Oι τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το νόμο 4356/2015

Με το νόμο 4356/2015 (ΦΕΚ Α 181/24-12-2015) «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις» επέρχονται τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα τροποποιούνται τα άρθρα 59 (προδικαστικά ποινικά ζητήματα στην ποινική δίκη), 113 (δικαστήριο Ανηλίκων), 177 (αρχή της ηθικής απόδειξης), 279 (προσαγωγή του κατηγορουμένου), 340 (προσωπική εμφάνιση του κατηγορούμενου), 478 (έφεση- πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο) και 497 (ανασταλτική δύναμη της έφεσης). Τέλος, η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 578 (καταστροφή δελτίων ποινικού μητρώου) καταργείται.
Οι τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα που προβλέπονται στα άρθρα 30 έως 36 και 65 του νόμου 4356/2015 έχουν ως εξής:
Άρθρο 30
Η παρ. 2 του άρθρου 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 225 παράγραφοι 1 περίπτωση α΄ και 2 εδάφιο α΄, 229, 362, 363 και 364 ΠΚ, αν για το γεγονός για το οποίο δόθηκε όρκος ή η χωρίς όρκο κατάθεση ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 31, 43 παρ. 1 εδάφιο β΄), αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών.»
Άρθρο 31
Το άρθρο 113 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 113 Δικαστήριο Ανηλίκων 1. Τα Δικαστήρια ανηλίκων δικάζουν τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους και επιβάλλουν τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, που ορίζονται από τον Ποινικό Κώδικα ή τις ποινές, κατά τις παρακάτω διακρίσεις: Α. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει: α) τις πράξεις που τελούνται από ανηλίκους εκτός από εκείνες που δικάζονται από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, β) τα πταίσματα που τελούνται από ανηλίκους στην έδρα του πρωτοδικείου και γ) τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου για ανηλίκους. Β. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανήλικους, για τις οποίες, αν τελούνταν από ενήλικα, απειλείται ισόβια κάθειρξη, καθώς και τις πράξεις του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον τελούνται σε βάρος προσώπου νεωτέρου από δεκαπέντε (15) ετών. Γ. Το εφετείο ανηλίκων δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και τριμελών δικαστηρίων ανηλίκων που λειτουργούν στα πλημμελειοδικεία. 2. Το άρθρο 119 εφαρμόζεται αναλόγως στις περιπτώσεις των εδαφίων Α΄ και Β΄ της προηγούμενης παραγράφου.»
Άρθρο 32
Η παρ. 1 του άρθρου 279 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ο συλλαμβανόμενος επ’ αυτοφώρω ή με ένταλμα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από τη σύλληψή του και, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του. Αν πρόκειται για κακούργημα ή αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα του ανακριτή, ο εισαγγελέας παραπέμπει στον ανακριτή εκείνον που έχει συλληφθεί και αν πρόκειται για πλημμέλημα, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43,47, 246 παρ. 3 και 417 κ.ε.. Ειδικά σε περίπτωση σύλληψης επ’ αυτοφώρω για πλημμέλημα, ο ανακριτικός υπάλληλος εντός δώδεκα (12) ωρών ειδοποιεί με το ταχύτερο μέσο τον εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του δράστη, να δώσει εντολή να αφεθεί αυτός ελεύθερος και να μην εφαρμοστεί η προβλεπόμενη για τα αυτόφωρα εγκλήματα διαδικασία του άρθρου 418 παρ. 1 εδάφιο α΄ και 2. Στην περίπτωση αυτή ο ανακριτικός υπάλληλος υποβάλλει στον εισαγγελέα χωρίς χρονοτριβή όλες τις εκθέσεις που συντάχθηκαν για τη συγκεκριμένη υπόθεση.»
