H διάκριση της τρομοκρατίας σε κοινωνική και πολιτική. Ένα επίκαιρο κείμενο του αείμνηστου καθηγητή Ι.Μανωλεδάκη (β' μέρος)

«Νομίζω λοιπόν πως θα πρέπει διακριθεί η τρομοκρατία που έχει ως στόχο την πολιτική ή καθεστωτική γενικά μεταβολή και χρησιμοποιεί, βέβαια, ανάλογα γι’ αυτόν τον στόχο μέσα και πρακτικές σύμφωνα με μόλις ειπώθηκαν (πολιτική τρομοκρατία) από εκείνη που έχει ως κύριο στόχο την κατατρομοκράτηση αόριστου αριθμού ανθρώπων ή χρησιμοποιεί μέσα το οποία εξυπηρετούν αυτόν το στόχο κατά κύριο λόγο (κοινωνική τρομοκρατία. Και να υπαχθεί η πρώτη – η πολιτική τρομοκρατία- στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος με όλες τις νομικές συνέπειες που επιφέρει ο χαρακτηρισμός αυτός, ενώ η δεύτερη – η κοινωνική τρομοκρατία – να συνιστά
επιβαρυντική περίπτωση στο πλαίσιο, πάντως, του υπάρχοντος ποινικού δικαίου για το αντίστοιχο έγκλημα.
Για την αντιμετώπιση της κοινωνικής και πολιτικής τρομοκρατίας – πέρα από το επαρκές σήμερα ποινικό οπλοστάσιο- θα πρέπει να ενισχυθεί το πρότυπο του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου τόσο σε εθνικό, για κάθε επιμέρους κράτος, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα των μειονοτήτων και να οικοδομηθεί, επιτελούς, μια πραγματική (παγκόσμια) δικαιοσύνη και όχι απλώς κατ’ όνομα, όπως η σημερινή διεθνής «δικαιοσύνη» σκοπιμότητας, που ουσιαστικά κατευθύνεται από την παγκόσμια υπερδύναμη. Θα υιοθετήσω εδώ τις συμπερασματικές παρατηρήσεις της Ελληνίδας συναδέλφου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Εισηγήτριας στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κ.Καλλιόπης Κούφα, όπως διατυπώνονται στη σχετική έκθεσή της με θέμα «Τρομοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα»: «Ένα προφανές βήμα για την αποδυνάμωση της τρομοκρατίας αποτελεί η πλήρης αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η υιοθέτηση στην πράξη γνήσιων δημοκρατικών διαδικασιών σ’ όλον τον κόσμο, μεταξύ κρατών και σε καθένα κράτος». Όσο επιμένουμε στη δικαιοσύνη των ισχυρών, στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική καταπίεση των αδυνάτων, στη διεύρυνση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ ατόμων, πληθυσμών και λαών, η τρομοκρατία όχι μόνο δεν πρόκειται να εξαλειφθεί όσα μέτρα ποινικής καταστολής κι αν ληφθούν εναντίον της, αλλά θα ενισχύεται – όπως συμβαίνει στις μέρες μας παρά τις πολυάριθμες συμβάσεις σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο για την καταπολέμησή της- και το χειρότερο, θα μετατρέπεται από πολιτική σε κοινωνική τρομοκρατία. Αυτό θα συμβαίνει γιατί η ισχυρή φύλαξη των ανθρώπων της πολιτικής εξουσίας με τα σύγχρονα υψηλής τεχνολογίας μέσα, αλλά και το απρόσωπο της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής εξουσίας, καθιστούν την προσβολή τους εξαιρετικά δυσχερή. Αυτή η αδυναμία μετατρέπεται σε μίσος για τους ανθρώπους που μπορούν να απολαμβάνουν, ως συντριπτική προνομιούχος μειονότητα, τα αγαθά της ευημερίας στα οικονομικώς προηγμένα κράτη. Εύκολα στο πρόσωπο του ανώνυμου ατόμου και του αόριστου αριθμού ανύποπτων και άσχετων με την εξουσία ανθρώπων συμβολίζεται ο πολιτικός, οικονομικός και κοινωνικός εχθρός και ο επιλεγμένος ως τώρα πολιτικός στόχος αντικαθίσταται με το τυφλό κοινωνικό χτύπημα. Η μετάβαση από την πολιτική στην κοινωνική τρομοκρατία αποτελεί τότε γεγονός.
