Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Άκυροι οι διαγωνισμοί που υποχρεώνουν τους υποψηφίους να επιλέξουν τη γερμανική, την αγγλική ή τη γαλλική ως δεύτερη γλώσσα

Το Δικαστήριο της ΕΕ με απόφασή του στις υπόθεσεις T-124/13, Ιταλία κατά Επιτροπής και T-191/13, Ισπανία κατά Επιτροπής, ακύρωσε  τρεις προκηρύξεις ευρωπαϊκών διαγωνισμών που υποχρεώνουν τους υποψηφίους να επιλέξουν τη γερμανική, την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα ως δεύτερη γλώσσα και ως γλώσσα επικοινωνίας με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO). Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο του 2012 και τον Ιανουάριο του 2013, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης τρεις προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών για την κατάρτιση εφεδρικών πινάκων προσλήψεων. Οι προκηρύξεις αυτές απαιτούσαν από τους υποψηφίους άριστη γνώση μιας εκ των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίες τότε ήταν 23), καθώς και ικανοποιητική γνώση μιας δεύτερης γλώσσας, την οποία μπορούσε κάθε υποψήφιος να επιλέξει μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας.
Ως προς την υποχρέωση των υποψηφίων να επιλέγουν τη γερμανική, την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα ως δεύτερη γλώσσα για τους διαγωνισμούς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει εκ νέου τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η συρρίκνωση της επιλογής σε περιορισμένο αριθμό γλωσσών συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω γλώσσας. Είναι, πράγματι, προφανές ότι τέτοια υποχρέωση ευνοεί ενδεχομένως ορισμένους δυνητικούς υποψηφίους (τουτέστιν εκείνους που έχουν ικανοποιητική γνώση τουλάχιστον μίας εκ των συγκεκριμένων γλωσσών), καθότι αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό και να προσληφθούν, επομένως, ως μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης ή ως μέλη του λοιπού της προσωπικού, ενώ αποκλείονται οι υπόλοιποι που δεν έχουν τέτοια γνώση.
Το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει την περιεχόμενη στις προσβαλλόμενες προκηρύξεις αιτιολογία του περιορισμού προκειμένου να καθορίσει κατά πόσον αυτός ενδέχεται να είναι δικαιολογημένος. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, ο ισχυρισμός ότι η γερμανική, η αγγλική και η γαλλική γλώσσα εξακολουθούν να είναι οι πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες γλώσσες, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της μακράς πρακτικής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα των γλωσσών εσωτερικής επικοινωνίας, είναι ένας αόριστος ισχυρισμός που δεν τεκμηριώνεται από καμία ένδειξη. Δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι ένας νεοπροσληφθείς υπάλληλος, ο οποίος δεν έχει γνώση καμίας εκ των γλωσσών επικοινωνίας ή εκ των γλωσσών εργασίας ενός θεσμικού οργάνου, δεν θα ήταν ικανός να παράσχει άμεσα χρήσιμο έργο στο οικείο θεσμικό όργανο.
Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι στατιστικές που προσκόμισε η Επιτροπή δεν είναι δυνατόν να τεκμηριώσουν τα όσα αυτή προβάλλει ως προς τη χρήση των γλωσσών εντός των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Όσον αφορά τις στατιστικές σχετικά με την εκμάθηση ξένων γλωσσών στα κράτη μέλη της Ένωσης, που προσκομίστηκαν επίσης από την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν αποκλείουν την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως. Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο επίμαχος περιορισμός εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η υποχρέωση των υποψηφίων να επιλέξουν τη γερμανική, την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα ως δεύτερη γλώσσα δεν δικαιολογείται αντικειμενικά ούτε είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο από την Επιτροπή σκοπό, δηλαδή την πρόσληψη άμεσα λειτουργικών μονίμων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού. Δείτε την προσφυγή και το πλήρες κείμενο της απόφασης στο curia.europa.eu 
[legalnews24.gr]

Σχόλια