Άρθρο 33
Το άρθρο 340 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 340 1. Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση· μπορεί επίσης να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Στα κακουργήματα ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο σε όσους κατηγορούμενους δεν έχουν από πίνακα που καταρτίζει τον Ιανουάριο κάθε έτους το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δικαστής ανηλίκων, όταν ο ανήλικος κατηγορείται για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Για το σκοπό αυτόν κατά την έναρξη της συνεδρίασης ο πρόεδρος του δικαστηρίου διακριβώνει για το σύνολο των υποθέσεων, εάν οι κατηγορούμενοι στερούνται συνηγόρου υπεράσπισης. Οι υποθέσεις στις οποίες διορίζεται συνήγορος κατά τα παραπάνω, εκδικάζονται υποχρεωτικά σε συνεδρίαση μετά από διακοπή, προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα ο διορισθείς συνήγορος. Η δικάσιμος μετά από τη διακοπή αυτή δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες. Ο συνήγορος μπορεί να διορίζεται και πριν από τη συνεδρίαση, αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, ακόμα και με απλή επιστολή προς τον εισαγγελέα. Αν κρατείται στις φυλακές, το αίτημά του διαβιβάζεται από τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης. Ο εισαγγελέας διορίζει συνήγορο από τον πίνακα και θέτει στη διάθεσή του τη δικογραφία. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί την υπεράσπισή του από το διορισμένο συνήγορο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει σε αυτόν άλλο συνήγορο από τον ίδιο πίνακα. Σε περίπτωση νέας άρνησης του κατηγορουμένου, το δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υπόθεσης του κακουργήματος χωρίς διορισμό συνηγόρου. Σε δίκες για κακούργημα, οι οποίες λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να έχουν μακρά διάρκεια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει με την ίδια διαδικασία στον κατηγορούμενο που δεν έχει συνήγορο δύο (2) ή τρεις (3) συνηγόρους από τον ίδιο πίνακα. Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί την υπεράσπισή του από το συνήγορο ή τους συνηγόρους που διορίστηκαν από τον πρόεδρο, μπορεί όμως με αιτιολογημένη αίτησή του να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκληση του διορισμού ενός (1) μόνο συνηγόρου, οπότε η υπεράσπιση συνεχίζεται από τους λοιπούς, εφόσον είχαν διοριστεί περισσότεροι από ένας.
 Άρθρο 34
Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 478 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται επίσης στον ανήλικο κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για έγκλημα που, αν το τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα, για το οποίο επιβάλλεται η ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης ανηλίκων, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα, και μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.»
Άρθρο 35
Η παρ. 4 του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση.»
 Άρθρο 36
Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 578 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργείται.
Άρθρο 65
1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 17Α παρ. 8 εδάφιο α΄ του ν. 2523/1997 και του άρθρου 2 παρ. 5 εδάφιο α΄ του ν. 4022/2011. 2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.

Αιτιολογική Έκθεση για τις Τροποποιήσεις στον ΚΠΔ με το ν.4356/2015:
Η υπαγωγή, µε το άρθρο 30 του σχεδίου νόµου, και των αναφερόµενων στο άρθρο 225 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ και 2 εδάφιο α΄ του ΠΚ πράξεων στην προβλεπόµενη στο άρθρο 59 παράγραφος 2 του ΚΠΔ διαδικασία κατά την περίπτωση που ασκήθηκε ποινική δίωξη για το γεγονός για το οποίο δόθηκε η χωρίς όρκο κατάθεση ή έγινε η ψευδής αναφορά στην αρχή είναι επιβεβληµένη για τους ίδιους λόγους που οδήγησαν στη θέσπισή της για τα αδικήµατα της ψευδορκίας και της ψευδούς καταµήνυσης, ιδίως για τον περιορισµό των υποθέσεων που εκκρεµούν προς εκδίκαση όταν εξαρτώνται άµεσα από άλλη πράξη. Συγκεκριµένα, θα εξαλείψει το φαινόµενο να αναστέλλεται υποχρεωτικά µε πράξη του εισαγγελέα πληµµελειοδικών η ποινική διαδικασία για τις πράξεις της ψευδούς καταµήνυσης και της ψευδορκίας µάρτυρα και, για την ίδια δικογραφία, να πρέπει να ερευνηθεί εάν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ή µη ποινικής δίωξης για την πράξη της ψευδούς χωρίς όρκο κατάθεσης που έχει δοθεί από τον εγκαλούντα, ο οποίος έ- χει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και για το λόγο αυτό εξετάζεται χωρίς όρκο. Καλύπτει τις περιπτώσεις της χωρίς όρκο κατάθεσης µάρτυρα, κατά τους ορισµούς του άρθρου 221 Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αλλά και της αναφοράς σε κάθε άλλη αρχή. Για την ταυτότητα του νοµικού λόγου, υπάγεται στη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 59 παράγραφος 2 του ΚΠΔ και το άρθρο 364 ΠΚ, δεδοµένου ότι ήδη υπάγονται σε αυτή τα αδικήµατα της απλής και συκοφαντικής δυσφήµησης φυσικού προσώπου (άρθρα 362, 363 ΠΚ) και όχι εκείνο της δυσφήµησης (απλής ή συκοφαντικής) ανώνυµης εταιρείας.
