Aκυρότητα πράξεων κατά τη διάρκεια αναστολής πλειστηριασμού. Δεδικασμένο διαταγής πληρωμής. Ενστάσεις που καλύπτονται από το δεδικασμένο

ΑΠ 856/2014: Ακυρότητα διαδικαστικών πράξεων που έγιναν κατά τη διάρκεια της αναστολής της διαδικασίας πλειστηριασμού επέρχεται, μόνο όταν συντρέχει το στοιχείο της βλάβης του προτείνοντος την ακυρότητα (159 επ. ΚΠολΔ). Κατά την διάρκεια της αναστολής είναι επιτρεπτή η έκδοση επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, η ημέρα όμως διεξαγωγής του πλειστηριασμού πρέπει να ορίζεται μετά τη λήξη της προθεσμίας αναστολής. Δεδικασμένο διαταγής πληρωμής. Δεν αμφισβητείται πλέον η βεβαιούµενη απαίτηση, ούτε και µε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Οι προταθείσες ενστάσεις καλύπτονται από το δεδικασμένο.
Οι µη προταθείσες ενστάσεις καλύπτονται από το δεδικασµένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθούν κατά την διάρκεια προηγούµενης δίκης. Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που αν δεν προτάθηκαν, καλύπτονται από το δεδικασµένο, ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση ότι η δικαιοπραξία αντιβαίνει εν όλω ή εν µέρει σε απαγορευτική διάταξη νόµου και για το λόγο αυτό είναι άκυρη, σύµφωνα µε τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ.
«Κατά το άρθρο 1000 ΚΠολΔ, ύστερα από αίτηση του καθ' ού η εκτέλεση το δικαστήριο του άρθρου 933 δικάζοντας κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. μπορεί να αναστείλει την διαδικασία του πλειστηριασμού έως έξι μήνες από την αρχική ημέρα του πλειστηριασμού υπό τις διαγραφόμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Από την γνωστοποίηση της αναστολής απαγορεύεται οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη της προδικασίας (αν δεν έχει αρχίσει) και της κύριας διαδικασίας (αν έχει αρχίσει) του πλειστηριασμού. Η τύχη των τυχόν διαδικαστικών πράξεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της αναστολής και γενικώς οι συνέπειες της παραβιάσεως της αποφάσεως δεν προσδιορίζονται από το άρθρο 1000 του ΚΠολΔ, το οποίο δεν απειλεί ακυρότητα των σχετικών πράξεων της εκτελέσεως του πλειστηριασμού που διενεργήθηκαν κατά την χορηγηθείσα αναστολή. Ακυρότητα των εν λόγω πράξεων επέρχεται μόνο με την συνδρομή του στοιχείου της βλάβης του προτείνοντος την ακυρότητα κατ' εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 159 επ. ΚΠολΔ. Η ως άνω αναστολή έχει ως αντικείμενο μόνο τον πλειστηριασμό και όχι γενικώς την όλη διαδικασία της εκτελέσεως, δηλαδή, κατά την διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να διενεργηθεί εγκύρως ο πλειστηριασμός. Επιτρέπεται, όμως, να εκδοθεί επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως, η ημέρα όμως διεξαγωγής του πλειστηριασμού θα πρέπει να ορισθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας αναστολής…
…Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννοµη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. 
Έννοµη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννoµες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου, µετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση µη ασκήσεως ανακοπής, µετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 133/2003). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασµένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσµατά της µε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν µπορεί πλέον να αµφισβητηθεί ούτε και µε ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η µε αυτή βεβαιούµενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασµένο, που κατά τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε µεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που αν και ήσαν γεννηµένοι και µπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν µε µία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωµής (Ολ.ΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωµής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόµο να παραγάγει δεδικασµένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασµένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισµα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννοµη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόµου (ΑΠ 53/2004). 
Εξάλλου κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ το δεδικασµένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες, που µπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωµα που µπορεί να ασκηθεί και µε κύρια αγωγή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασµένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νοµικής τους θεµελίωσης. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις εκ του δικονοµικού δικαίου, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγµατικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές στηρίζονται επί απλού πραγµατικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωµα του εναγοµένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Όλες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν το κατ` ουσία βάσιµο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασµένο. Καλύπτονται επίσης οι κατά του προδικαστικού ζητήµατος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτηµα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωµα (κύριο ζήτηµα) και αδιαφόρως εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννοµης σχέσης ή στην έκταση της εξ αυτής ευθύνης. Η µη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το δεδικασµένο, εφόσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγούµενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούµενα για την θεµελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 1017/2001). 
Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που αν δεν προτάθηκαν, κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται από το δεδικασµένο, ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση ότι η δικαιοπραξία αντιβαίνει εν όλω ή εν µέρει σε απαγορευτική διάταξη νόµου και για το λόγο αυτό είναι άκυρη, σύµφωνα µε τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ (ΑΠ 1397/2012). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 21, 22 και 28 του Ν 5960/1933 συνάγεται ότι η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι ο ενάγων δικαιούχος από τραπεζική επιταγή δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη νόμιμης και έγκυρης αιτίας για την οποία εκδόθηκε ο τίτλος αυτός, αλλά ο εναγόμενος προς πληρωμή του διαλαμβανομένου σε αυτήν χρηματικού ποσού μπορεί, όπως σε κάθε περίπτωση αναιτιώδους δικαιοπραξίας, να επικαλεσθεί το ανύπαρκτο της απαίτησης του δανειστή από την επιταγή, μπορεί να αποκαλύψει την αιτιώδη σχέση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, που αποτέλεσε την αιτία έκδοσης της επιταγής, καθώς και το ελάττωμα της αιτιώδους αυτής σχέσης, βαρυνόμενος με την απόδειξή τους, ώστε να αποφύγει την πληρωμή και με βάση τις αρχές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. του ΑΚ, βλ. ΑΠ 651/2011, 1512/2006, ΑΠ 1128/1994). 
Ο ισχυρισμός περί αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ θεμελιώνει κατά κανόνα αγωγή για απόδοση της ωφέλειας, μπορεί όμως να θεμελιώσει και σχετική ένσταση όταν ο πλουτισμός συνίσταται σε απαίτηση που γεννήθηκε από αναιτιώδη δικαιοπραξία. Η εν λόγω ένσταση είναι γνήσια, διότι στηρίζεται στο δικαίωμα του οφειλέτη να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής επικαλούμενος την έλλειψη νόμιμης αιτίας της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η ενοχική υποχρέωση και αυτοτελής, διότι το δικαίωμα επί του οποίου στηρίζεται εκδηλώνεται μόνο υπό μορφή άμυνας προς απόκρουση του δικαιώματος του δανειστή και δεν εξαρτάται από άλλο δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή". (areiospagos.gr)

Σχόλια