ΕΔΔΑ-Απόφαση της 30.6.2015, Peruzzi κατά Ιταλίας (39294/09):
Καταδίκη δικηγόρου σε πρόστιμο για δυσφήμηση δικαστή. Έλεγχος αναλογικότητας
της επέμβασης στην ελευθερία της έκφρασης. Ο προσφεύγων, δικηγόρος, υπέβαλε το
2001 στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αναφορά κατά του δικαστή Χ. Ακολούθως,
συνέταξε και κοινοποίησε σε δικαστές του δικαστηρίου, μία ανοικτή επιστολή,
στην οποία, χωρίς να κατονομάζει ρητά τον Χ, περιέλαβε αυτούσια εκτενή
αποσπάσματα της αναφοράς. Ο Χ, εκτιμώντας ότι ορισμένες από τις εκφράσεις που
χρησιμοποιήθηκαν στην επιστολή προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του, άσκησε
μήνυση για
δυσφήμηση και δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής.
Το πρωτοβάθμιο
ποινικό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε 4 μήνες φυλάκιση για
δυσφήμηση και εξύβριση (με την αιτιολογία ότι παραλήπτης της επιστολής ήταν και
ο ίδιος ο Χ), τον υποχρέωσε δε στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του Χ
(2.000 €) και σε καταβολή εγγύησης (15.000 €) για την εξασφάλιση της χρηματικής
ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οριστικό ύψος της οποίας θα προσδιοριζόταν
από το αστικό δικαστήριο. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Το εφετείο έκρινε ότι δεν
μπορούσε ν’ απαγγελθεί κατά του προσφεύγοντος κατηγορία για το αδίκημα της
εξύβρισης, για το οποίο ο Χ δεν είχε παραπονεθεί στην μήνυσή του και του
επέβαλε για το αδίκημα της δυσφήμησης την προβλεπόμενη, λόγω λευκού ποινικού
μητρώου, ποινή του προστίμου ύψους 400 €, το οποίο λογίσθηκε ως καταβληθέν,
κρίνοντας, κατά τα λοιπά, ομοίως με το πρωτόδικο δικαστήριο για τα κεφάλαια της
δικαστικής δαπάνης και της ηθικής βλάβης. Αναίρεση που άσκησε κατά της απόφασης
του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου απορρίφθηκε.
Το ΕΔΔΑ, επιλαμβανόμενο της
προσφυγής, αφού δέχθηκε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος συνιστά επέμβαση στην
ελευθερία της έκφρασης, που προβλέπεται στο νόμο και αποβλέπει σε θεμιτό σκοπό
(την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων καθώς και του κύρους
και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης) προέβη σε έλεγχο της αναλογικότητας της
επιβληθείσας ποινής. Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι τα κράτη έχουν ευρεία διακριτική
ευχέρεια να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης για την
προστασία των δικαιωμάτων των άλλων, το περιθώριο όμως, αυτό είναι πιο στενό
επί αξιολογικών κρίσεων (σε αντίθεση με τις κρίσεις που αναφέρονται σε
γεγονότα) δεδομένου ότι η απόδειξη της αλήθειας των αξιολογικών κρίσεων είναι
δυσχερής. Στη συνέχεια, παρέθεσε τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στα νομικά
επαγγέλματα (βλ. και απόφαση της 23.4.2015, Morice κ. Γαλλίας (29369/10),
Ολομ.).
Ειδικότερα, υπενθύμισε ότι οι δικηγόροι ως μεσάζοντες μεταξύ διαδίκων
και δικαστηρίων έχουν κεντρικό ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης και ότι: α)
έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται δημοσίως για την απονομή της δικαιοσύνης,
χωρίς να υπερβαίνουν, όμως, κάποια όρια, β) τα σχόλιά τους πρέπει να ερείδονται
σε πραγματικά στοιχεία και γ) θα πρέπει να εξετάζονται εντός του πραγματικού
από το οποίο ανέκυψαν, ώστε να διερευνάται εάν υπήρξαν προϊόν πλάνης, ή εάν
πρόκειται περί αυθαίρετης επίθεσης ή για να διασφαλισθεί ότι οι εκφράσεις που
χρησιμοποιήθηκαν συνδέονται στενά με το πραγματικό της υπόθεσης. Το ΕΔΔΑ
σημείωσε ότι ο Χ, ως εν ενεργεία δικαστής, οφείλει να ανέχεται την έκθεσή του
στο δημόσιο έλεγχο (αν και όχι στον ίδιο βαθμό όπως ένας πολιτικός).