Η τροποποίηση του άρθρου 113 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, µε το άρθρο 31 του σχεδίου νόµου, είναι µερική και κρίνεται αναγκαία προκειµένου να εναρµονιστούν οι δικονοµικές διατάξεις του δικαίου των ανηλίκων µε τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου των ανηλίκων, όπως διαµορφώθηκαν µε πρόσφατες τροποποιήσεις και µε την παρούσα. Ειδικότερα, καθορίζεται ότι η εκδίκαση των αξιόποινων πράξεων που τελούνται από ανηλίκους ανήκει στο µονοµελές δικαστήριο ανηλίκων, εκτός από τις πράξεις που αν τελούνταν από ενήλικα, θα απειλούνταν µε ισόβια κάθειρξη, καθώς και τις πράξεις του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα εφόσον τελούνται σε βάρος προσώπου νεότερου από δεκαπέντε (15) ετών, που δικάζονται από το τριµελές δικαστήριο ανηλίκων. Τέλος, καθορίζεται ότι, ανεξάρτητα από το αν ο δράστης έχει συµπληρώσει τα 15 έτη της ηλικίας του, όπως προ- βλεπόταν από την προϊσχύουσα διάταξη που καθόριζε την αρµοδιότητα του Μονοµελούς δικαστηρίου ανηλίκων, τα αναµορφωτικά και θεραπευτικά µέτρα που προ- βλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα επιβάλλονται είτε από το Μονοµελές είτε από το Τριµελές Δικαστήριο Ανηλίκων που εκδικάζουν τη σχετική πράξη.
Με την προτεινόµενη ρύθµιση του άρθρου 32 του σχεδίου νόµου παρέχεται ρητά η δυνατότητα στον αρµόδιο εισαγγελέα, αφού ενηµερωθεί έστω και τηλεφωνικά από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, να κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή του επ’ αυτοφώρω συλλαµβανόµενου για πληµµέληµα δράστη ενώπιόν του και να αποφασίσει αυτός να αφεθεί ελεύθερος και να µην κρατηθεί. Η δυνατότητα αυτή αναγνωρίζεται στον εισαγγελέα µε την πρόβλεψη του άρθρου 417 ΚΠΔ («εκτός αν ο Εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να µην εφαρµοστεί αυτή η διαδικασία»), ρύθµιση µε την οποία καταλείπεται στην κρίση του η εφαρµογή ή µη της επί των επ’ αυτοφώρω καταλαµβανόµενων πληµµεληµάτων συνοπτικής διαδικασίας. Η διάταξη του άρθρου 279 ΚΠΔ εξειδικεύει τη διατυπωµένη στο άρθρο 6 του Συντάγµατος βούληση του συνταγµατικού νοµοθέτη για κατοχύρωση της προσωπικής ελευθερίας του ατόµου. Κυρίαρχο πεδίο ρύθµισης της εν λόγω διάταξης του ΚΠΔ αποτελεί συνεπώς η τήρηση των προθεσµιών για την προσαγωγή του κατηγορουµένου. Γι’ αυτό άλλωστε προστίθεται η υποχρέωση των προανακριτικών υπαλλήλων να ενηµερώσουν τον εισαγγελέα εντός διαστήµατος 12 ωρών, ώστε να µην προκύψουν περιπτώσεις καταστρατηγήσεων της διάταξης, από ενδεχόµενη καθυστέρηση χρήσης της εν λόγω δυνατότητας που παρέχεται µε αυτή, οπότε και θα εξανεµιζόταν το νόηµα της εν λόγω ρύθµισης.
