Πότε αποκτά νομική υπόσταση η δικαστική απόφαση. Τί ισχύει όταν διαφέρει το δημοσιευμένο σχέδιο από το καθαρογραμμένο πρωτότυπο
Απόφαση 481 / 2015 Αρείου Πάγου (πολ.)
Περίληψη: Η δικαστική απόφαση αποκτά νομική υπόσταση από τον χρόνο
δημοσίευσης του σχεδίου και όχι από την καθαρογραφή της. Με τη θεώρηση του
πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το
αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει
μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο. Όταν υπάρχει διαφορά ή αντίθεση
μεταξύ του
δημοσιευμένου σχεδίου και του καθαρογραμμένου πρωτοτύπου, υπερισχύει
το δημοσιευμένο σχέδιο, το οποίο είναι δεκτικό προσβολής με ένδικα μέσα.
«Από τις διατάξεις των άρθρων 300, 304 (όπως αυτό ίσχυε πριν
από την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 του ν. 4055/2012) και 305 ΚΠολΔ
συνάγεται ότι η δημοσίευση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση από το σχέδιο που
συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση ή, σε
περίπτωση πολυμελούς δικαστηρίου, από το σχέδιο που συντάσσει ο εισηγητής,
χρονολογεί ο πρόεδρος και υπογράφουν αυτός και ο εισηγητής, επιφέρει την
τελείωσή της, που συνεπάγεται τις έννομες συνέπειες της ύπαρξης της απόφασης.
Η
καθαρογραφή της απόφασης από το σχέδιο και η υπογραφή του πρωτοτύπου από τον
διευθύνοντα τη συζήτηση και τον γραμματέα κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ έχει
προβλεφθεί για να διευκολύνεται η αναγνωρισιμότητα, η αναπαραγωγή και η ασφαλής
κυκλοφορία αυτής, ενόψει του ότι με το πρωτότυπο όλα τα στοιχεία που συγκροτούν
την απόφαση εμφανίζονται ενιαίως υπό ομοιόμορφο τύπο, και όχι για να αποκτήσει
νομική υπόσταση η απόφαση αυτή, η οποία θεωρείται συντελεσμένη με τη δημοσίευση
του πιο πάνω σχεδίου. Το πρωτότυπο, το οποίο αναπτύσσει το λειτουργικό του ρόλο
για την εξυπηρέτηση κατ' εξοχήν των αναγκών της αναγκαστικής εκτέλεσης και την
επέλευση άλλων προβλεπόμενων έννομων συνεπειών, συνδεόμενων αρρήκτως με την
ύπαρξή του, δεν αυτονομείται από τη δημοσιευθείσα από το σχέδιο απόφαση, ώστε
να είναι σε θέση να ανατρέψει ή να αλλοιώσει την τελευταία.
Με τη θεώρηση,
άλλωστε, του πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του σύμφωνα με τις
προβλέψεις του άρθρου 306 ΚΠολΔ, οπότε και συντελείται η δημιουργία του,
βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου
σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο. Με
την έννοια αυτή ο σύνδεσμος του πρωτοτύπου με το δημοσιευμένη από το σχέδιο
απόφαση, στην οποία αποτυπώνονται στη γνήσια μορφή τους το αιτιολογικό και το
διατακτικό της απόφασης κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης, δηλαδή κατά τον
κρίσιμο χρόνο της εξωτερίκευσης για πρώτη φορά της δικαστικής κρίσης, με την
οποία (δημοσίευση) και αποκτά η απόφαση τη νομική της υπόσταση, δεν αποκόπτεται
με την υπογραφή του πρωτοτύπου κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ. Έτσι, αν υφίσταται
διαφορά και πολύ περισσότερο αντίθεση μεταξύ του πρωτοτύπου και του
δημοσιευμένου σχεδίου υπερισχύει το τελευταίο, στο οποίο αποτυπώνεται στη
γνήσια μορφή της η απόφαση.
Επομένως, αν το πρωτότυπο περιέχει αιτιολογικό και
διατακτικό αντίθετο από το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου
σχεδίου, απόφαση δεκτική προσβολής με ένδικα μέσα, δηλαδή και με αναίρεση,
είναι εκείνη που δημοσιεύθηκε από το σχέδιο και καταχωρίστηκε στα βιβλία
δημοσιεύσεων και όχι το θεωρημένο και υπογεγραμμένο πρωτότυπο. Η ερμηνευτική
αυτή θέση προάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 499 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την
οποία τα ένδικα μέσα μπορούν να ασκηθούν και πριν από την επίδοση της απόφασης,
ακόμη και την ίδια ημέρα δημοσίευσης, δηλαδή, τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται,
μπορούν να προσβάλουν τη δημοσιευμένη από το σχέδιο απόφαση και στο περιεχόμενο
αυτής να αναφερθούν για τη στήριξη των λόγων του ασκούμενου ένδικου μέσου και
δεν χρειάζεται να περιμένουν τη σύνταξη και υπογραφή του πρωτοτύπου.
Το πρωτότυπο
μιας απόφασης, που έρχεται σε αντίθεση με το δημοσιευμένο σχέδιο, στο βαθμό που
δεν είναι δεκτικό διόρθωσης, μπορεί να αναγνωριστεί ως ανύπαρκτο, σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 313 ΚΠολΔ, εφόσον αποτυπώνει απόφαση με περιεχόμενο
που ουδέποτε δημοσιεύθηκε.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση
αναίρεσης ζητούν οι αναιρεσείοντες να αναιρεθεί η απόφαση 5213/2011 του
Εφετείου Αθηνών, όπως αποτυπώνεται στο δημοσιευμένο σχέδιο απόφασης και όχι στο
θεωρημένο και υπογεγραμμένο πρωτότυπο αυτής, επειδή το τελευταίο έχει εντελώς
αντίθετο περιεχόμενο κατά το αιτιολογικό και το διατακτικό από εκείνο του
δημοσιευμένου σχεδίου.
Από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων αντιγράφων από το
δημοσιευμένο σχέδιο και το πρωτότυπο της πιο πάνω απόφασης προκύπτει πράγματι
ότι, σύμφωνα με το δημοσιευμένο σχέδιο, το οποίο φέρει χρονολογία διάσκεψης
(14.7.2011) και δημοσίευσης (12.10.2011), αριθμό καταχώρισης στα βιβλία
δημοσιεύσεων (5213), καθώς και τις υπογραφές της προέδρου και του εισηγητή,
γίνεται τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση
4636/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίπτεται η αγωγή,
αποτέλεσμα που βρίσκεται σε αρμονία με το αιτιολογικό του ίδιου σχεδίου, ενώ
σύμφωνα με το πρωτότυπο, το οποίο φέρει επίσης τον ίδιο αριθμό απόφασης και την
ίδια χρονολογία διάσκεψης και δημοσίευσης, απορρίπτεται κατ' ουσίαν η έφεση, με
αιτιολογία η οποία εναρμονίζεται με το διατακτικό αυτό.
Σύμφωνα με την
προηγούμενη νομική σκέψη, ορθά προσβάλλεται η προαναφερόμενη απόφαση του
Εφετείου, όπως αποτυπώνεται στο δημοσιευμένο σχέδιο, το οποίο υπερισχύει από το
αντίθετου περιεχομένου πρωτότυπο και συνακόλουθα είναι παραδεκτή η άσκηση της
κρινόμενης αίτησης αναίρεσης». (areiospagos.gr)
Σχόλια