Ευθανασία: δικαίωμα ή όχι;

Της Έφης Θωμά, δικηγόρου LL.M.
Σημαντικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έχουν εκδοθεί πάνω στο ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας. Η ευθανασία είναι ελληνική, σύνθετη λέξη και σημαίνει καλό θάνατο, δηλαδή ανώδυνο (ψυχικά και σωματικά) θάνατο. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό στην έννομη τάξη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Μέσα από την παράθεση τεσσάρων χαρακτηριστικών σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βλέπουμε πως ερμηνεύεται το δικαίωμα
στον αξιοπρεπή θάνατο σε συνδυασμό με την τυχόν παραβίαση ή μη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν έχουν ομόφωνα αντιμετωπίσει το θέμα αναφορικά με το δικαίωμα να επιλέξει κάποιος πότε και πως θα πεθάνει. Δεν υπάρχει γενική συναίνεση στην υποβοήθηση σε αυτοκτονία. Παρόλο που η υποβοήθηση στην αυτοκτονία έχει αποποινικοποιηθεί σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, με συγκεκριμένους όρους, η μεγάλη πλειοψηφία των λοιπών κρατών δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην προστασία της ζωής παρά στην προστασία του δικαιώματος στην ευθανασία.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου (29/4/2002), η προσφεύγουσα υπέφερε από ανίατη νευρολογική ασθένεια των μυών στο τελικό στάδιο και επιθυμούσε να πεθάνει με αξιοπρέπεια, ορίζοντας το πώς και πότε, τη στιγμή που το τελικό στάδιο της ασθένειάς της ήταν εξαιρετικά επώδυνο. Δοθείσης της κατάστασής της, δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει μόνη της και ζήτησε να τη βοηθήσει ο σύζυγός της. Στο αγγλικό δίκαιο δεν αποτελεί έγκλημα η αυτοκτονία, αποτελεί όμως η υποβοήθηση σε αυτήν. Η ίδια ζήτησε εγγυήσεις για την απαλλαγή του συζύγου της από οποιαδήποτε δίωξη, στην περίπτωση που θα της παρείχε βοήθεια στην αυτοκτονία. Οι αρχές αρνήθηκαν το αίτημα της προσφεύγουσας (Pretty). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 2 («δικαίωμα στη ζωή») της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα κρίνοντας ότι το δικαίωμα στη ζωή δεν μπορεί να ερμηνευθεί εκ διαμέτρου αντίθετα, δηλαδή ως δικαίωμα στο θάνατο. Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 3 («απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης»), 8 («δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής»), 9 («ελευθερίας της συνείδησης») και 14 (απαγόρευση διακρίσεων») της οικείας Σύμβασης, απορρίπτοντας το αίτημα της προσφεύγουσας σε υποβοηθούμενη αυτοκτονία.
Στην υπόθεση Haas κατά Ελβετίας (20/1/2011) κρίθηκε το ζήτημα εάν το Κράτος θα έπρεπε να εξασφαλίσει, δυνάμει του Άρθρου 8 («δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής») της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τη χορήγηση θανατηφόρας ουσίας (νατριούχο πεντοβαρβιτάλη) χωρίς ιατρική συνταγή, κατά παρέκκλιση από το νόμο, σε ασθενή που επιθυμούσε να θέσει τέλος στη ζωή του, έτσι ώστε να μπορεί να πεθάνει χωρίς πόνο και ρίσκο αποτυχίας της αυτοκτονίας. Ο προσφεύγων (Haas), ο οποίος υπέφερε από πολύ σοβαρή διπολική διαταραχή για είκοσι έτη και δεν μπορούσε πλέον να διάγει μια αξιοπρεπή ζωή, υποστήριξε ότι το δικαίωμά του να θέσει τέλος στη ζωή του με ασφαλή και αξιοπρεπή τρόπο, είχε παραβιαστεί από την Ελβετία όσον αφορά στην άρνηση χορήγησης της θανατηφόρας ουσίας. Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8, υποστηρίζοντας ότι παρά την υποχρέωση των Κρατών να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διευκόλυνση της αυτοκτονίας με αξιοπρέπεια, οι Ελβετικές αρχές δεν είχαν παραβιάσει την υποχρέωσή τους αυτή στην περίπτωση του προσφεύγοντα. Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την επιθυμία του προσφεύγοντα για ασφαλή και αξιοπρεπή αυτοκτονία, έκρινε ότι το προαπαιτούμενο της ιατρικής συνταγής για τη χορήγηση της θανατηφόρου ουσίας ήταν νόμιμο δυνάμει του Ελβετικού δικαίου, κυρίως για την προστασία των ατόμων από βιαστικές αποφάσεις και την αποφυγή καταχρήσεων, κίνδυνοι που δεν πρέπει να υποτιμηθούν σε ένα σύστημα που διευκολύνει την πρόσβαση στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, το προαπαιτούμενο της ιατρικής συνταγής που δίδεται μετά από αναλυτική ψυχιατρική εκτίμηση, είναι ένας τρόπος για να εξασφαλίζεται η ελεύθερη βούληση του ατόμου στην απόφασή του να θέσει τέλος στη ζωή του.
