Η Απόφαση του ΣτΕ για την Αποχή των Δικηγόρων

Με την υπ’ αρ. 68/2016 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ απορρίφθηκε η αίτηση αναστολής κατά της αποχής που είχε υποβάλλει δικηγόρος. Πέρα από τους λόγους υπέρ της αποχής που αναφέρονται στο κείμενο της απόφασης, ενδιαφέρον έχουν τα σημεία ότι αφενός «μπορεί να υποστηριχθεί η εκδοχή ότι τυχόν μη συμμόρφωση μελών του Δ.Σ.Α. προς την προσβαλλόμενη απόφαση του
Συλλόγου δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου τινός, πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη αυτού» καθώς και ότι «μπορεί να υποστηριχθεί η εκδοχή ότι το απαράδεκτο τούτο (της διαδικαστικής πράξης χωρίς γραμμάτιο) θεραπεύεται, ενόψει των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στην περίπτωση που, λόγω της απόφασης περί αποχής, δεν είναι εφικτή η κατάθεση γραμματίου προκαταβολής».
Το πλήρες κείμενο της απόφασης έχει ως εξής:
Αριθμός 68/2016 - Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας...
2. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Στις 9.1.2016 συνεδρίασε στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.) η Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, προκειμένου να συζητήσει προσχέδιο νόμου για την κοινωνική ασφάλιση. Λόγω διαφωνίας των δικηγόρων προς το προσχέδιο αποφάσισε να κηρύξει πανελλαδική αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους από 12.1.2016 έως και 14.1.2016 και να εισηγηθεί προς την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας συνέχιση και κλιμάκωση καθολικής αποχής αόριστης διάρκειας. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του Δ.Σ.Α. αποφάσισε στις 11.1.2016 να συμμετάσχει στην αποχή από 12.1.2016 έως και 14.1.2016. Ακολούθως, με αλλεπάλληλες αποφάσεις της  Συντονιστικής Επιτροπής ή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας αποφασίστηκε η συνέχιση της πανελλαδικής αποχής των δικηγόρων έως και τις 4.4.2016. Με αντίστοιχες δε αποφάσεις του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. αποφασίστηκε η συνέχιση της αποχής των δικηγόρων της Αθήνας μέχρι την ως άνω ημερομηνία. Στις 15.1.2016 (σχετική ανακοίνωση στον ιστοχώρο του Δ.Σ.Α.) αποφασίστηκε το πλαίσιο χορήγησης αδειών για την κατ’ εξαίρεση διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, ενώ στις 22.1.2016 το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. αποφάσισε τη συγκρότηση δευτεροβάθμιας επιτροπής αδειών. Στις 12.2.2016 δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Δ.Σ.Α. ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία οι αναφορές που υποβάλλονται στο πειθαρχικό τμήμα για παραβίαση του πλαισίου της αποχής δεν θα επιβαρύνονται με παράβολο και θα εξετάζονται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Στις 29.3.2016 η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας αποφάσισε τη συνέχιση της αποχής έως και τις 15.4.2016. Στις 31.3.2016 το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. αποφάσισε τη συνέχιση της αποχής των δικηγόρων της Αθήνας έως και τις 15.4.2016. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση των δύο τελευταίων πράξεων. Κατ’ αυτών ο αιτών έχει ασκήσει την από 7.4.2016 αίτηση ακυρώσεως, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 13η.5.2016.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 52 παρ. 6 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), γίνεται δεκτή η αίτηση αναστολής, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Ο αιτών προβάλλει ότι ο ίδιος και η σύζυγός του, είναι δικηγόροι Αθηνών και διατηρούν δικηγορικά γραφεία στο Κορωπί μόνη πηγή εσόδων τους είναι τα κέρδη από την άσκηση της δικηγορίας δεν διαθέτουν άλλους πόρους εισοδήματος είναι γονείς τριών ανηλίκων τέκνων το γραφείο τους στο Κορωπί επιβαρύνεται με τραπεζικό δάνειο τα έσοδά τους, λόγω της οικονομικής κρίσης, έχουν μειωθεί πολύ κατά τα τελευταία έτη (οικονομικό έτος 2013: 15.409,20 ευρώ, οικονομικό έτος 2014: 16.268,47 ευρώ, οικονομικό έτος 2015: 26.058,15 ευρώ) οι λοιπές επιβαρύνσεις (εισφορά αλληλεγγύης, φόρος επιτηδεύματος, Φ.Π.Α. στις δικηγορικές υπηρεσίες κ.λπ.) είναι σημαντικές εξαιτίας των προσβαλλομένων πράξεων αποκλείεται η εργασία τους, άρα δεν μπορούν να κερδίσουν χρήματα και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, και έτσι κινδυνεύει η επιβίωση αυτών και των ανήλικων τέκνων τους. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του ο αιτών προσκομίζει πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, εκκαθαριστικά σημειώματα οικονομικών ετών 2013 και 2014 και φορολογικού έτους 2014, σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, καθώς και την από 8.4.2016 τραπεζική ενημερότητα για το ως άνω δάνειο από την οποία προκύπτει ότι έχει ληξιπρόθεσμη οφειλή. Προσκομίζει επίσης δικόγραφα και κλήσεις δικαστηρίων για δίκες που δεν έγιναν λόγω της αποχής των δικηγόρων από 12.1.2016 έως και 15.4.2016.
