"Πόλεμος" Εισαγγελέων - Υπουργείου Δικαιοσύνης για τα παράνομα αποδεικτικά μέσα στις ποινικές υποθέσεις
Απάντηση στην ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων (βλ.σχετ. εδώ) έδωσε
το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με το θέμα της διάταξης του ΚΠΔ που επιτρέπει
την χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων σε συγκεκριμένες ποινικές υποθέσεις.
Ειδικότερα ο Ν. Παρασκευόπουλος, Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρώπινων Δικαιωμάτων αναφέρει στην ανακοίνωσή του: «Σύμβολο της δικαιοσύνης
είναι η ζυγαριά. Οι περισσότερες από τις κρίσεις της, αν όχι όλες, προϋποθέτουν
σταθμίσεις συμφερόντων, αγαθών, αξιών. Στο επίκαιρο θέμα πρέπει να σταθμιστούν
συνταγματικά κατοχυρωμένες αξίες: από τη μια το απόρρητο και την προστασία
προσωπικών
δεδομένων, από την άλλη το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και
ακροάσεως που ενέχει και το δικαίωμα του πολίτη να μπορεί να αποδεικνύει το
δίκιο του. Ο ποινικός έλεγχος μιας μεγάλης εκτάσεως φοροδιαφυγής προφανώς και
βαραίνει ως αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης, επειδή εξυπηρετεί τόσο το κοινωνικό
όσο και το δημόσιο- δημοσιονομικό συμφέρον και μάλιστα σε μια εποχή όπου τα
δημόσια οικονομικά δοκιμάζονται. Θυμίζω ότι οι κατάλογοι στοιχείων (λίστες)
αφορούν αφενός χιλιάδες αναφερόμενους πολίτες, αφετέρου το σύνολο των
φορολογουμένων πολιτών και το επίπεδο της διαβίωσής τους.Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος 4356/2015 θεσπίζει συγκεκριμένα κριτήρια, που εγγυώνται την οφειλόμενη συνταγματική στάθμιση: κατά το νόμο το αποδεικτικό μέσον για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη θα πρέπει να ήταν το μοναδικό, να μην αποκτήθηκε κατά τρόπο προσβλητικό της αξιοπρέπειας, ενώ και το έννομο όφελος από τη χρήση του να είναι αναλογικά υπέρτερο.
Ο νόμος 4356/2015 επομένως ούτε αστοχεί, ούτε προκρίνει, ούτε αντιβαίνει στο Σύνταγμα. Καλεί τη δικαιοσύνη να εκτελέσει την αποστολή της ζυγίζοντας ακριβώς τις συνταγματικές αξίες. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι η Ένωση Εισαγγελέων με την ανακοίνωσή της φαίνεται να τοποθετεί τη συνταγματική αξία της δικαστικής προστασίας σε δεύτερη μοίρα».
Ο Δ. Παπαγγελόπουλος, Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης
Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων αναφέρει τα εξής: «Δεν μπορούσα ποτέ να
φανταστώ πως υπάρχει Έλληνας Εισαγγελέας, που θα προτιμούσε να μειώνονται
δραστικά μισθοί και συντάξεις και ο ελληνικός λαός να πληρώνει δυσβάσταχτους
φόρους, αντί να πληρώνουν τους φόρους τους οι φοροφυγάδες και τις νόμιμες
υποχρεώσεις τους οι διαπλεκόμενοι και οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος.
Επίσης, αναρωτιέμαι αν η ανακοίνωση που υπογράφουν οι κκ Τζαβέλας και Ζημιανίτης, αναφέρεται σε συγκεκριμένη υπόθεση και ποια είναι αυτή. Προς το παρόν…αυτά».
Επίσης, αναρωτιέμαι αν η ανακοίνωση που υπογράφουν οι κκ Τζαβέλας και Ζημιανίτης, αναφέρεται σε συγκεκριμένη υπόθεση και ποια είναι αυτή. Προς το παρόν…αυτά».
Με δήλωσή τους ο πρόεδρος και ο γενικός γραμματέας της
Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Κωνσταντίνος Τζαβέλλας και Δημήτρης Ζημιανίτης σε
απάντηση των ισχυρισμών του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναφέρουν: «Α) Ουδέποτε,
είτε προσωπικά, είτε μέσω της από 4.1.2016 ανακοίνωσης του Διοικητικού
Συμβουλίου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος δηλώσαμε, άμεσα ή έμμεσα, ότι
προκρίνουμε τη δραστική μείωση μισθών και συντάξεων και την επιβάρυνση του
ελληνικού λαού με αβάσταχτους φόρους, έναντι της πληρωμής των φόρων εκ μέρους
φοροφυγάδων και της εκπλήρωσης των νομίμων υποχρεώσεων εκ μέρους των
διαπλεκομένων και των κλεπτών του δημοσίου χρήματος, όπως εσφαλμένα μας αποδίδεται.
Αντίθετα, με την επίμαχη ανακοίνωση δηλώσαμε ρητά την
προσήλωσή μας, ως Ελλήνων Εισαγγελέων, στο στόχο της καταπολέμησης της
φοροδιαφυγής και της διαφθοράς -όπως και όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων-, πλην
όμως πάντοτε εντός των πλαισίων και ορισμών του Συντάγματος και με όρους που
προϋποθέτουν νομοτεχνική και δογματική συνέπεια.
Β) Η από 4.1.2016 ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου της
Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος -η οποία υπογράφεται από εμάς, υπό τις ιδιότητές μας
ως προέδρου και γενικού γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης
Εισαγγελέων Ελλάδος, αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του καταστατικού της
και, επομένως, όχι προσωπικά- αναφέρεται σε όλες τις εκκρεμείς και υπό
διερεύνηση υποθέσεις φοροδιαφυγής ή διαφθοράς, στις οποίες θα μπορούσε να γίνει
χρήση μη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις
του άρθρου 65 Ν. 4356/2015».
Σχόλια