Την εξέλιξη αυτή εκμεταλλεύεται η διεθνής οικονομική και πολιτική εξουσία και, αντί να αλλάξει πολιτική, χρησιμοποιεί τον μπαμπούλα της κοινωνικής πια τρομοκρατίας για να ενισχύσει ακριβώς την εξουσία της. Αντιστρέφει, λοιπόν, τη λογική των πραγμάτων «δείχνοντας» ως υπεύθυνο της περιστολής των ατομικών ελευθεριών την τρομοκρατία (ΕΕΚ 2001:Προοίμιο 1). Ωστόσο, ο πολίτης της σύγχρονης δημοκρατίας έχει συνάψει το «κοινωνικό συμβόλαιο» όχι με τους τρομοκράτες αλλά με την πολιτική εξουσία. Αυτή είναι υπόλογη απέναντί του για τη διατήρηση και της ασφάλειάς του, αλλά και της ελευθερίας του. Και οφείλει να βρει τη χρυσή τομή και όχι να ενισχύει την κυριαρχία της, επωφελούμενη από τη δράση της τρομοκρατίας και να συρρικνώνει τις ατομικές ελευθερίες με πρόφαση την ασφάλεια αλλά και την προστασία του πολιτισμού μας.
Όπως ειπώθηκε από την αρχή, με το Ν.2928/2001 για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος (και της τρομοκρατίας) η ποινική καταστολή  έφθασε στα έσχατα θεσμικά της όρια στη χώρα μας, ενόψει του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο πλαίσιο της «Ευρωπαϊκής Δημόσιας Τάξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», του πιο μεγάλου, ίσως, επιτεύγματος του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Μια περαιτέρω σκλήρυνση της ποινικής καταστολής, με τη διεύρυνση του αξιοποίνου σε πρώιμα στάδια ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε προπαρασκευαστικές πράξεις προσβολών, με την ένταση και διεύρυνση των ανακριτικών μεθόδων σε πρόσωπα που δεν  έχουν αποκτήσει ακόμα την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αλλά θεωρούνται απλώς ύποπτοι, με την επέκταση της αστυνομικής διείσδυσης και των ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων, με την εξουδετέρωση στην πράξη του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, καθώς μεγάλο μέρος των μέτρων καταστολής θα επιβάλλεται πριν από την έκδοση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, με τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, με την στέρηση του φυσικού εθνικού δικαστή και της εθνικής εγγυητικής ποινικής προστασίας ενόψει μιας πλασματικής έννοιας ευρωπαϊκής ιθαγένειας, που δεν ανταποκρίνεται σε αντίστοιχη, δημοκρατικά νομιμοποιημένη κρατική οντότητα, θα οδηγούσε ευθέως σε πλήρη αλλοίωση του νομικού μας πολιτισμού. Μια τέτοια εξέλιξη, χωρίς να λύνει- όπως στην αρχή τονίστηκε – το πρόβλημα της τρομοκρατίας, θα ενδυνάμωνε απλώς την κρατική και την ευρωπαϊκή εξουσία για χάρη της οικονομικής τάξης πραγμάτων, τα συμφέροντα της οποίας φαίνεται να διαχειρίζονται οι εξουσίες αυτές στην ιστορική φάση που διανύουμε σήμερα στην Ευρώπη.
Οι λαοί μας θα πρέπει να απαλλαγούν από το «σύνδρομο της ανασφάλειας» που τους οδηγεί σε πανικό και στην άκριτη αποδοχή των μέτρων στέρησης της ελευθερίας που τους επιβάλλονται. Οι θεωρητικοί του δικαίου ας αποκτήσουν επιτέλους συνείδηση της αποστολής τους ως θεράποντες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας κι ας πάψουν να θεραπεύουν άκριτα τις επιλογές της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, επιδιώκοντας το ατομικό τους συμφέρον και βραχυπρόθεσμα οφέλη. Και οι δικαστές; Σ’ αυτούς εναποτίθενται οι τελευταίες ελπίδες να εφαρμόσουν τουλάχιστον τη σκληρή αντιτρομοκρατική νομοθεσία στους πραγματικούς τρομοκράτες και όχι στους δυναμικούς αντιπάλους απλώς της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Και να μην απαρνηθούν «το νομικό πολιτισμό μας και το δημοκρατικό μας πολίτευμα, όπου κυρίαρχος παραμένει ο άνθρωπος» (Κρουσταλλάκης 2001,369επ, 373, Αργυρόπουλος 2000). Διαφορετικά θα έχει επιτευχθεί στον ευρωπαϊκό χώρο, με τη συμβολή των ίδιων των θεσμικών του οργάνων, αυτό που θα επιδίωκε σε βάρος μας ο χειρότερος τρομοκράτης (Γρίβας 2001: 166,167)».
Διαβάστε το α'μέρος "Eίναι τα εγκλήματα τρομοκρατίας πολιτικά εγκλήματα;" εδώ
[Ιωάννης Μανωλεδάκης «Ασφάλεια Κράτους ή Ελευθερία» σε «Τρομοκρατία και Δικαιώματα» των Αντώνη Μανιτάκη, Ανδρέα Τάκη, εκδόσεις Σαββάλας, 2004]
* O Ιωάννης Μανωλεδάκης (1937- 26 Ιουνίου 2011) ήταν Έλληνας νομικός, εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποινικολόγων, ομότιμος καθηγητής Ποινικού δικαίου του ΑΠΘ και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Σχόλια