και χρηματική χιλίων (1.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μονομελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ. Η. του Δ. διέπραξε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο (...) ήτοι: Στη ... και δη επί της οδού ... πολυκατοικία, σε μη επακριβώς εξακριβωθέντα χρόνο, κείμενο όμως εντός των αρχών του μηνός Απριλίου του έτους 2008 και έως την 9η Απριλίου 2008, με πρόθεση τέλεσε αδίκημα, που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: όντας νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "WIND (πρώην TIM) HELLAS ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε.Β.Ε." προέβη στην κατασκευή κεραιών στην ξηρά, ήτοι συστημάτων κεραιών εκπομπής και λήψης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, μετά των κατασκευών στήριξής τους, εξαρτημάτων και παρελκομένων και συγκεκριμένα τοποθέτησε στην ταράτσα της ανωτέρω πολυκατοικίας, συγκυριότητας των συγκατηγορουμένων δύο (2) κεραίες κινητής τηλεφωνίας, ήτοι συστήματα κεραιών εκπομπής και λήψης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, μετά κατασκευών στήριξής τους, εξαρτημάτων και παρελκομένων, χωρίς προηγουμένως να έχει εφοδιαστεί με την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιος αρχής (ΕΕΤΤ) για την κατασκευή αυτών ... Συνεπώς, πρέπει ο εν λόγω κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της τοποθετήσεως κεραιών κινητής τηλεφωνίας στην ξηρά χωρίς άδεια της αρμοδίας Αρχής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2801/2000, που προπαρατέθηκαν, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί μεν επανάληψη του διατακτικού της (το οποίο ταυτίζεται με το κατηγορητήριο), η επανάληψη, όμως, αυτή αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το διατακτικό περιέχει με πληρότητα τα περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ένδικης αξιόποινης πράξεως και πληρούν την απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ήτοι ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ως εκπρόσωπος της ως άνω εταιρίας, προέβη, με πρόθεση, στην κατασκευή των κεραιών μετά κατασκευών στηρίξεώς τους, κ.λπ., πόσες κεραίες κατασκεύασε (2), πού τις τοποθέτησε (στην ταράτσα πολυκατοικίας), και ότι προέβη στην κατασκευή αυτών χωρίς άδεια της αρμόδιας Αρχής [Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ)], ώστε καθίστατο περιττή οποιαδήποτε διαφοροποίηση του σκεπτικού της ή προσθήκη και άλλων στοιχείων. β) Το Δικαστήριο της ουσίας, με τις ως άνω παραδοχές του, δέχθηκε, εμμέσως, αλλά σαφώς, ότι ο αναιρεσείων, με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, χρησιμοποίησε συνεργείο για την κατασκευή των κεραιών, στο οποίο έδωσε σχετικές οδηγίες, δεν ήταν δε απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται τούτο ρητώς ή αν αυτός ήταν, κατά την εκτέλεση του έργου, παρών ή όχι. γ) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ύπαρξη του δόλου δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως, δεδομένου ότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ο δε νόμος δεν αξιώνει, στην παρούσα περίπτωση, πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 6.12.2012) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ.2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Σύμφωνα με τον κανόνα "non bis in idem", ο καθένας μόνο μία φορά, δηλαδή με μία μόνο διαδικασία, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση, ως υπαίτιος της αυτής πράξεως, με αποτέλεσμα να εξαντλείται η κατά το άρθρο 27 του ΚΠοινΔ αξίωση της Πολιτείας προς άσκηση ποινικής διώξεως, όταν αυτή ασκηθεί μία φορά. H αρχή αυτή έχει προβλεφθεί από τον ημεδαπό νομοθέτη, με τη διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠοινΔ, επαναλήφθηκε δε και με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1705/1987, σύμφωνα με την οποία "κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού". Κατά την έννοια, λοιπόν, της ως άνω διατάξεως του 7ου Πρωτοκόλλου, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του ημεδαπού Ποινικού Δικαίου, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται όταν ο υπαίτιος παράνομης πράξεως τιμωρείται ποινικώς από το αρμόδιο δικαστήριο, αλλά και πειθαρχικώς ή διοικητικώς από το αρμόδιο Όργανο, δηλαδή η επιβολή, για την αυτή πράξη, διοικητικού προστίμου, δεν εμποδίζει και την επιβολή ποινικής κυρώσεως από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο. Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και αυτός από την παραβίαση του δεδικασμένου, αφού η αποδοχή του άγει στην κήρυξη της κατά του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως ως απαράδεκτης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, την δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι στον εντολέα του είχε ήδη επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο για την εγκατάσταση των ενδίκων κεραιών κινητής τηλεφωνίας χωρίς άδεια, η επιβολή δε, για την ίδια πράξη, και ποινικής κυρώσεως παραβιάζει την αρχή "ne bis in idem", όπως αυτή έχει κατοχυρωθεί από την Ε.Σ.Δ.Α., λόγω του τιμωρητικού χαρακτήρα, τον οποίο έχει το διοικητικό πρόστιμο. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν νόμιμος, δεδομένου ότι ο ως άνω κανόνας, κατά τα προεκτεθέντα, δεν εφαρμόζεται όταν συντρέχει ποινή και διοικητική κύρωση για την ίδια πράξη, και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, ως εκ περισσού, απάντησε και τον απέρριψε με την (ορθή) αιτιολογία ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου για την ίδια παράνομη πράξη δεν αποκλείει την παράλληλη ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ)”. (areiospagos.gr)

Σχόλια