Περαιτέρω,
επεσήμανε ότι η βαρύτητα της επιβληθείσας ποινής είναι στοιχείο που εξετάζεται
κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας της επέμβασης. Στην προκείμενη περίπτωση,
δοθέντος ότι η επιστολή περιείχε αυτούσια εκτενή αποσπάσματα της αναφοράς που ο
προσφεύγων είχε υποβάλει κατά του Χ, στην οποία αναφερόταν και ρητώς, το ΕΔΔΑ
απέρριψε τον ισχυρισμό του, ότι η επιστολή είχε ως αντικείμενο την ιταλική
δικαιοσύνη γενικώς, αλλά, δέχθηκε, αντιθέτως, ότι αφορούσε τον Χ, όπως είχαν
δεχθεί και τα εθνικά δικαστήρια. Στη συνέχεια, συνόψισε τις κατηγορίες κατά του
Χ ως εξής : α) ότι αυτός είχε λάβει άδικες και αυθαίρετες αποφάσεις και β) ότι
ήταν δικαστής «μεροληπτικός» και ότι έσφαλε «επίτηδες με δόλο ή βαριά αμέλεια
και από αδιαφορία». Για τη μεν πρώτη έκρινε ότι συνιστά αξιολογική κρίση που
συναρτάται προς τη φύση και το είδος των δικαστικών αποφάσεων που έλαβε ο Χ,
και, ως τέτοια, δεν συνιστά υπέρβαση των επιτρεπτών ορίων της κριτικής. Η
δεύτερη, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους του Χ περιφρόνηση των δεοντολογικών
υποχρεώσεων, που υπέχει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και, αληθής
υποτιθέμενη, θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει και ποινικό αδίκημα.
Το ΕΔΔΑ
εκτίμησε, επίσης, ότι: α) οι κατηγορίες αυτές δεν διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της
συγκεκριμένης δίκης, β) ότι η επιστολή διανεμήθηκε στο στενό κύκλο των δικαστών
ενός τοπικού δικαστηρίου, και, ως εκ τούτου, ήταν ικανή να βλάψει την τιμή και
την υπόληψη του Χ, γ) ότι ο προσφεύγων δεν ανέμεινε την έκβαση της υπόθεσης που
ανοίχθηκε με την υποβολή της αναφοράς και δ) ότι αν και σε πρώτο βαθμό του
επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας, εν τούτοις, η ποινή αυτή στο δεύτερο
βαθμό αντικαταστάθηκε από την ελαφρύτερη ποινή του προστίμου, το οποίο μάλιστα
λογίσθηκε ως καταβληθέν. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, καθώς και το
γεγονός ότι ο προσφεύγων ουδόλως απέδειξε τους ισχυρισμούς του, το ΕΔΔΑ έκρινε
ότι δεν συντρέχουν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι για να υποκαταστήσει με την κρίση
του την κρίση του εθνικού δικαστηρίου και εκτίμησε ότι η καταδίκη του
προσφεύγοντος για δυσφήμηση καθώς και η ποινή που του επιβλήθηκε δεν ήταν
δυσανάλογες προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, οι δε αποφάσεις των εθνικών
δικαστηρίων ήταν επαρκώς αιτιολογημένες. Επομένως δεν υπήρξε παραβίαση του
άρθρου 10. (ste.gr). Διαβάστε το πλήρες κείμενο της απόφασης (στα γαλλικά) εδώ
Σχόλια