4. Επειδή, κατά την κρίση της Επιτροπής, τα μνημονευθέντα στην προηγούμενη σκέψη στοιχεία δεν επαρκούν για την απόδειξη των ισχυρισμών του αιτούντος περί επέλευσης ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, δοθέντος ότι απομένει ελάχιστο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης του Δ.Σ.Α. Εν πάση δε περιπτώσει, προβλέπεται, κατά τα εκτεθέντα στη δεύτερη σκέψη, η δυνατότητα χορήγησης άδειας για παράσταση σε δικαστήριο κατά τη διάρκεια της αποχής των δικηγόρων, ενώ ο αιτών δεν προσκόμισε στοιχεία σχετικά με τα έσοδα που ενδεχομένως απέφερε η άσκηση της δικηγορίας στον ίδιο και τη σύζυγό του κατά το διάστημα αυτό.
5. Επειδή, περαιτέρω, ο αιτών προβάλλει ότι, ανεξαρτήτως βλάβης, η αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή λόγω πρόδηλης βασιμότητας της αίτησης ακυρώσεως (άρθρο 52 παρ. 7 εδ. α΄ π.δ. 18/1989). Ειδικότερα, προβάλλει ότι: Α) οι προσβαλλόμενες πράξεις παρά το νόμο καθιστούν την αποχή υποχρεωτική κατά τον αιτούντα, τούτο προκύπτει από το ότι α) κατά τη διάρκεια της αποχής ο Σύλλογος απαγορεύει τη έκδοση γραμματίων προείσπραξης επομένως, ο δικηγόρος δεν μπορεί να τελέσει καμία εργασία (παράσταση σε δικαστήρια, επιτροπές και άλλες αρχές, κατάθεση αγωγών και διαταγών πληρωμής, παράσταση σε συμβόλαια) β) ο Κώδικας Δικηγόρων (άρθρα 140 επόμενα) ορίζει ότι οι δικηγόροι που δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δ.Σ. και της Γενικής Συνέλευσης υπόκεινται σε βαρύτατες πειθαρχικές κυρώσεις, οι οποίες φθάνουν μέχρι και την παύση από το λειτούργημα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Β) οι προσβαλλόμενες πράξεις ελήφθησαν σε συνέχεια προηγουμένων αποφάσεων για αποχή επομένως, συνιστούν αποχή αόριστης διάρκειας, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 5 και 20 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Ο Δ.Σ.Α. με το από 12.4.2016 υπόμνημα προς το Δικαστήριο προβάλλει τα ακόλουθα:
Η αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους είναι νόμιμο μέσο εντασσόμενο στη συλλογική-συνδικαλιστική δράση των Δικηγορικών Συλλόγων. Μάλιστα, κατά το άρθρο 241 του Κ.Πολ.Δ. «σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων, οι υποθέσεις αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιμο που ανακοινώνει το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα ημερών ή σε άλλη εμβόλιμη δικάσιμο». Με τον τρόπο αυτό, λαμβανομένου υπόψη και του πλαισίου χορήγησης αδειών, δεν αποστερείται ο πολίτης τη δικαστική του προστασία. Περαιτέρω, ο Δ.Σ.Α. επέλεξε να προβεί σε αποχές ορισμένης διάρκειας, οι οποίες επαναλαμβάνονται, καθώς αναβάλλεται συνεχώς η κατάθεση του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου, που αποτελεί και το λόγο για τη λήψη του επίμαχου μέτρου της αποχής. Κατά τον Δ.Σ.Α., το διακύβευμα για τους δικηγόρους είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, καθώς, αν το νομοσχέδιο ψηφιστεί από τη Βουλή, θα εξανεμιστεί το αναγκαίο για τον βιοπορισμό των δικηγόρων εισόδημα. Με δεδομένο ότι το νομοσχέδιο δεν έχει κατατεθεί ακόμη στη Βουλή, το μέτρο της αποχής δεν είναι απρόσφορο, ούτε υπερβολικός ο συνολικώς διαδραμών χρόνος της αποχής. Σε σχέση, τέλος, με το πλαίσιο χορήγησης των αδειών, ο Δ.Σ.Α. υποστηρίζει ότι το σύστημα αυτό αποσκοπεί στην τήρηση των κανόνων δεοντολογίας, την αποτροπή του κινδύνου ερημοδικίας, των προστριβών μεταξύ των δικηγόρων και του αθέμιτου ανταγωνισμού.
