Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου επί ενδικοφανούς προσφυγής σε δευτεροβάθμιο όργανο
ΣτΕ 236/2016: Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου, όταν
δευτεροβάθμιο όργανο κρίνει επί ενδικοφανούς προσφυγής του διοικουμένου, δεν
δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του, εκτός εάν υπάρχει ρητή αντίθετη
ρύθμιση (ΣτΕ 4202/1986, 2340/1987). Συνεπώς, όταν η δευτεροβάθμια
υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. κατά
αποφάσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (προσφυγή)
οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 2182/2015 7μ.),
δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει
ρητή αντίθετη ρύθμιση στη
νομοθεσία του ως άνω Ιδρύματος, ούτε προκύπτει από τη
νομοθεσία αυτή η δυνατότητα της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να
καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου, ενόψει, άλλωστε,
και του ότι προβλέπεται πάντως η δυνατότητα του ασφαλιστικού αυτού οργανισμού
(Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) να ασκήσει προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας
υγειονομικής επιτροπής, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ιατρικής
αναπηρίας του ασφαλισμένου (ΣτΕ 4202/1986). Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας,η
φύση της γνωματεύσεως των υγειονομικών επιτροπών επί ιατρικής φύσεως θεμάτων
είναι αμιγώς επιστημονική, γεγονός που δικαιολογεί τη δυνατότητα της
δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να καταστήσει χειρότερη τη θέση του
ασφαλισμένου ο οποίος προσφεύγει ενώπιον της. Σε περίπτωση, όμως, μεγάλης
αποκλίσεως από τη γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, ως προς
το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης, η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή
οφείλει να αιτιολογεί ειδικά την κρίση της με την οποία καθιστά χειρότερη τη
θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου (πρβλ. ΣτΕ 18/2001, 2006/2007).
Παραπέμπει στην 7μ. (ddikastes.gr). Δείτε την απόφαση και εκτενή σχολιασμό της Ε.Πρεβεδούρου
στο prevedourou.gr
Σχόλια