Πριν καταργηθεί με το νόμο 4335/2015 (άρθρο
δεύτερο του άρθρου 1) το άρθρο 270 (παρ. 2) του ΚΠολΔ όριζε ότι «το
δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου,
σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να
λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους
όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394».
Όπως σημειώνεται στην
αιτιολογική έκθεση του νόμου 4335/15 «η νόθευση αυτή που πραγματοποιείται στο
δεύτερο εδάφιο της παραπάνω διάταξης στο σύστημα της
αυστηρής απόδειξης που
καθιερώνει το πρώτο εδάφιο, με την πρόβλεψη της «συμπληρωματικότητας»
ερμηνεύθηκε από τη θεωρία ποικιλοτρόπως. Κατά μια άποψη λαμβάνονται υπόψη μόνο
τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 και αν ο δικαστής δεν σχηματίσει πλήρη
δικανική πεποίθηση από αυτά, τότε και τα μη πληρούντα. Κατά μια άλλη άποψη
κρατούσα και στη νομολογία λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά και παράλληλα με τα επώνυμα
αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339.
Η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή τάχθηκε υπέρ της
δεύτερης από τις ανωτέρω θέσεις, η οποία δέχεται πληρούντα και μη πληρούντα
αποδεικτικά μέσα σωρευτικά. Έτσι στο άρθρο 340 προστίθεται η παράγραφος 1 στην
οποία επαναδιατυπώνεται η παράγραφος 2 του παλαιού άρθρου 270, ώστε να μην
δημιουργούνται προβλήματα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της. Το δικαστήριο
λαμβάνει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου και
αξιολογεί αυτά κατά την αποδεικτική δύναμη που έχει το καθένα σύμφωνα με τον
νόμο. Λαμβάνει όμως υπόψη του σωρευτικά και παράλληλα και αποδεικτικά μέσα που
δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με τις εξαιρέσεις που ισχύουν για το μη
επιτρεπτό της εμμάρτυρης απόδειξης, τα οποία και εκτιμά ελεύθερα».
Η νέα διατύπωση του άρθρου 340 ΚΠολΔ, όπως σήμερα ισχύει, έχει
ως εξής:
1. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394.
2. Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθηση του.
Δείτε τις αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά το ν.4335/2015 στη στήλη Νέος ΚΠολΔ
1. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394.
2. Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθηση του.
Δείτε τις αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά το ν.4335/2015 στη στήλη Νέος ΚΠολΔ
Σχόλια