6. Επειδή, με την 2512/1997 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των έργων τους δεν αντίκεινται μεν, καταρχήν, […] σε συνταγματικές ή άλλες διατάξεις, υπόκεινται όμως σε περιορισμούς που επιβάλλουν το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα καθενός για δικαστική προστασία, το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ρώμης, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, η οποία εξυπονοεί το δικαίωμα των διαδίκων να υπερασπίζουν τις υποθέσεις τους με δικηγόρο της εκλογής τους, καθώς και το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία και το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Οι περιορισμοί αυτοί ανάγονται στο χρόνο που μπορεί να διαρκέσει η αποχή και που πρέπει, ενόψει των διακυβευομένων συμφερόντων, να είναι βραχύς και στη φύση της απόφασης περί αποχής, που δεν μπορεί να γεννά πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που δεν συμμορφώνονται. Ο χρόνος της διάρκειας της αποχής πρέπει να ορίζεται στην ίδια την απόφαση που κηρύσσει την αποχή, ελέγχεται δε ακυρωτικώς από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, εν προκειμένω, ασκεί έλεγχο ορίων».
 7. Επειδή, η Επιτροπή κρίνει ότι η αίτηση ακυρώσεως δεν παρίσταται προδήλως βάσιμη, λαμβανομένου υπόψη ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Δ.Σ.Α. και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας προσδιορίζουν συγκεκριμένο χρόνο αποχής άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόδηλο ότι ο συνολικός χρόνος διάρκειας της αποχής από την έναρξη αυτής μέχρι και τις 15.4.2016 υπερβαίνει το επιτρεπόμενο από τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) βραχύ χρονικό διάστημα, ενόψει των ισχυρισμών του Δ.Σ.Α. που μνημονεύθηκαν στην πέμπτη σκέψη, αλλά και του οριακού ελέγχου που ασκεί, ως προς το ζήτημα αυτό, ο ακυρωτικός δικαστής. Περαιτέρω, μπορεί να υποστηριχθεί η εκδοχή ότι τυχόν μη συμμόρφωση μελών του Δ.Σ.Α. προς την προσβαλλόμενη απόφαση του Συλλόγου δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου τινός, πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη αυτού. Τέλος, ναι μεν στην παρ. 4 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την περ. γ΄ της παρ. 8 του άρθρου 7 του ν. 4205/2013 (Α΄ 242), ορίζεται ότι, εφόσον δεν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γραμμάτιο προκαταβολής της προβλεπόμενης από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου εισφοράς προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη, η διάταξη δε αυτή είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. (Σ.τ.Ε. 1858/2015 Ολομ.) ωστόσο, μπορεί να υποστηριχθεί η εκδοχή ότι το απαράδεκτο τούτο θεραπεύεται, ενόψει των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στην περίπτωση που, λόγω της απόφασης περί αποχής, δεν είναι εφικτή η κατάθεση γραμματίου προκαταβολής.
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί".
(πηγή: dsagrinio.gr)

Σχόλια