Η υπόθεση μιας ηλικιωμένης γυναίκας από την Ελβετία (Gross κατά Ελβετίας, 30/9/2014) απασχόλησε ένα από τα Τμήματα καθώς και την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η προσφεύγουσα ήθελε να θέσει τέλος στη ζωή της χωρίς να υποφέρει από κάποια κλινική ασθένεια με αποτέλεσμα να μην την επιτρέπεται από τις Ελβετικές αρχές η χορήγηση θανατηφόρας δόσης φαρμάκου. Η ίδια υποστήριξε ότι οι αρχές αρνούμενες το δικαίωμά της να αποφασίσει με ποιον τρόπο και σε ποια στιγμή της ζωής της θα αυτοκτονούσε, παραβίασαν το Άρθρο 8 («δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής») της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Στην απόφαση του Τμήματος στις 14/5/2013, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι το Ελβετικό δίκαιο δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρο σχετικά με το υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Στην συνέχεια, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια κατόπιν αιτήματος της Ελβετικής Κυβέρνησης. Στις 14/1/2014 η Ελβετική Κυβέρνηση ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι η προσφεύγουσα είχε αποβιώσει από τον Νοέμβριο του 2011. Κατά συνέπεια, η προσφυγή κρίθηκε ως απαράδεκτη. Επιπρόσθετα, η απόφαση ανέφερε ότι η προσφεύγουσα επιχείρησε δολίως να παραπλανήσει το Δικαστήριο για ένα ζήτημα που ανάγεται στον πυρήνα της προσφυγής της. Συγκεκριμένα, είχε λάβει ειδικές προφυλάξεις για την αποφυγή αποκάλυψης της πληροφορίας του θανάτου της από τον Δικηγόρο της, και κατ’ επέκταση από το Δικαστήριο, προκειμένου να εμποδίσει το Δικαστήριο να καταργήσει τη δίκη στην περίπτωσή της. Το Δικαστήριο, συνεπώς, έκρινε ότι με την συμπεριφορά της έκανε κατάχρηση του δικαιώματός της στην ατομική προσφυγή με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα της απόφασης του Τμήματος στις 14/5/2013 να μην είναι πλέον νομικά έγκυρα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπόθεση Lambert και λοιποί κατά Γαλλίας (5/6/2015) στην οποία προσφεύγοντες είναι οι γονείς και τα αδέρφια του Βίνσεντ Λάμπερτ (Lambert), ο οποίος υπέστη εγκεφαλική βλάβη σε τροχαίο ατύχημα το 2008, με αποτέλεσμα να γίνει τετραπληγικός. Προσέφυγαν κατά της απόφασης που εξέδωσε το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας στις 24/6/2014, στην οποία κρίθηκε ως νόμιμη η απόφαση του θεράποντα ιατρού να αποσυνδέσει τον Βίνσεντ Λάμπερτ από τα μηχανήματα τροφής και νερού, με τα οποία συντηρούνταν στη ζωή, βάσει ιατρικής γνωμάτευσης ιατρικού συμβουλίου τριών ιατρών. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι με την ενέργεια αυτή, το Γαλλικό Κράτος παραβίασε την υποχρέωσή του που απορρέει από το Άρθρο 2 («δικαίωμα στη ζωή») της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του Άρθρου 2, διαλαμβάνοντας το υφιστάμενο περιθώριο εκτίμησης από τα Κράτη μέλη στο ζήτημα της ευθανασίας, τη στιγμή που ελλείπει η ομοφωνία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης στο θέμα της αποσύνδεσης ασθενή από τα μηχανήματα που τον κρατούν στη ζωή. Υποστήριξε ότι έχει απόλυτη επίγνωση ότι θίγονται πολύ σημαντικά και εξαιρετικά περίπλοκα ιατρικά, νομικά και ηθικά ζητήματα με την υπό κρίση υπόθεση. Τόνισε, ωστόσο, ότι οι εθνικές αρχές έχουν κυρίως την αρμοδιότητα να επιβεβαιώσουν εάν η απόφαση που ελήφθη για την αποσύνδεση από τα μηχανήματα ήταν συμβατή με την εθνική νομοθεσία και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, και η επιθυμία του ασθενούς ήταν σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο. Το νομικό πλαίσιο της Γαλλίας θεωρήθηκε ξεκάθαρο στη ρύθμιση του ζητήματος αυτού από το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας και η απόφαση του ιατρού ορθή. Τέλος, κρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι ο ρόλος του συνίσταται στην εξέταση της συμμόρφωσης του Κράτους με την υποχρέωση που υπέχει δυνάμει του Άρθρου 2 («δικαίωμα στη ζωή») της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Σχόλια