Νόμιμη η απόρριψη αγωγών αποζημίωσης και προσφυγών ακύρωσης του Μνημονίου της Κύπρου (Προτάσεις Εισαγγελέων ΔΕΕ)

Κατά τους γενικούς εισαγγελείς Wathelet και Wahl,[1] το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορθώς απέρριψε τις αγωγές αποζημιώσεως και τις προσφυγές ακυρώσεως που αφορούν την αναδιάρθρωση του κυπριακού τραπεζικού τομέα. Ούτε η δήλωση της Ευρωομάδας ούτε το μνημόνιο κατανόησης που συνήφθη μεταξύ του ΕΜΣ και της Κύπρου μπορούν να αποδοθούν στην Επιτροπή και την ΕΚΤ και,
επομένως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν αρμοδιότητα να εκδικάσουν τις προσφυγές ακυρώσεως κατά της δηλώσεως και του μνημονίου και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.
Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, ορισμένες Τράπεζες εγκατεστημένες στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank (Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (Τράπεζα Κύπρου), αντιμετώπισαν οικονομικές δυσχέρειες. Έτσι, η Κυπριακή Κυβέρνηση υπέβαλε αίτημα χρηματοδοτικής συνδρομής στην Ευρωομάδα, η οποία αποτελείται από τους Υπουργούς Οικονομικών των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ. Η Ευρωομάδα επισήμανε ότι η ζητηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή θα χορηγούνταν από τον ΕΜΣ (Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας), στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο θα συγκεκριμενοποιούνταν από μνημόνιο κατανόησης. Οι διαπραγματεύσεις για το μνημόνιο αυτό διεξήχθησαν μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών.
Με δήλωση του Μαρτίου του 2013, η Ευρωομάδα επισήμανε ότι οι διαπραγματεύσεις είχαν καταλήξει σε σχέδιο μνημονίου κατανόησης για την αναδιάρθρωση της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής. Στη συνέχεια, ο ΕΜΣ συνήψε το μνημόνιο με την Κύπρο και της χορήγησε χρηματοδοτική συνδρομή. Κύπριοι ιδιώτες και μία εταιρία εγκατεστημένη στην Κύπρο είχαν καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου και στη Λαϊκή. Η εφαρμογή των μέτρων που συμφωνήθηκαν με τις κυπριακές αρχές είχε ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεων αυτών.
Οι ως άνω ιδιώτες και η εταιρία προσέφυγαν, στη συνέχεια, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα, αφενός, να τους καταβάλει η Επιτροπή και η ΕΚΤ αποζημίωση ίση με τη μείωση της αξίας των καταθέσεών τους λόγω της σύναψης του μνημονίου κατανόησης και, αφετέρου, να ακυρωθούν τα επίμαχα μέτρα τα οποία προέβλεπε το μνημόνιο αυτό. Ομοίως, επτά Κύπριοι ιδιώτες άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ζητώντας την ακύρωση της δήλωσης της Ευρωομάδας του Μαρτίου 2013 σχετικά με την αναδιάρθρωση του κυπριακού τραπεζικού τομέα.
Με 5 διατάξεις της 16ης Οκτωβρίου 2014 και 3 διατάξεις της 10ης Νοεμβρίου 2014 , το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές, κρίνοντάς τες κατά βάση απαράδεκτες. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το μνημόνιο κατανόησης δεν ήταν πράξη της Επιτροπής και της ΕΚΤ, ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο ΕΜΣ περιλαμβάνεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή ότι η δήλωση της Ευρωομάδας αποτελεί πράξη της Επιτροπής και της ΕΚΤ ούτε ότι παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως προδήλως νόμω αβάσιμες: κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ζημία την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν προκλήθηκε λόγω αδράνειας της Επιτροπής. Οι ιδιώτες και η εταιρία άσκησαν αίτηση αναιρέσεως των διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου ενώπιον του Δικαστηρίου.
