Υποχρέωση αποζημίωσης των επιβατών σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-257/14 Corina van der Lans κατά Koninklijke Luchtvaart Maatschappij NV. Ακόμα και σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως λόγω απρόβλεπτων τεχνικών προβλημάτων, οι αερομεταφορείς υποχρεούνται να αποζημιώνουν τους επιβάτες. Εντούτοις, ορισμένα τεχνικά προβλήματα που οφείλονται, μεταξύ άλλων, σε αφανή κατασκευαστικά ελαττώματα που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πτήσεων ή σε πράξεις δολιοφθοράς ή τρομοκρατίας, μπορούν να απαλλάσσουν τους αερομεταφορείς από την υποχρέωση αποζημιώσεως. 
Σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, ο αερομεταφορέας υποχρεούται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης[1] , να παράσχει φροντίδα προς τους οικείους επιβάτες, καθώς και να τους καταβάλει αποζημίωση (μεταξύ 250 και 600 ευρώ, αναλόγως της αποστάσεως). Δεν υποχρεούται, ωστόσο, να καταβάλει την αποζημίωση αυτή εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει ότι η ματαίωση προκλήθηκε από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Η C. Van der Lans είχε προβεί σε κράτηση αεροπορικού εισιτηρίου για πτήση της KLM από το Κίτο (Ισημερινός) με προορισμό το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες). Το αεροσκάφος αφίχθη στο Άμστερνταμ με καθυστέρηση 29 ωρών. Κατά την KLM, η καθυστέρηση οφειλόταν σε έκτακτες περιστάσεις, και μάλιστα σε συνδυασμό βλαβών: δύο εξαρτήματα ήταν ελαττωματικά, και ειδικότερα ο σωλήνας καυσίμου και το υδραυλικό-μηχανολογικό σύστημα. Τα εξαρτήματα αυτά, τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα, έπρεπε να μεταφερθούν αεροπορικώς από το Άμστερνταμ, προκειμένου να τοποθετηθούν ακολούθως στο συγκεκριμένο αεροσκάφος.
Η KLM τόνισε, επίσης, ότι τα ελαττωματικά εξαρτήματα δεν είχαν υπερβεί τη μέση διάρκεια ζωής τους και ότι ο κατασκευαστής τους δεν είχε επισημάνει ότι μπορούσαν ενδεχομένως να ανακύψουν προβλήματα όταν τα εξαρτήματα αυτά θα συμπλήρωναν ορισμένο χρόνο ζωής. Η C. Van der Lans προσέφυγε ενώπιον του Rechtbank Amsterdam (Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ) το οποίο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Κατ’ ουσίαν, ζητεί να διευκρινιστεί εάν τεχνικό πρόβλημα, το οποίο ανέκυψε αιφνιδίως και το οποίο δεν οφείλεται σε πλημμελή συντήρηση ούτε διαπιστώθηκε κατά την τακτική συντήρηση, εμπίπτει στην έννοια των «εκτάκτων περιστάσεων», ούτως ώστε να απαλλάσσεται ο αερομεταφορέας από την υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην απόφαση που εξέδωσε σήμερα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει καταρχάς ότι, κατά τη νομολογία του, τεχνικά προβλήματα ενδέχεται να συνιστούν έκτακτες περιστάσεις. Εντούτοις, οι περιστάσεις που συναρτώνται με την εμφάνιση των προβλημάτων αυτών μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έκτακτες», μόνον εφόσον αφορούν γεγονός το οποίο δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγει τον αποτελεσματικό έλεγχο του τελευταίου λόγω της φύσεως ή των αιτιών του[2] . Τούτο συντρέχει, κατά το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία ο κατασκευαστής των αεροσκαφών που συνιστούν τον στόλο του συγκεκριμένου αερομεταφορέα, ή η αρμόδια αρχή διαπιστώνει ότι τα αεροσκάφη αυτά, ενώ έχουν ήδη τεθεί σε υπηρεσία, παρουσιάζουν αφανές κατασκευαστικό ελάττωμα που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των πτήσεων. Το ίδιο ισχύει όταν υπάρχουν ζημιές οι οποίες προκαλούνται σε αεροσκάφη από πράξεις δολιοφθοράς ή τρομοκρατίας. Ωστόσο, οι αερομεταφορείς αντιμετωπίζουν, συνήθως, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, τεχνικά προβλήματα, δεδομένου ότι από τη λειτουργία των αεροσκαφών ανακύπτουν αναπόφευκτα τέτοια προβλήματα. 
Συναφώς, τεχνικά προβλήματα που διαπιστώνονται κατά τη συντήρηση των αεροσκαφών ή λόγω ελλείψεως τέτοιας συντηρήσεως δεν μπορούν να αποτελούν, αυτά καθεαυτά, «έκτακτες περιστάσεις». Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι μια βλάβη, η οποία οφείλεται στην πρόωρη δυσλειτουργία ορισμένων εξαρτημάτων του αεροσκάφους συνιστά, ασφαλώς, αιφνίδιο γεγονός. Ωστόσο, μια τέτοια βλάβη δεν παύει να συνδέεται αναπόσπαστα με το λίαν περίπλοκο σύστημα λειτουργίας του αεροσκάφους, το οποίο εκμεταλλεύεται ο αερομεταφορέας υπό συνθήκες, κυρίως μετεωρολογικές, συχνά δύσκολες, ακόμα και ακραίες, εξυπακουομένου, πάντως, ότι κανένα εξάρτημα του αεροσκάφους δεν είναι μη αντικαταστάσιμο. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της δραστηριότητας ενός αερομεταφορέα, το αιφνίδιο αυτό γεγονός συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του τελευταίου, δεδομένου ότι αυτός αντιμετωπίζει τακτικά τέτοιου είδους απρόβλεπτα τεχνικά προβλήματα. 
Εξάλλου, η αποτροπή τέτοιας βλάβης ή η επισκευή την οποία αυτή συνεπάγεται, συμπεριλαμβανομένης της αντικαταστάσεως ενός πρόωρα ελαττωματικού εξαρτήματος, δεν εκφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του οικείου αερομεταφορέα, δεδομένου ότι σε αυτόν απόκειται να διασφαλίζει τη συντήρηση και την ομαλή λειτουργία των αεροσκαφών που εκμεταλλεύεται για τους σκοπούς των οικονομικών του δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια, τεχνικό πρόβλημα όπως το επίμαχο δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια των «εκτάκτων περιστάσεων». Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισημαίνει, επίσης, ότι οι απορρέουσες από το ευρωπαϊκό δίκαιο υποχρεώσεις εκπληρώνονται από τον αερομεταφορέα χωρίς να θίγεται το δικαίωμά του να αξιώσει αποζημίωση από οποιοδήποτε πρόσωπο προκάλεσε την καθυστέρηση, όπως, μεταξύ άλλων, από τον κατασκευαστή ορισμένων ελαττωματικών εξαρτημάτων. (curia.europa.eu). Διαβάστε την απόφαση εδώ

[1] Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91 (ΕΕ L 46, σ. 1).
[2] Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Wallentin-Hermann (υπόθεση C-549/07, Ανακοινωθέν Τύπου αριθ. 100/08 στα αγγλικά).

Σχόλια