Με τη ρύθµιση του άρθρου 33 του σχεδίου νόµου προστίθενται στο άρθρο 340 παρ. 1 του ΚΠΔ προβλέψεις διευκόλυνσης του διορισµού συνηγόρων από το δικαστήριο σε όσους κατηγορούµενους δεν έχουν µε επιλογή από τους οικείους πίνακες που συντάσσουν οι δικηγορικοί σύλλογοι, καθώς και ενδυνάµωσης της υπερασπιστικής προσπάθειας, αφού υποχρεωτικά η εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης θα γίνεται, µε σκοπό την προετοιµασία σχετικά, µετά από διακοπή έως και 30 ηµέρες. Άλλωστε, αναµένεται µε τη διαδικασία διορισµού συνηγόρου κατά τα ανωτέρω ήδη από την αρχή της συνεδρίασης –ακόµη και αν αυτό για διάφορους λόγους µπορεί να είναι µερικά δυνατό- να εξοικονοµείται χρόνος και να προσδιορίζεται έγκαιρα ποιες υποθέσεις θα εκδικαστούν µετά τη διακοπή και ποιες πριν, ώστε να µην ταλαιπωρούνται οι παράγοντες της δίκης και οι πολίτες που σχετίζονται µε αυτή.
Με το άρθρο 34 του σχεδίου νόµου η διάταξη του άρθρου 478 ΚΠΔ προσαρµόζεται στην αλλαγή της ρύθµισης του άρθρου 127 παρ. 1 του Π.Κ., ώστε το δικαίωµα άσκησης έφεσης κατά βουλεύµατος να επεκταθεί και στη νέα περίπτωση επιβολής περιορισµού σε Ειδικό Κατάστηµα Κράτησης Νέων.
Με την νοµοθετική παρέµβαση του άρθρου 35 επεκτείνεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να κρίνει ότι η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσµα και στις περιπτώσεις που επιβάλλεται περιορισµός σε ειδικό κατάστηµα κράτησης νέων. Μεταξύ των άλλων κριτηρίων του άρθρου 8 που θα πρέπει να εκτιµώνται σχετικά προστίθεται ως ξεχωριστό κριτήριο η πρωταρχικότητα του σεβασµού του συµφέροντος του ανηλίκου, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2101/1992, σύµφωνα µε το οποίο: «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαµβάνονται από δηµόσιους ή ιδιωτικούς οργανισµούς κοινωνικήςπροστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νοµοθετικά όργανα, πρέπει να λαµβάνεται πρωτίστως υπόψη το συµφέρον του παιδιού». Με τη χρήση του όρου αυτού επιδιώκεται, άλλωστε, η σχετική κρίση να προσδένεται σε αξιολογήσεις υπέρ του ανηλίκου που εξάγονται από το λοιπό κανονιστικό πλαίσιο προστασίας του, ιδίως σε αναφορά προς την αποτελεσµατική εξυπηρέτηση των στοχεύσεων που επιδιώκονται µε τις ρυθµίσεις των άρθρων 37 περιπτώσεις β΄ και δ΄ και 40 παρ. 2 περιπτώσεις β΄ ι΄ και ν΄ του ίδιου ως άνω νόµου.
 Άλλωστε, µε το άρθρο 36 καταργείται η πρόβλεψη για την καταστροφή ποινικών µητρώων ανηλίκων στους οποίους έχει επιβληθεί περιορισµός σε ειδικό κατάστηµα κράτησης ανηλίκων µε τη συµπλήρωση των 18 ετών της ηλικίας τους, για να µη δηµιουργείται σύγχυση µε τη ρύθµιση του ίδιου άρθρου περίπτωση ε΄ που καλύπτει επίσης το σχετικό ζήτηµα.
Δείτε εδώ τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα με το ν.4356/2015
[legalnews24.gr]

Σχόλια