Με τις σημερινές προτάσεις τους, οι γενικοί εισαγγελείς Melchior Wathelet και Nils Wahl, στους οποίους ανατέθηκε η ανάλυση των ζητημάτων που θέτουν οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά των διατάξεων της 16ης Οκτωβρίου 2014 και της 10ης Νοεμβρίου 2014, αντιστοίχως, προτείνουν στο Δικαστήριο να επικυρώσει τις διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου. Όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως που αφορά τις προσφυγές ακυρώσεως κατά της δηλώσεως της Ευρωομάδας του Μαρτίου του 2013, ο γενικός εισαγγελέας Wathelet εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η δήλωση της Ευρωομάδας δεν μπορούσε να αποδοθεί στην Επιτροπή και την ΕΚΤ.
Ειδικότερα, η Επιτροπή και η ΕΚΤ παρεμβαίνουν στη διαδικασία αυτή απλώς ως εντολοδόχοι του ΕΜΣ, προκειμένου να διαπραγματευθούν, να εποπτεύσουν και να υπογράψουν ως πληρεξούσιοι το μνημόνιο κατανόησης. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισήμανε ότι στην Ευρωομάδα δεν έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες της Επιτροπής ή της ΕΚΤ και ότι τα θεσμικά αυτά όργανα δεν μπορούν να της ασκούν έλεγχο ούτε έχουν εξουσία να της απευθύνουν συστάσεις ή δεσμευτικές οδηγίες.
Ομοίως, ο γενικός εισαγγελέας Wathelet εκτιμά, όπως και το Γενικό Δικαστήριο, ότι η δήλωση της Ευρωομάδας δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και δεν μπορεί να προσβληθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τη γνώμη του, η διατύπωση της επίμαχης δήλωσης αποκαλύπτει ότι δεν πρόκειται για απόφαση με δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και αναδεικνύει σαφώς τον πληροφοριακό χαρακτήρα της.
Όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως που αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως, ο γενικός εισαγγελέας Wahl εκτιμά ότι η ζημία που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι ιδιώτες λόγω της σύναψης του μνημονίου κατανόησης μεταξύ του ΕΜΣ και της Κύπρου δεν προκλήθηκε από θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον, αφενός, ο ΕΜΣ δεν είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης και, αφετέρου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το μνημόνιο κατανόησης αποτελεί πράξη της Επιτροπής ή της ΕΚΤ (δεδομένου ότι στα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και την ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν περιλαμβάνεται η παροχή ιδίας εξουσίας λήψεως αποφάσεων και ότι δεσμεύεται μόνο ο ΕΜΣ). Ο γενικός εισαγγελέας διευκρινίζει εντούτοις ότι, δεδομένου ότι ο ΕΜΣ και, εν τέλει, τα κράτη που τον αποτελούν έχουν την ευθύνη για το μνημόνιο κατανόησης, οι ιδιώτες που εκτιμούν ότι το μνημόνιο αυτό τους θίγει μπορούν να ασκήσουν αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, επικαλούμενοι την ευθύνη των κρατών.
 Όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως που αφορά τις προσφυγές ακυρώσεως κατά του μνημονίου κατανόησης, ο γενικός εισαγγελέας Wahl εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη, κρίνοντας απαράδεκτες τις προσφυγές, δεδομένου, αφενός, ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν αρμοδιότητα να ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και, αφετέρου, ότι ούτε ο ΕΜΣ ούτε η Κύπρος συμπεριλαμβάνονται σε αυτά. (curia.europa.eu)
Δείτε το πλήρες κείμενο των προτάσεων εδώ και εδώ

[1] Προτάσεις των γενικών εισαγγελέων στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-8/15 P Ledra Advertising κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-9/15 P Ελευθερίου κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ και C-10/15 P Θεοφίλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, καθώς και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-105/15 P Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-106/15 P Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-107/15 P Χατζηθωμά κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C-108/15 P Χατζηιωάννου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ και C-109/15 P Νικολάου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ

Σχόλια